* Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέα
ΓΕΝΙΚΑ – ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Στην Ελληνική Μυθολογία, ο Πενθεύς ή Πενθέας ήταν ένας βασιλιάς της Θήβας. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που ο μύθος του φανερώνει μια απεχθή πλευρά της Ελληνικής Μυθολογίας. Πατέρας του ήταν ο Εχίων, ο σοφότερος από την ομάδα των Σπαρτών1. Μητέρα του ήταν η Αγαύη, κόρη του Κάδμου, του ιδρυτή των Θηβών, και της θεάς Αρμονίας. Ο Πενθέας είχε και μια αδελφή, την Ήπειρο. Τα περισσότερα εκ των όσων γνωρίζουμε για το μύθο του προέρχονται από την τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες. Το όνομα "Πενθέας", σημαίνει «άνθρωπος των θλίψεων" και προέρχεται από τη λέξη πένθος, δηλαδή λύπη ή θλίψη. Σήμερα σημαίνει ιδιαίτερα την οδύνη που προκαλείται από το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου.
Ο ΜΥΘΟΣ: Ο Κάδμος, ο βασιλιάς της Θήβας, όταν έφτασε σε προχωρημένη ηλικία, παραιτήθηκε υπέρ του εγγονού του Πενθέα. Μια από τς πρώτες αποφάσεις που έλαβε ο νέος βασιλιάς ήταν κι αυτή που απαγόρευε τη λατρεία του νέου θεού Διονύσου, η λατρεία του οποίου είχε αρχίσει να διαδίδεται σε πλήθος ελληνικών πόλεων. Ο Διόνυσος ήταν μάλιστα γιος της θείας του Σεμέλης από την ένωσή της με το Δία. Μία διαταγή του, ωστόσο, με την οποία δεν επέτρεπε στις γυναίκες της Καδμείας2 να συμμετάσχουν σε τελετές του νέου θεού, έφερε την οργή του Βάκχου! Έτσι ο Διόνυσο ενεφύσησε “ιερή μανία” στη μητέρα του βασιλιά, την Αγαύη, στις θείες του Ινώ και Αυτονόη, αλλά και σε πολλές άλλες γυναίκες της Θήβας, οδηγώντας τις στο όρος Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, στο μεταξύ, έδωσε εντολή να συλληφθούν οι οπαδοί του θεού, αλλά χωρίς να το γνωρίζει, συνέλαβε και φυλάκισε τον ίδιο το θεό! Όμως ο Διόνυσος έσπασε τις αλυσίδες και την πόρτα της φυλακής και παρουσιάστηκε στον Πενθέα. Ο Διόνυσος κατάφερε να δελεάσει τον Πενθέα και να τον πείσει τελικά να κατασκοπεύσει ο ίδιος τις βακχικές τελετές μεταμφιεζόμενος μάλιστα ως γυναίκα! Ο Πενθέας κατευθύνθηκε στο βουνό και αφού κρύφτηκε ανάμεσα στα δέντρα περίμενε να δει τις οργιαστικές τελετές των γυναικών της πόλης του. Οι κόρες του Κάδμου, δηλαδή η μητέρα του και οι θείες του, τον είδαν πάνω σε ένα δέντρο και φαντάστηκαν [μάλλον ο Διόνυσος τους υπέβαλε αυτή τη σκέψη], ως ένα άγριο ζώο. Έτσι, τράβηξαν τον Πενθέα κάτω και τον έσκισαν από πάνω μέχρι κάτω(!), με έναν τελετουργικό τόπο που είναι γνωστός ως σπαραγμός3. Όταν η αληθινή του ταυτότητα ανακαλύφθηκε αργότερα, οι αξιωματούχοι της Θήβας εξόρισαν τις γυναίκες-μαινάδες από τη Θήβα. Κάποιες πηγές βεβαιώνουν ότι η μητέρα του ήταν η πρώτη που έφερε το θανατηφόρο κτύπημα σκίζοντάς τον στο κεφάλι. Έβαλε έπειτα το κεφάλι σε ένα ραβδί και το πήρε πίσω στην Θήβα, σαν μακάβριο θύρσο4, μέχρι που συνάντησε το γέρο-Κάδμο, ο οποίος και την έβγαλε από το φρικτό κόσμο των “ιερών” ψευδαισθήσεών της!
ΔΙΑΔΟΧΗ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ: Τον Πενθέα διαδέχτηκε στο θρόνο των Θηβών ο θείος του Πολύδωρος. Πριν ή ενδεχομένως λίγο μετά το φρικτό φόνο του Πενθέα, η σύζυγός του γέννησε ένα γιο που ονομάστηκε Μενοικέας και ο οποίος έγινε ο πατέρας του Κρέοντα και της Ιοκάστης και παππούς του Οιδίποδα.
