Αχιλλέας Ε. Κούμπος – συγγραφέας
Καλή χρονιά με υγεία και κυρίως με φώτιση. Το γεγονός είναι αληθινό: όταν ευχήθηκαν στον παπα-Γιάννη της Φαρκαδόνας «υγεία», αυτός απάντησε σε έντονο ύφος: «Όχι μόνο υγεία, πρώτα φώτιση! Τι να την κάνεις την υγεία αν είσαι δολοφόνος!». Ομολογώ ότι μπροστά στο ισοπεδωτικό επιχείρημα οφείλωναευχηθώ το ίδιο. Για το 2016 εύχομαι, λοιπόν, κυρίως «φώτιση»! Αν φυσικά δεν μπορούμε να φωτιστούμε μόνοι μας, αλλάζω λίγο την ευχή και εύχομαι: «Ο Θεός να μας φωτίσει».
Στα δικά μας τώρα. Η ενημέρωση και η ψυχαγωγία είναι οι δύο κυριότεροι σκοποί μιας εφημερίδας. Μια τρίτη διάσταση είναι η παράθεση θέσεων-απόψεων ή προτάσεων. Η μελέτη και η ερμηνεία της Ιστορίας εντάσσεται σε αυτή τη διάσταση. Με αυτό θα ασχοληθώ στα επόμενα κείμενα, η δική μου όμωςθέση απέναντι στην Ιστορία δεν σχετίζεταιτόσο μετην επιστημονική ακρίβεια των πηγών και των γεγονότων. Εστιάζει κυρίως στην αναζήτηση της «αληθεστάτης πρόφασης», των αιτίων δηλαδή και των κινήτρων, που κρύβονται μέσα σε αυτά και μας βοηθά στην κατανόηση της ταυτότητας του Έλληνα και όχι μόνο στην καταγραφή της ιστορίας του. Μια ταυτότητα που φέρει ατομικά και συλλογικά χαρακτηριστικά, μια ταυτότητα που ορίζεται από ψυχικά γνωρίσματα που επιδρούν πάνω στον τρόπο που σκέφτεται και δρα, τόσο σαν ένα ξεχωριστό πρόσωπο, όσο και σαν πολίτης με δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Επομένως, όσα θα ακολουθήσουν δεν εντάσσονται σε κάποια επιστημονική απόπειρα καταγραφής γεγονότων, αλλά στηνπροσπάθεια μιας συνολικότερης σύλληψης της ελληνικής ψυχής, του πώς και του γιατί είμαστε σαν λαός αυτό που είμαστε. Να σημειώσω ότι τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούμε, τα βρίσκουμε, γιατί ταιριάζουν σε αυτό που θέλουμε να αποδείξουμε. Επομένως, μπορεί να είμαι και εγώ θύμα των επιχειρημάτων μου. Σκοπός μου σε κάθε περίπτωση είναι περισσότερο να θέσω προβληματισμούς παρά να καταρρίψω προκαταλήψεις και προδιαθέσεις.
Η «ελληνικότητα» δεν είναι μια ξεκάθαρη έννοια και πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για αυτή. Εμφανίζεται στην ελληνική γλώσσα στα 1851 αλλά συνδέθηκε κυρίως με τη λογοτεχνική γενιά του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κα). Στην ελληνικότητα, οι άνθρωποι των γραμμάτων θέλησαν να αποτυπώσουν την πνευματική διάσταση της παράδοσης αλλά και την αισθητική διάσταση του Ελληνισμού. Το διαχρονικό πνεύμα, η αφηρημένη ποιότητα και η αισθητική, τονίζουν τις σχέσεις ιστορίας-αισθητικής, παρόντος-παρελθόντος, αλλά και Ελλάδας-Ευρώπης. Ο απεγκλωβισμός από την Αρχαία Ελλάδα ως πρότυπο, από την ιστορία ως δεδομένο, από την Ευρώπη ως ιδανικό, δίνουν μια νέα ώθηση στην αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας. Η ελληνικότητα ως βασικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας γίνεται ένας συνεχής μετασχηματισμός του στατικού παρελθόντος προς όφελος του εύπλαστου παρόντος.
