Η μελέτη του ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Βασ. Μίχο και το 1952, δίπλα από τα θεμέλια του παλιού, υψώθηκε το νέο λευκό ψηλόλιγνο ρολόι, ύψους 18,5 μέτρων. Όμως από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι ο μηχανισμός του δεν λειτουργούσε σωστά. Αναζητήθηκε επίμονα η αιτία και ενοχοποιήθηκαν μέχρι και οι καρακάξες[1], τα πουλιά που και σήμερα κατακλύζουν τις πλατείες μας. Τότε εμφανίσθηκε σαν «από μηχανής Θεός»ο Ευθύμιος Μιστάρας, ένας χαρισματικός μάστορας που διατηρούσε στη Λάρισα ειδικό κατάστημα, το οποίο ονόμαζε «Συνεργείο Επισκευής Λεπτών Μηχανημάτων» και είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη των πελατών του[2]. Θέλοντας να συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία του ρολογιού, έστειλε στη Δημαρχία στις 14 Μαρτίου 1954, τρεις ημέρες πριν τον θάνατο του δημάρχου Δημητρίου Καραθάνου (17 Μαρτίου), έγγραφο με το οποίο ανέφερε ότι «προσφέρω τον εαυτόν μου εις την υπηρεσίαν δια την συντήρησιν και καλήν λειτουργίαν του ωρολογίου της πόλεως εντελώς αμισθεί δι’ έν έτος». Και πράγματι την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ανέλαβε την συντήρησή του, κατά την οποία διαπίστωσε κατασκευαστικό λάθος, το οποίο και διόρθωσε με δικής του έμπνευσης χειροποίητους μηχανισμούς.
Ο Ευθύμιος Μιστάρας γεννήθηκε στην Καστανιά Ασπροποτάμου το 1901. Γονείς του ήταν ο Χρήστος και η Ευαγγελία Μιστάρα, άνθρωποι φτωχοί που ζούσαν από την γεωργία. Ήταν το ένατο παιδί πολυμελούς οικογένειας, της οποίας όμως έζησαν μόνον τα τρία από τα εννέα τέκνα. Από τη μαθητική του ζωή ακόμη έδειξε να έχει ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική και ονειρευόταν να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, όμως η οικογένεια δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον βοηθήσει ώστε να πραγματοποιήσει το όνειρό του και κάποιες υποσχέσεις που του δόθηκαν από πλούσιους γνωστούς για υποστήριξη των σπουδών του, αθετήθηκαν. Μοιραία λοιπόν, από τη στιγμή που τελείωσε την βασική εκπαίδευση άρχισε για τον Ευθύμιο Μιστάρα ένας αγώνας βιοπάλης και περιπετειών που συμβάδιζαν πολλές φορές με τις περιπέτειες που έζησε η χώρα μας όλο αυτό το διάστημα.
Σε ηλικία 10 ετών, με την προτροπή του πατέρα του, κατέβηκε στα Τρίκαλα, όπου τον εμπιστεύθηκε στην συγγενική τους οικογένεια των Κλειδωναίων, οι οποίοι διατηρούσαν μεγάλο συνεργείο σιδηρουργικών κατασκευών. Αλλά ίσως λόγω της μικρής του ηλικίας, εκεί τον κατηύθυναν σε άλλες εργασίες, γεγονός που δεν τον ικανοποιούσε. Δεν έμεινε για πολύ στα Τρίκαλα και σε ηλικία 16-17 ετών βρέθηκε στον Βόλο όπου δούλεψε σε μεγάλο εργοστάσιο σιδηροκατασκευών. Ειδικεύθηκε ιδιαίτερα στην κατασκευή αξόνων για κάρα και σούστες καθώς και άλλες παραπλήσιες δουλειές. Εργαζόταν πολλές ώρες με μεράκι, είχε αγαπήσει τη δουλειά του και ίσως εδώ στον Βόλο να βρήκε τον δρόμο για τον μελλοντικό επαγγελματικό του προσανατολισμό. Όμως μια σοβαρή πάθηση δεν τον επέτρεψε να συνεχίσει τη δουλειά του και αναγκάσθηκε να σταματήσει. Εμφάνισε εξάντληση και βρέθηκε να έχει υγρά πλευρίτιδα, σημάδι φυματίωσης, που εκείνη την εποχή βρισκόταν σε έξαρση. Μετακόμισε στην Αθήνα για θεραπεία σε ειδικό κέντρο στο Μαρούσι και ο γερός οργανισμός του, μαζί με την καλή διατροφή, τη σωστή θεραπεία και το υγιεινό κλίμα της περιοχής , του έδωσαν την δυνατότητα να νικήσει γρήγορα το «χτικιό», σε τέτοιο σημείο ώστε κάποια στιγμή να απλώσει τραπέζι με σύνεργα επισκευαστή ρολογιών στο ξακουστό καφενείο Κοτζιά της Κηφισιάς.