Ο ΟΒΙΔΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΝΘΕΑ: Η ιστορία του Πενθέα απασχόλησε και τον μεγάλο Ρωμαίο μυθογράφο, Οβίδιο, στις “Μεταμορφώσεις” του5. Η εκδοχή του Οβίδιου αποκλίνει αρκετά από το έργο του Ευριπίδη. Έτσι, στις “Μεταμορφώσεις”, τον βασιλιά Πενθέα προειδοποιεί ο τυφλός μάντης Τειρεσίας λέγοντάς του: “να καλωσορίσεις τον Βάκχο, αλλιώς το αίμα σου θα χύνεται πάνω από τη μητέρα και τις αδελφές της!" Ο Πενθέας, όμως, απέρριψε και αγνόησε τις προειδοποιήσεις του. Όταν, λίγο αργότερα, η Θήβα υποκύπτει στη “γοητεία” του νέου θεού, ο Πενθέας εκφράζει τη λύπη του και απαιτεί τη σύλληψη του Βάκχου. Οι φρουροί του, όμως, συλλαμβάνουν αντ΄αυτού έναν ναύτη, ο οποίος επιβεβαιώνει την θεότητα του Διονύσου και λέει πως όλα τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος του πλοίου του κατέληξαν νεκροί μετά από την προσπάθειά τους να απαγάγουν το νεαρό θεό. Ο Πενθέας, πιστεύοντας ότι ο ναύτης λέει ψέματα, προσπάθησε να τον ρίξει στη φυλακή. Όταν οι φρουροί τον αλυσόδεσαν, οι αλυσίδες έπεσαν. Τότε, οργισμενος ο Πενθέας, μέ μια άγρια λάμψη στα μάτια του, έτρεξε να ασχοληθεί ο ίδιος με το Διόνυσο στον Κιθαιρώνα. Εκεί οι συμμετέχοντες στη “λατρεία” του θεού, θεώρησαν τον Πενθέα αγριογούρουνο(;) και του επιτέθηκαν. Η συνέχεια είναι γνωστή....
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ευριπίδης, Βάκχες. Οβίδιος, Μετααμορφώσεις, 3 511-733.
konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
1. Ο θεός Άρης, κάποτε, διέταξε τον πρώτο βασιλιά της Θήβας, Κάδμο, να σπείρει τα δόντια του δράκου που εκείνος είχε σκοτώσει σε οργωμένο χωράφι και από τη γη φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές που ονομάστηκαν Σπαρτοί. Με ένα έξυπνο σχέδιο του Κάδμου αυτοί αλληλοεξοντώθηκαν και επέζησαν μόνο πέντε, που αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας. Ο πιο γνωστός απ' αυτούς υπήρξε ο Εχίων που ήταν πατέρας της Ιοκάστης, συζύγου του βασιλιά Λάιου, αλλά και του Πενθέα. Σχετικά, έχουμε αναφερθεί στο μύθο που αφορούσε τον Κάδμο.
2. Καδμεία ήταν η ακρόπολη [των Μηκυναϊκών χρόνων] της Θήβας. Είχε τείχη κυκλώπεια που σώζονται ακόμη σε μερικά σημεία.
3. Ο Σπαραγμός και η Ωμοφαγία είναι στοιχεία της διονυσιακής λατρείας και αποτελούν δείγμα της άγριας πλευράς της Ελληνικής Μυθολογίας. Μάλιστα, ένα από τα επίθετα του Διονύσου είναι ¨Ωμοφάγος”. Η ωμοφαγία και ο σπαραγμός του θύματος, συνηθέστερα ζώου, μπορεί να ήταν ένα σύμβολο του θριάμβου της άγριας φύσης στον πολιτισμό. Οι λάτρεις του Διόνυσου, συμβολικά με το σπαραγμό και την ωμοφαγία, εσωτευρικεύαν κατά κάποιο τρόπο τον άγριο Διόνυσο και την ένωσή τους με την “ωμή” φύση, μιμούμενοι το φρικτό θεό τους! Αρκετές μυθικές απεικονίσεις της Αρχαιότητας εμφανίζουν γυναίκες λάτρεις του Διονύσου, τις λεγόμενες Μαινάδες, να καταναλίσκουν ωμό κρέας ως μέρος τελετουργικού της λατρείας τους. Προφανώς, πίσω από το μύθο, υποκρύπτεται το παρελθόν του πρωτόγονου ανθρώπου με τις ανθρωποθυσίες και τον κανιβαλισμό!
4. Ο θύρσος ήταν σύμβολο του Διόνυσου. Ήταν ένα μακρό ευθύγραμμο ραβδί φυσικής προέλευσης, και είναι κλαδί από κάποιο φυτό, ίσως από μάραθο, με φουντωτό άνθος στην κορυφή του. Συχνά απεικονίζεται δεμένος με κορδέλα ή πλεγμένος με αμπελόφυλλα. Στην κορυφή είναι στεφανωμένος με κισσό, αμπελόφυλλα ή με ένα κουκουνάρι πεύκου. Το μήκος του θύρσου ήταν μέχρι δύο μέτρα.
5. Μεταμ. 3, 511-733