Από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 και για περισσότερα από δέκα χρόνια, η χώρα πέρασε μια τρικυμιώδη περίοδο (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, εθνικός διχασμός, μικρασιατική καταστροφή, ανταλλαγή πληθυσμών, κλπ.). Οι ανώμαλες αυτές συνθήκες ευνόησαν τη μεγάλη έξαρση λοιμωδών και άλλων μεταδοτικών νοσημάτων, όπως ήταν κυρίως η φυματίωση, αλλά και ο εξανθηματικός τύφος, η ελονοσία, κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές η θεραπευτική αντιμετώπιση γινόταν σε πρόχειρες εγκαταστάσεις που δημιουργούσε το Αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου,σε χώρους μακριά από το κτίριο του Νοσοκομείουγια καθαρά λόγουςπροφύλαξης. Την ανάγκη να νοσηλεύονται οι ασθενείς αυτοί σε μόνιμα κτίρια και κάτω από κατάλληλες συνθήκες ιατρικής περίθαλψης επεσήμανε από πολύ νωρίς ο Μιχαήλ Σάπκας.
Ως θεράπων ιατρός του Οθωμανού Χαφούζ Μεχμέτ Σερίφ Εφέντη ο οποίος έπασχε από φυματίωση, είχε σταθεί δίπλα του με αφοσίωση μέχρι τις τελευταίες στιγμές του και σε ανταπόδοση των προσπαθειών του Σάπκα, λίγες ημέρες πριν τον θάνατό του, στις 16 Μαρτίου 1911,ο συμβολαιογράφος Ευστράτιος Γεωργιάδης συνέταξε τη διαθήκη του. Σύμφωνα μ’ αυτήν άφηνε στο Δημοτικό Νοσοκομείο Λαρίσης, που τον περιέθαλπε για μεγάλο διάστημα, ένα τεράστιο αγρόκτημα 5.800 στρεμμάτων στο Κιλελέρ που είχε κληρονομήσει από τον παππού του Εμίν αγά, με τον όρο τα εισοδήματα από την καλλιέργειά του να χρησιμεύουν για την θεραπεία και την ανακούφιση όσο γίνεται περισσοτέρων δυστυχισμένων ανθρώπων.
Όταν το 1925 ο Μιχαήλ Σάπκας εκλέχθηκε δήμαρχος, έβαλε στόχο να πραγματοποιήσει την ιδέα κατασκευής ειδικού Νοσοκομείου Λοιμωδών. Υπέβαλε πρόταση στο Αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου και στο Δημοτικό Συμβούλιο, με την οποία ζητούσε να αξιοποιηθεί το κληροδότημα του Χαφούζ Εφέντη και να ανεγερθεί παράρτημα του Νοσοκομείου μακριά από την πόλη, για να νοσηλεύονται ασθενείς με λοιμώδη νοσήματα, κατά προτίμηση φυματιώντες (φθισικοί).Η πρότασή του εγκρίθηκε και ακολούθησε η ρευστοποίηση της δωρεάς, η οποία απέδωσε το ποσό των 600.000 δρχ. Ακολούθως αναζητήθηκε κατάλληλος χώρος ο οποίος έπρεπε να βρισκόταν σε απόσταση 3-4 χιλιομέτρων από την πόλη. Εντοπίσθηκε μια έκταση 8-10 στρεμμάτων σε κάποιο ύψωμα βόρεια της Λάρισας, στον δρόμο προς τη Γιάννουλη, ιδιοκτησίας του Σπυρίδωνος Χαροκόπου, η οποία αγοράσθηκε προς 2.000 δρχ. το στρέμμα[1].Ανατέθηκε σε αρχιτέκτονα η εκπόνηση ειδικής μελέτης, με την δέσμευση ότι ο προϋπολογισμός δεν θα έπρεπε να υπερέβαινε την συνολική αξία του κληροδοτήματος, δηλ. τις 600.000 δρχ. Από την δημοπρασία που επακολούθησε, την κατασκευή ανέλαβε ο πρακτικός εργολάβος Βασίλειος Ιωάννου[2].
