Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα. Μια ιστορική μέρα για την Ελλάδα. Μια σημαντική μέρα για τον κόσμο γενικά. Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, το πρώτο ουσιαστικά Μουσείο σύγχρονων προδιαγραφών και απαιτήσεων, ανοίγει τις πύλες του για να μας αποκαλύψει την ιστορία μας. Ή, μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, για να τη θέσει για μία ακόμη φορά μπροστά στα μάτια μας, συντεταγμένη, ορθά προβεβλημένη και σοφά προφυλαγμένη.
Η Ακρόπολη, το αιώνιο μνημείο, συνώνυμο του Πολιτισμού για ολόκληρο τον κόσμο, που στέκει αγέρωχα στο βράχο της, είναι ο βασικός τροφοδότης αυτού του ξεχωριστού Μουσείου, η λειτουργία τού οποίου αποτελεί όνειρο και επιδίωξη δεκαετιών. Και από κει αγέρωχη, όπως πάντα, θα κοιτάζει το Μουσείο απέναντί της, που φιλοξενεί πλέον στα σπλάχνα του ό,τι πιο πολύτιμο, πιο μοναδικό και ξεχωριστό. Το ’χω πει και άλλες φορές, με αφορμή άλλα θέματα, ότι τα γλυπτά και όχι μόνον των αρχαίων ημών, είναι μοναδικά, ξεχωριστά, περίτεχνα μέσα στην απλότητά τους, κομψά και ντελικάτα μέσα στην επιβλητικότητά τους, λεπτομερή και εκφραστικά μέσα στην αφαιρετικότητά τους. Με μια λέξη: είναι μοναδικά. Και αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς ακόμη και εάν δεν έχει το βλέμμα τού «ειδικού», ούτε και τις γνώσεις του. Έχει τύχει να βρεθώ σε Μουσεία, όπου ελληνικά και ρωμαϊκά εκθέματα βρίσκονταν στην ίδια αίθουσα (είναι αυτά τα ρωμαϊκά που προσομοιάζουν περισσότερο), αλλά ακόμη και με γυμνό οφθαλμό μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει τη φινέτσα των ελληνικών εκθεμάτων από την άκομψη - πολλές φορές - υπόσταση των ρωμαϊκών. Άλλωστε, οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που είχαν πει «εμείς κατακτήσαμε τους Έλληνες με τα όπλα και εκείνοι με το πνεύμα»... το οποίο προσπάθησαν να θυμηθούν.
Όλη αυτή η ομορφιά, λοιπόν, η Ιστορία, η Τέχνη έρχεται τώρα να συγκεντρωθεί μέσα σ’ αυτό το εξαιρετικό Μουσείο. Που δεν είναι ανάγκη να αναζητήσει μια αρχαία ταυτότητα για να υπογραμμίσει την παρουσία του και το σκοπό του. Δίνει το ίδιο τη δυνατότητα να περιδιαβαίνει κανείς τα εκθέματα, έχοντας στα πόδια του αρχαιότητες. «Τοποθετήθηκε» το Μουσείο πάνω σε ένα κομμάτι από αυτές, «φωνάζοντας» για όσους θέλουν και όσους δεν θέλουν ν’ ακούσουν ότι η Ιστορία δεν ξαναγράφεται, δεν δανείζεται, δεν χαρίζεται και, βεβαίως, δεν κλέβεται.
Επί χρόνια, εγκληματικά χρόνια, τα εκθέματα του Παρθενώνα έμειναν απροστάτευτα και εκτεθειμένα. Λες και θα μπορούσαμε να τα βρούμε ή να τα δημιουργήσουμε ξανά. Επί χρόνια κάποια από αυτά βρήκαν μια στέγη όπως - όπως, υπό συνθήκες όπως - όπως, για να συνεχίσουν σε πείσμα τής αδιαφορίας των νεοελλήνων να υπάρχουν, να θυμίζουν, να φωνάζουν.
Σήμερα βρήκαν επιτέλους τη στέγη τους. Αντάξιά τους. Βρήκαν το προστατευτικό «κέλυφός» τους, όπως το χαρακτήρισε Άγγλος ακαδημαϊκός, ο οποίος σχολίασε ότι είναι το μοναδικό Μουσείο στον κόσμο που δεν έγινε για να προβάλλεται το ίδιο, αλλά για να προβάλλονται τα εκθέματά του. Και ακόμη, είναι ένα Μουσείο που αξιοποιεί το φυσικό φως και αφήνει τα εκθέματα να φωτίζονται ανάλογα με τις εξωτερικές καιρικές συνθήκες, όπως θα γινόταν και στο φυσικό τους χώρο, χωρίς να δίνει τη μέγιστη βαρύτητα στον τεχνητό φωτισμό, όπως γίνεται σχεδόν σε όλα τα Μουσεία του κόσμου.
Με αφορμή τη λειτουργία του, επανέρχεται επιτακτικά το θέμα των κλεμμένων Μαρμάρων του Παρθενώνα, που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Ενώ ένα κομμάτι βρίσκεται και στο Λούβρο. Επανέρχεται από το διεθνή Τύπο και όχι μόνον από εμάς. Και είναι τώρα μια μοναδική ευκαιρία να πιέσουμε μέχρι εκεί που δεν παίρνει να γυρίσουν τα γλυπτά στο σπίτι τους. Γιατί τώρα έχουν σπίτι. Βέβαια, τώρα που έχουν σπίτι, οι Βρετανοί βρήκαν άλλη «δικαιολογία», ότι θα πρέπει και εκεί να υπάρχουν δείγματα του Πολιτισμού μας. Διότι όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει. Αλλά τώρα ο αγώνας για την επιστροφή των Μαρμάρων πρέπει να ενταθεί, αξιοποιώντας και τη διεθνή ευαισθητοποίηση που υπάρχει για το θέμα.
Κάτι ακόμη κλείνοντας. Να πάμε σ’ αυτό το Μουσείο, να το δούμε. Όχι γιατί έχει ένα ευρώ είσοδο, αλλά γιατί έχουμε ηθική ανάγκη να το πράξουμε απέναντι στην Ιστορία και την μπασταρδεμένη, εν συνεχεία, ταυτότητά μας. Υπάρχουν πολλοί, δυστυχώς, πάρα πολλοί Έλληνες που δεν έχουν καν επισκεφτεί την Ακρόπολη. Πώς περιμένουμε η Ιστορία να μας σεβαστεί, όταν εμείς την αγνοούμε;