Όμως το κτίσμα αυτό που χάνεται ανάμεσα στις πολυτελείς βιτρίνες των καταστημάτων του πιο εμπορικού δρόμου της Λάρισας, είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα μέχρι σήμερα κτίρια της εποχής της τουρκοκρατίας, για το οποίο μάλιστα η Αρχαιολογική Υπηρεσία, αντιλαμβανόμενη την ιστορική αξία του, το ανέδειξε έπειτα από μια σωστική αποκατάσταση των χώρων του, ενώ οι επιχειρηματίες οι οποίοι το λειτουργούν, φαίνεται ότι το σέβονται και το προστατεύουν.
Τα λουτρά (χαμάμ) ήταν για τους μουσουλμάνους χώροι υγιεινής και εξαγνισμού[1]. Γι’ αυτό και στη Λάρισα πιστεύεται ότι λουτρά οικοδομήθηκαν από την πρώτη στιγμή της κατάληψής της το 1423 από τους Οθωμανούς, παρά τις δυσκολίες που θα πρέπει να αντιμετώπιζαν στο θέμα της ύδρευσης, παρ’ όλο που ο Πηνειός ήταν λίγα μέτρα κοντά τους και βρισκόταν στις παρυφές της πόλεως. Δεν έχουμε άμεσες μαρτυρίες από Ευρωπαίους περιηγητές για την παρουσία λουτρών στην πόλη. Μόνον οι μουσουλμάνοι Χατζή Κάλφα και Εβλιγιά Τσελεμπή κατά τον 17ο αιώνα, αναφέρουν την ύπαρξη δημοσίων λουτρών στη Λάρισα. Ο τελευταίος μάλιστα αναφέρει ότι στη Λάρισα εκτός από δημόσια, υπήρχαν και πολλά μικρά ιδιωτικά λουτρά, τα οποία αποτελούσαν ειδικά παραρτήματα μέσα στα αχανή κονάκια των πλούσιων Οθωμανών μπέηδων (γαιοκτημόνων).
Το Μεγάλο Λουτρό που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας, βρίσκεται ακριβώς πίσω από τις λαμπερές βιτρίνες των καταστημάτων της οδού Βενιζέλου, από τους αριθμούς 81 έως 93, κοντά στην συμβολή της με την οδό Φιλελλήνων. Δεν μας είναι γνωστή η χρονολογία κατασκευής το . Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι είναι κτίσμα του 17ου ή 18ου αιώνα, ενώ υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι τοποθετούν την αρχική φάση του κτίσματος στον 15ο αιώνα, αμέσως μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Οθωμανούς και την έλευση του Τουρχάν μπέη και των διαδόχων του Ομέρ μπέη και Χασάν μπέη.
Αρχιτεκτονικά το Μεγάλο Χαμάμ της Λάρισας ακολουθεί τη βασική μορφή που είχαν τα δημόσια Οθωμανικά λουτρά επί τουρκοκρατίας, με τους τέσσερες κατά σειράν βασικούς χώρους, την αίθουσα αποδυτηρίων, τον μεταβατικό χώρο που χρησιμεύει για ανάπαυση και προετοιμασία του σώματος, τον κυρίως ζεστό χώρο ο οποίος καλύπτεται με τρούλο και το θερμαντικό κέντρο. Εδώ στο χαμάμ της Λάρισας ο πρώτος χώρος των αποδυτηρίων είναι μία μεγάλη τετράγωνη αίθουσα η οποία καλύπτεται από τρούλο διαμέτρου 13 περίπου μέτρων. Ο τρούλος αυτός είναι και το εξωτερικό σημείο αναφοράς του Μεγάλου Λουτρού, ανάμεσα στα χαμηλά κτίσματα που κυριαρχούν στην οδό Βενιζέλου και για διάφορους λόγους δεν έχουν επεκταθεί καθ’ ύψος, όπως σε άλλες περιοχές της πόλεως.
Ακολουθεί το μεταβατικό τμήμα του λουτρού με την χλιαρή θερμοκρασία. Είναι ο χώρος προσαρμογής πριν ο λουόμενος κατευθυνθεί στον επόμενο ζεστό χώρο που έχει θερμοκρασία 38 – 40 βαθμούς. Η αίθουσα αυτή καλύπτεται με ημισφαιρικό τρούλο ο οποίος φέρει στο τοίχωμά του πολλές οπές για τον επαρκή φωτισμό του χώρου. Δυτικότερα ακολουθούσε το θερμαντικό κέντρο, το οποίο δεν διακρίνεται μέσα στην αναδιάταξη των χώρων και την αλλαγή χρήσης με το πέρασμα του χρόνου. Το δάπεδο όλων αυτών των χώρων βρίσκεται 2,5 περίπου μέτρα χαμηλότερα από την επιφάνεια του πεζοδρόμου της Βενιζέλου[2].