Η σημερινή φωτογραφία αποτυπώνει το κτίριο του Νοσοκομείου Λοιμωδών ή όπως ήταν πιο γνωστό στους Λαρισαίους, το Φθισιατρείο. Άρχισε να λειτουργεί στα τέλη της δεκαετίας του 1920, πριν ακόμα ολοκληρωθούν και οι δύο πτέρυγες που διέθετε. Επρόκειτο για ένα επίμηκες και ισόγειο σε όλη την έκτασή του κτίσμα, με προσανατολισμό νότιο, κτισμένο σε μια ελαφρά υπερυψωμένη περιοχή. Αποτελείτο από δύο πτέρυγες, την ανατολική και την δυτική, μία μεγάλη κεντρική αίθουσα στο κέντρο, ειδικά δωμάτια απομόνωσης και από όλες τις άλλες απαραίτητες βοηθητικές εγκαταστάσεις ενός σύγχρονου για την εποχή του νοσηλευτικού ιδρύματος για την περίθαλψη ασθενών με λοιμώδη νοσήματα. Η δυναμικότητα ήταν να στεγάζει άνετα 40 κλίνες, οι οποίες όμως σε καιρό επιδημίας μπορούσαν να αυξηθούν. Το προσωπικό απαρτιζόταν από έναν ιατρό, τον διοικητικό διευθυντή, μία νοσοκόμα, έναν νοσοκόμο, έναν υπηρέτη, μάγειρα και οψοκομιστή με υποζύγιο για την προμήθεια και την μεταφορά των εφοδίων του Φθισιατρείου. Ήταν παράρτημα του Δημοτικού Νοσοκομείου, γι’ αυτό και είχε απόλυτη οικονομική εξάρτηση απ’ αυτό. Όταν οι επιδημίες βρίσκονταν σε ύφεση το ίδρυμα αυτό μπορούσε να περιθάλψει ψυχολογικά άρρωστους, άπορους, ανίατους, ακόμα και άστεγους γέροντες.
Η ζωή του Νοσοκομείου Λοιμωδών δεν έφθασε τη δεκαετία. Στις εκλογές του 1934 δήμαρχος εκλέχθηκε ο Στυλιανός Αστεριάδης. Οκτώ περίπου μήνες μετά τις εκλογές η νέα ηγεσία διέκοψε τη λειτουργία του Νοσοκομείου Λοιμωδών, αφ’ ενός γιατί το έκρινε οικονομικά ασύμφορο εφ’ όσον νοσήλευε και ετεροδημότες, αφ’ ετέρου επειδή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στον προορισμό του, λόγω κακής περιβαλλοντολογικής επιλογής της τοποθεσίας (έντονη υγρασία λόγω γειτνίασης με το ποτάμι). Μετά την κατάργησή του το κτίριο έμεινε κενό και ο Δήμος όρισε για ένα διάστημα φύλακα. Μετά την απομάκρυνσή του όμως το κτίριο λεηλατήθηκε και ερημώθηκε. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο κατά την περίοδο της κατοχής (1941-1944)από τα γερμανικά στρατεύματα, ενώ μεταπολεμικά είχαν απομείνει ουσιαστικά μόνον οι τοίχοι του με μισογκρεμισμένες τις σκεπές.
Το 1947, με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης, αποφασίσθηκε η ίδρυση Παιδοπόλεων στην περιοχή μας. Στη Λάρισα, έπειτα από πολλές αναζητήσεις, η ειδική προς τούτο επιτροπή έκρινε κατάλληλο οίκημα για τη στέγασή της το εγκαταλειμμένο Νοσοκομείο Λοιμωδών. Την επισκευή του ανέλαβε ο Δήμος Λαρίσης και στις 25 Σεπτεμβρίου του 1947 έγιναν τα εγκαίνια της Παιδοπόλεως Λαρίσης «Ο Απόστολος Παύλος». Σήμερα το κτίριο αυτό, συμπληρωμένο και με νέες πτέρυγες, στεγάζει την Θεραπευτική Κοινότητα «Έξοδος».
------------------
[1]. Ο Σπυρίδων Χαροκόπος ήταν ο νεότερος αδελφός του γαιοκτήμονα και μεγάλου ευεργέτη Παναγή Χαροκόπου (1835-1911), ιδιοκτήτης του μεγάλου πύργου στη Γιάννουλη και μιας μεγάλης σε στρέμματα γαιοκτησίας στην γύρω περιοχή. Ο γιος του Σπ. Χαροκόπου, Παναγής, που είχε πάρει το όνομα του θείου του, ήταν ο πρώτος σύζυγος της Μελίνας Μερκούρη την οποία νυμφεύθηκε το 1940 και διέμεινε για ένα διάστημα στον πύργο της Γιάννουλης.
[2]. Οι πληροφορίες αυτές έχουν αντληθεί από τις ανέκδοτες χειρόγραφες σημειώσεις του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα με τον τίτλο «Αναμνήσεις», γραμμένες τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.