Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Πώς μπορεί κανείς να διατηρήσει την συμμετρία των πραγμάτων όταν βρίσκεται μπροστά σε μία ασύμμετρη απειλή; Σε έναν ασύμμετρο πόλεμο;
Μπροστά σε έναν «εχθρό» που δεν έχει ένα πρόσωπο αλλά πολλά και διαφορετικά που απλά μπορεί να κινούνται ανάμεσά μας;
Το ερώτημα ανακύπτει πιο επιτακτικό από ποτέ μετά τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι την περασμένη Παρασκευή 13 Νοεμβρίου. Την ημερομηνία που στην ιστορική μνήμη της Ευρώπης θα χαραχθεί ως η αντίστοιχη της 11ης Σεπτεμβρίου των ΗΠΑ. Χωρίς κανείς να μπορεί να πει με βεβαιότητα και να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξει επανάληψη είτε της μίας ημερομηνίας είτε της άλλης.
Γιατί αυτό που έχουμε καταλάβει, είναι ότι στην πραγματικότητα η κατάσταση με του Τζιχαντιστές αν δεν είναι ανεξέλεγκτη, για να είμαστε απόλυτοι, είναι ωστόσο εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθεί. Χρειάζεται ως φαίνεται συνολική αλλαγή στρατηγικής και συνολική αντιμετώπιση πέρα από τα γεωπολιτικά συμφέροντα που ο καθένας εκ των «θιγομένων» διατηρεί η επιδιώκει στην περιοχή.
Ας μην ξεχνάμε από «πού» ξεκίνησαν όλα αυτά.
Από εκείνον τον νεαρό Τυνήσιο που κάποια χρόνια πριν αυτοπυρπολήθηκε και άναψε με το ίδιο το σώμα τη φλόγα της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης» η οποία επέφερε σωρεία μεταβολών και αλλαγών στην περιοχή, που ποτίστηκαν με άφθονο αίμα και τη βούτηξαν σε σταθερή… αστάθεια. Όλα αυτά όμως δεν έγιναν μόνα τους. Αυτό πλέον είναι κοινό μυστικό. Υπήρξαν συγκεκριμένοι υποκινητές οι οποίοι αποφάσισαν ότι τα γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντά τους στην περιοχή υπαγόρευαν τη διάλυση καθεστώτων που στο παρελθόν οι ίδιοι είχαν ενισχύσει και το «ανακάτεμα» της τράπουλας ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Πλην όμως, η πορεία των πραγμάτων δεν εξελίχθηκε όπως την είχαν σχεδιάσει επί χάρτου, και το «κορυφαίο» των αποτελεσμάτων που επέφεραν μέσα από ποταμούς αίματος είναι οι αιμοσταγείς Τζιχαντιστές που θέλουν να καταλάβουν πάνω κάτω όλη την Ευρώπη και ανάμεσά τους και την Ελλάδα, που περιλαμβάνεται στον χάρτη που έχουν τυπώσει.
Και χωρίς να θέλω σε καμία περίπτωση να αλλοιώσω έστω και στο ελάχιστον τη βαθιά ανθρώπινη σημασία των αντιδράσεων συμπαράστασης και μνήμης προς τα αθώα θύματα, υποψιάζομαι ότι οι ίδιοι οι δράστες, πραγματικοί και ηθικοί αυτουργοί δεν συγκινούνται στο ελάχιστο. Αντίθετα επιχαίρουν και πιθανώς διασκεδάζουν -αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος της κτηνωδίας που μετά μεγίστης υπερηφάνειας «εξάγουν» και επιδεικνύουν- με τις αντιδράσεις των ανθρώπων (όχι των κυβερνήσεων γιατί αυτό είναι άλλο ζήτημα) για τον πόνο των ανθρώπων που οι ίδιοι δεν λογίζουν ως τέτοιους. Και στο όνομα ενός Θεού που έχουν οικειοποιηθεί κατ’ αποκλειστικότητα και ερμηνεύουν κατά τη βολή τους συνεχίζουν απτόητοι την ειδεχθή εγκληματική τους δράση, βουτηγμένοι σε έναν τυφλό και παράλογο φανατισμό.