Το 1921 και ενώ υπηρετούσε στον στρατό, παίρνει φύλλο πορείας από τη Λάρισα για την Μικρά Ασία όπου υπηρέτησε στο Μηχανικό και φρόντιζε για την διάνοιξη δρόμων κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή επέστρεψε στην Καστανιά και το 1924 έκτισε διώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας άνοιξε δύο καταστήματα, το καφενείο «Παράδεισος» και ένα συνεργείο επισκευής διαφόρων μηχανημάτων που το ονόμασε «Ήφαιστος». Το 1940 επιστρατεύθηκε και πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο. Με την διάσπαση του μετώπου επέστρεψε στην Καστανιά και άρχισε να συγκεντρώνει τα όπλα που είχε εγκαταλείψει ο ελληνικός στρατός κατά την υποχώρηση. Τα επισκεύαζε και τα συντηρούσε γιατί πίστευε ότι κάποτε θα χρειαζόταν, όπως και έγινε κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών.
Μετά την υποχώρηση των Γερμανών το 1944 ήλθε οικογενειακώς στη Λάρισα και μέσα στο 1945 άνοιξε το κατάστημα Επισκευών Λεπτών Μηχανημάτων που διακρίνεται στη φωτογραφία. Βρισκόταν τότε στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας 31 (Παπαναστασίου), μεταξύ του αρτοποιείου Δημητρίου Αντωνιάδη και του καταστήματος εμπορίας ποδηλάτων του Σπύρου Κουτσίκου.Το μαγαζί του ήταν ιδιοκτησίας Κωνσταντίνου Ταμπασούλη, βρισκόταν σχεδόν στην σκιά του ρολογιού που είχε κτίσει ο Δήμαρχος Καραθάνος το 1952 και δεν τού βαστούσε η καρδιά του να το βλέπει τακτικά να αποσυγχρονίζεται. Γι’ αυτό και ανέλαβε τη συντήρησή του μέχρι την ημέρα που συνταξιοδοτήθηκε (1970). Το κατάστημα συνέχισε να λειτουργεί υπό την διεύθυνση του γιου του Χρήστου, ο οποίος αργότερα το μετακόμισε στη γωνία των οδών Μανδηλαρά και Παπαναστασίου.
Ο Ευθύμιος Μιστάρας νυμφεύθηκε το 1932 την κόρη του ιερέα των χωριών της περιοχής Ασπροποτάμου Βικτωρία Νικολάου Τσιάφη, με την οποία απέκτησαν τρία τέκνα:
--το 1933τον Χρήστο, ο οποίος, όπως είδαμε, ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του.
--το 1936 την Ευαγγελία, η οποία έφθασε μέχρι τη θέση της προϊσταμένης στη Εισαγγελία
της Λάρισας και
--τον Στέφανο, ο οποίος σπούδασε φυσικός ραδιοηλεκτρολόγος, προσλήφθηκε στον ΟΤΕ
και συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Διευθυντού Τεχνικών Υπηρεσιών Θεσσαλίας.
Ο Ευθύμιος Μιστάρας ήταν προικισμένος τεχνίτης και συντηρητής. Άφησε όμως εποχή στην παλιά Λάρισα, συντηρώντας για μια εικοσαετία το ρολόι της πόλεως. Το ρολόι που ήταν σήμα κατατεθέν της Λάρισας για πολλά χρόνια και συντρόφευε στα αγχώδη βήματα τους διαβάτες των κεντρικών δρόμων, τους εργαζόμενους, τους χονδρέμπορους της Λαχαναγοράς, τους ίσκιους που έβρισκαν καταφύγιο τα βράδια στα γύρω παρκάκια…[3]. Ήταν άνθρωπος σεμνός, εργατικός, με πλούσια αγωνιστική και αντιστασιακή δράση, για την οποία και παρασημοφορήθηκε, αλλά ποτέ δεν παινεύτηκε και δεν θέλησε να την εξαργυρώσει[4].
[1]. Τα πουλιά αυτά έχουν και άλλες ονομασίες, όπως κίσσες, κάργιες, καλιακούδες. Υπήρχαν στιγμές που σμήνη απ’ αυτά κάθονταν επάνω στους δείκτες του ρολογιού, τους οποίους υποτίθεται ότι μετακινούσαν με το βάρος τους.
[2]. Αυτό το «λεπτών μηχανημάτων» προσδιόριζε το είδος των επισκευών, σε μια εποχή που η ανεύρεση ανταλλακτικών ήταν δύσκολη έως αδύνατη. Επισκεύαζε κάθε είδους μηχανήματα, αναφέρουμε ενδεικτικά: ρολόγια, γραφομηχανές, γραμμόφωνα, μουσικά όργανα, φωτογραφικές μηχανές, όπλα, χρηματοκιβώτια, ραπτομηχανές, μέχρι και ιατρικά εργαλεία.
[3]. Βλέπε Ρηγόπουλος Βαγγέλης, Ευθύμιος Μιστάρας. Το ρολόι της Λάρισας χτυπάει στο όνομά του. Η ζωντανή ιστορία του ρολογιού της πόλης μας, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 8ης Μαΐου 1987, περιοδικό «Επιλογές», σελ. 45-47.
[4]. Οι πληροφορίες του βιογραφικού του Ευθυμίου Μιστάρα προέρχονται από τις προσωπικές αναμνήσεις και το πλούσιο αρχείο του γιού του Στέφανου Μιστάρα, τον οποίο και ευχαριστώ.
Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com