Απ’ όλες τις ενδείξεις συμπεραίνεται ότι το Μεγάλο Χαμάμ ήταν εν λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Μετά την απελευθέρωση του 1881 το σύμπλεγμα των χώρων του λουτρού διαμοιράσθηκε σε μικρά καταστήματα και εργαστήρια[3]. Το γεγονός αυτό είχε σαν συνέπεια το κτίσμα να δεχθεί πολλές προσθήκες και αυθαίρετες επεμβάσεις. Το 1986 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και λίγα χρόνια αργότερα η αρχαιολογική υπηρεσία το συντήρησε, ανέδειξε την τοιχοποιία και σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τους χώρους του, οι οποίοι αποτελούν κάτι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα οθωμανικά μνημεία, καθώς λειτουργεί ως μπαρ.
Ελπίζεται πως με την σταδιακή αποκατάσταση του γειτονικού Α’ Αρχαίου Θεάτρου και την απελευθέρωση του οικοδομικού τετραγώνου που περικλείεται μεταξύ των οδών Βενιζέλου-Απόλλωνος -Ύδρας και Παπαναστασίου από τα κτίσματα, θα αρχίσει σιγά-σιγά και όσο οι οικονομικές συνθήκες της χώρας το επιτρέπουν, να διαμορφώνεται σαν σκέψητο Λουτρό αυτό να απαλλαγεί από τα επιπρόσθετα κτίσματα που το καλύπτουν και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και να αποδοθεί στην πόλη σαν ένας χώρος ο οποίος θα διατηρήσει την διαχρονική ιστορική αλληλουχία της Λάρισας, εφ’ όσον το κτίσμα αυτό, όπως αναφέρθηκε, είναι ένα από τα ελάχιστα Οθωμανικά κτίσματα που διατηρείται μέχρι σήμερα στη Λάρισα[4].
[1]. Όσοι επισκεφθήκαμε κατά καιρούς διάφορα μεγάλα οθωμανικά τεμένη, έχουμε παρακολουθήσει την αυστηρή μουσουλμανική συνήθεια καθαρισμού του προσώπου και των άκρων (χέρια, πόδια) των πιστών του Κορανίου πριν προχωρήσουν στο εσωτερικό να προσευχηθούν. Εξ άλλου σύμφωνα με το Κοράνι ο πιστός μουσουλμάνος υποχρεώνεται να καθαρίζει το σώματου δύο τουλάχιστον φορές την εβδομάδα και μάλιστα με νερό τρεχούμενο.
[2]. Το σημερινό κείμενο βασίσθηκε ως επί το πλείστον στο βιβλίο του συμπολίτη μας Θεόδωρου Παλιούγκα, με τίτλο Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β΄, σελ. 497-508, όπου ο αναγνώστης θα βρει πολλά και λεπτομερή στοιχεία για τα λουτρά της τουρκοκρατούμενης Λάρισας, με σχέδια και φωτογραφίες.
[3]. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι την ίδρυση εργοστασίων παγοποιίας στη Λάρισα, τα καλοκαίρια κάτοικοι από την Σπηλιά και άλλα ορεινά χωριά της περιοχής, κατέβαζαν με τα ζώα χιόνι, συσκευασμένο κατάλληλα με φτέρες και προστατευμένο από τη ζέστη με ειδικά περιτυλίγματα και το αποθήκευαν στους χώρους του Μεγάλου Χαμάμ που ήδη είχε σταματήσει τη λειτουργία του. Προτιμούσαν τις αίθουσές του γιατί είχαν χαμηλή θερμοκρασία και το χιόνι μπορούσε να διατηρηθεί περισσότερο χρόνο. Απ’ εκεί το πουλούσαν στους Τούρκους μπέηδες και σε αστούς της πόλεως, για να δροσίζουν το πόσιμο νερό και τα τρόφιμα, αλλά και σε ασθενείς με ψηλό πυρετό.
[4]. Από το Μπεζεστένι, την κλειστή τουρκική αγορά, έχει μείνει μόνον το κέλυφος, ενώ η προβλεπόμενη αποκατάστασή του θα ακολουθήσει σύγχρονες κατασκευαστικές δομές. Το Γενί τζαμί κτίσθηκε ως γνωστόν το 1891, μετά την απελευθέρωση της Λάρισας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com