Ανοιχτά σύνορα; Κλειστά σύνορα;
Το πρόβλημα το προσφυγικού που καθίσταται ως φαίνεται «Δούρειος Ίππος» προκειμένου να εξυπηρετήσει τις βλέψεις των Τζιχαντιστών προφανώς μετά την 13η Νοεμβρίου στο Παρίσι παίρνει μία νέα διάσταση. Αναπόφευκτα. Για όλους και βεβαίως για την Ελλάδα που αποτελεί τη βασική πύλη εισόδου των προσφύγων, μεταναστών ή για την ακρίβεια «λαθρομεταναστών» -γιατί έχουμε φθάσει στο σημείο να φοβόμαστε και τις λέξεις μπας και παρεξηγηθούμε χάνοντας εν τέλει την ουσία των πραγμάτων- η οποία μέχρι χθες έδινε και δίνει ακόμη την εντύπωση του «ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Αγνοώντας επιδεικτικά τις προειδοποιήσεις και τις φωνές όλων εκείνων που είναι και ειδικοί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη χώρα. Και για το γεγονός που όλοι αντιλαμβανόμαστε -έστω και αν δεν είμαστε «ειδικοί»- ότι μαζί με τους αμνούς έρχονται και οι λύκοι και κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους. Γεγονός που περίτρανα αποδεικνύεται από την επίθεση στο Παρίσι, καθώς ο ένας εξ αυτών είχε περάσει με πλαστό διαβατήριο από την Ελλάδα. Προφανώς επίσης είναι αδύνατον να ελεγχθούν και να διασταυρωθούν τα στοιχεία όλων αυτών των ανθρώπων που συρρέουν συλλήβδην στη χώρα η οποία έχει καταστεί «τράνζιτ» στην καλύτερη περίπτωση ή «πάρκινγκ» όπως κινδυνεύει να γίνει τώρα.
Η συνθήκη Σέγκεν ως φαίνεται πάει περίπατο.
Και παρότι όλοι λένε ότι ο φόβος δεν πρέπει να μας καταλαμβάνει τα σύνορα και κλείνουν και στενεύουν και κάθε χώρα λαμβάνει τις κατάλληλες προφυλάξεις στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Άλλωστε το πραγματικό κουράγιο δεν είναι να μην φοβάται κανείς (αυτό μπορεί να είναι απλά έλλειψη συνείδησης της πραγματικότητας ή άρνηση συνείδησης της πραγματικότητας) αλλά να προσπαθεί να αντιμετωπίζει τους φόβους του. Και παρά τις βαρύγδουπες δηλώσεις των πολιτικών κυρίως, ο φόβος είναι εδώ. Και φαίνεται σε κάθε αλάφιασμα των Παριζιάνων όταν ακούνε κάποιον θόρυβο που μοιάζει με κάτι που φοβούνται. Ο στόχος από πλευράς τρομοκρατών επετεύχθη εκ νέου. Όχι μόνον ως προς τους συγκεκριμένους αθώους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους αλλά και ως προς τη «διάχυσή» του σε όλη την Ευρώπη.
Είμαστε σε πόλεμο δήλωσε ο Ολάντ.
Casus Belli. Ναι αλλά τι είδους; Σε ασύμμετρο πόλεμο; Σε αεροπορικές επιδρομές που έχουν δείξει ότι δεν αποδίδουν; Σε χερσαίες επιχειρήσεις στις οποίες αντιδρούν οι ΗΠΑ διότι αλλιώς αντιλαμβάνονται τα συμφέροντά τους στην περιοχή; Και ποιος ο ρόλος της Τουρκίας σε όλα αυτά; Και πόσο θα ενισχυθεί ο ρόλος της; Και τι συνέπειες θα έχει αυτό για την Ελλάδα; Κι αν η μία μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές χώρες αρχίσουν να κλείνουν τα σύνορά τους μήπως κινδυνεύουμε ως χώρα να γίνουμε μία αποθήκη ψυχών; Και μάλιστα μία «στενή αποθήκη» μισογκρεμισμένη και η ίδια από την παρατεταμένη οικονομική κρίση; Και η Ευρώπη; Τι θα κάνει γενικώς η Ευρώπη με το προσφυγικό που μέχρι τώρα κάνει ό,τι μπορεί απλώς για να αποφύγει με ημίμετρα ένα προσφυγικό κύμα που τείνει να γίνει παλιρροϊκό;
Τα ερωτήματα είναι πολλά, κρίσιμα και αναπάντητα.
Και οι όποιες λύσεις έχουν να κάνουνε με έναν «συνδυασμό» που εκ θέσεως είναι οξύμωρος: ο ορθολογισμός στην αντιμετώπιση των πραγμάτων πρέπει να ισορροπήσει με τον ανθρωπισμό και να υπερβεί τον φόβο και να συγκεράσει τα επιμέρους συμφέροντα των χωρών; Πώς λύνεται αυτού του τύπου η εξίσωση; Αν λύνεται.
Το βέβαιον είναι πάντως ότι δεν μπορεί κανείς μετά την 13 Νοεμβρίου στο Παρίσι να στρουθοκαμηλίζει. Είναι όλοι μα όλοι εκτεθειμένοι έστω και αν δεν θέλουν να το δουν.