Ο εξοβελισμός κάθε στοιχείου που μας θύμιζε την Τουρκοκρατία, από το γκρέμισμα των τζαμιών μέχρι τη συνειδητή αποχή από τούρκικες λέξεις, που ήταν τόσο απαραίτητες μέσα στις πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες του 19ο αιώνα, σήμερα αναπροσαρμόζονται. Οι σχέσεις με τη γείτονα χώρα, πέραν της πολιτικής, επιστρέφουν σε μια περίοδο αλληλεπίδρασης που την βλέπουμε να πραγματοποιείται από τη γεύση (πολίτικη ή τούρκικη κουζίνα) ως την αρχιτεκτονική ανάδειξη της οθωμανικής περιόδου (π.χ. το τζαμί των Τρικάλων). Από την άλλη, η τυφλή μίμηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής σήμερα δεν θεωρείται υπόδειγμα και οι αντιρρήσεις μας είναι ήδη ορατές, ακόμα και στην πολιτική.
Ολόκληρο τον 19ο αιώνα και σχεδόν το πρώτο μισό του 20ου, υπήρξε έντονη διαμάχη ως προς τον ορισμό της εθνικής μας ταυτότητας. Αυτή συνδέθηκε, εξαιτίας της ανάγκης μας για ιδεολογικά και ιστορικά θεμέλια, με την αρχαία Ελλάδα και το μεγαλείο της, με το Βυζάντιο και την αυτοκρατορία του, ενώ ταυτόχρονα η δυτική επιρροή με τις οικονομικές εξαρτήσεις, συμπλήρωναν μια περί έθνους αντίληψη. Αυτή η αντίληψη είχε όλα τα στοιχεία της «αναβίωσης» και της «μίμησης».
Αυτό που ονομάζουμε σήμερα «ελληνικότητα» διαφέρει και ως προς την μορφή αλλά και ως προς το περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, «ελληνικότητα είναι ο τρόπος ναβλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα». Ο ποιητής δίνει αξία στην ευγένεια και την ποιότητα σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα που χαρακτηρίζουν τη Δύση. Σημειώνει την επάνοδο του λαϊκού πολιτισμού ως στοιχείο σύνδεσής μας με την ίδια την ελληνική ψυχή, που τον πρώτο καιρό της επανάστασης δεν είχε γίνει αντιληπτός ως η πραγματική εθνική ταυτότητα του Νεοελληνικού κράτους. Θέσεις εξαιρετικά ασαφείς.
Ο σύγχρονος Έλληνας αναζητά ακόμα την ταυτότητά του. Μέσα σε αυτή την αναζήτηση αντιμετωπίζει τον κόσμο που τον περιβάλλει με καχυποψία, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να γίνει έρμαιο στα χέρια του πρώτου τυχοδιώκτη -και δεν μιλώ μόνο για τους πολιτικούς. Αυτή η βεβαιότητα ότι κάποιος θα τον εξαπατήσει καιη ταυτόχρονηπεποίθησηότι κάποιος θα τον σώσει, δημιουργούν μια προσωπικότητα που από τη μία αντιστέκεται και από την άλλη αφήνεται. Γιατί όμως αυτή η δυσπιστία και η αντίδραση; Μήπως το Έθνος μας δεν ενηλικιώθηκε ακόμα ή δεν θέλει να ενηλικιωθεί; Για ποιους λόγους; Η αστάθεια του όρου ελληνικότητα, όπως περιγράφηκε, είναι ήδη μια από τις πηγές του προβλήματος της ελληνικής ταυτότητας. Τα κείμενα που θα ακολουθήσουν θα εντάσσονται στην ίδια λογική, να ανιχνεύσουμε δηλαδή τα ιδιαίτερα προβλήματα της «ελληνικής ταυτότητας».
www.ak.gr