Σε προηγούμενο άρθρο μας στην «Ελευθερία» (Κυριακή, 3/5/09) γράφαμε ποια είναι η Ε.Ε. που οραματιζόμαστε. Μια Ε.Ε. με γεωπολιτική αυτονομία, χειραφετημένη από τις ΗΠΑ, με τις κοινωνίες της στο πολιτικό παιχνίδι και ικανή να εμπνεύσει στους λαούς της ένα όραμα για σύγχρονη και δίκαιη κοινωνική και οικονομική οργάνωση.
Αυτά όμως για την Ευρώπη του μέλλοντός μας. Με την Ελλάδα μας τι γίνεται; Μπορεί να εναρμονίσει τον βηματισμό της με τις πιο προηγμένες χώρες της Ε.Ε. ή θα παραμένει σταθερά ουραγός της; Μπορεί να αναπτύξει τους τομείς όπου εμφανίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα ή θα λειτουργεί ως μόνιμος παρίας; Έχει το σημερινό πολιτικό της σύστημα τη δυνατότητα να βγει από το τέλμα και να ξανα-εμπνεύσει τις νέες γενιές με καινούριο όραμα; Ή μήπως θα παρακολουθεί τις εξελίξεις αδύναμο και μοιραίο;
Η πρώτη φάση, πάντως, του μεταπολιτευτικού μας κύκλου είχε την ευτυχία να υπηρετηθεί από πολιτικούς με αναμφισβήτητα ηγετικά χαρίσματα όπως ο Κ. Καραμανλής (προσωπικότητα με απήχηση και έξω από τα σύνορά μας) που συνέδεσε από πολύ νωρίς τη χώρα στο άρμα της Ευρώπης, ο Α. Παπανδρέου (ο πιο μορφωμένος και με διεθνή επιστημονική αναγνώριση Έλληνας πολιτικός) που-παρά τις ρητορικές αρνήσεις του- προσέδωσε δυναμική στα αιτήματα της χώρας στα διεθνή φόρα και άλλαξε τον κοινωνικό μας χάρτη και ο Καθηγητής Κώστας Σημίτης (ακραιφνής ευρωπαϊστής) που η οκταετής διακυβέρνησή του σημαδεύτηκε από τα μεγάλα έργα, την είσοδο μας στην ΟΝΕ και την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. ενώ αύξησε το κύρος μας διεθνώς.
Η τριακονταετής αυτή περίοδος (1974-2004) είχε επιτεύγματα αλλά και υστερήσεις που πρέπει επειγόντως να θεραπευθούν με συντονισμένες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες σε όλα σχεδόν τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής. Γι’ αυτό και η επικείμενη εκ νέου ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αποτελέσει την ευκαιρία για δραστικές παρεμβάσεις που θα ελευθερώσουν την κοινωνία μας από χρόνιες δυσλειτουργίες και εκφυλισμούς. Να ξεφύγουμε από τη θεσμική υστέρηση που θυμίζει τριτοκοσμικό τοπίο.
Για να γίνουν όλα αυτά δεν απαιτείται καμιά, δομικού χαρακτήρα, κοινωνική επανάσταση. Απαιτείται πολύ απλά (και γι’ αυτό δύσκολα) αστικός εκσυγχρονισμός στα βασικά μας χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα δεν μπορεί η χώρα να συνεχίζει να σέρνεται στους σκοτεινούς λαβυρίνθους της παραοικονομίας (πρωταθλητές στη φοροδιαφυγή) ενώ ήδη συμπληρώνει 30 χρόνια ως πλήρες μέλος της οικογένειας των πιο αναπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών.
Διότι είναι αναμφίβολη η συμβολή της παραοικονομίας στη διαφθορά του πολιτικού μας συστήματος (υπόγειες χρηματοδοτήσεις κομμάτων και πολιτευτών). Συνδεδεμένο με όλα αυτά είναι και τμήμα του πλέγματος της ελληνικής δικαιοσύνης γι’ αυτό και θα πρέπει να πάψει πλέον να διορίζεται και να ελέγχεται η ηγεσία της από την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι αιτιάσεις περί «κράτους των δικαστών» όταν και εφόσον η Δικαιοσύνη γίνει ανεξάρτητη και κατα το σκέλος που εφάπεπται της πολιτικής είναι μάλλον χωρίς βάση. Αυτά τα δύο-δηλ. παραοικονομία και Δικαιοσύνη-αν διορθωθούν συνιστούν από μόνα τους «επανάσταση» που θα απελευθερώσει δημιουργικές δυνάμεις και θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο σύστημα.
Επίσης όλοι εμείς, οι νεοέλληνες, πρέπει να στρωθούμε στη δουλειά, να καταρτισθούμε επαγγελματικά, να ενσωματώσουμε τις αλλαγές που γίνονται και να αναζητήσουμε διαδρομές όχι απλής επιβίωσης αλλά και προόδου στο εντεινόμενης πολυπλοκότητας και αυξανόμενου ανταγωνισμού και απαιτητικό σε ποιότητα διεθνές περιβάλλον στο πλαίσιο και της παγκοσμιοποίησης.
Για να το επιτύχουμε αυτό, χρειαζόμαστε εργαλεία ικανά να αναδείξουν τις αρετές μας και να αμβλύνουν ή να απαλείψουν τις γνωστές αδυναμίες μας σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Τέτοια εργαλεία είναι: η Παιδεία/εκπαίδευση και η αξιοκρατία.
Ένα εξελιγμένο και ευέλικτο εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα και είναι σε θέση να επηρεάσει θετικά και τα άλλα συστήματα και υποσυστήματα. Αν κοιτάξουμε παραδίπλα μας θα δούμε χώρες να διαχειρίζονται τη μεταβιομηχανική εποχή της γνώσης και των πληροφοριών διαθέτοντας μέχρι 20 ερευνητές ανά 1000 κατοίκους (ή 3% του ΑΕΠ για έρευνα) ενώ εμείς διαθέτουμε μόνο 4 ερευνητές ανά 1000 κατοίκους (0.6% του ΑΕΠ για έρευνα) και -σύμφωνα με τον καθηγητή του ΜΙΤ Μιχάλη Μπλέτσα-κινδυνεύουμε να χάσουμε όχι μόνο το τρένο αλλά και το γαϊδούρι της πληροφορικής.
Ένα δεύτερο εργαλείο είναι να οικοδομήσουμε ένα δίκαιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στηριγμένο στην αξιοκρατία, χωρίς επετηρίδες και χωρίς περιορισμούς στις ευκαιρίες προόδου αλλά και δίχως έλλειμμα αλληλεγγύης στα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας μας. Η αξιοκρατία να γίνει εθνικός μας στόχος διότι μ’ αυτή το σύστημα κινείται πάντοτε προς τα εμπρός. Γι' αυτό είναι τεράστια η ευθύνη των πολιτικών μας, που για λόγους σχετικούς με το φόβο της επανεκλογής τους, συμβάλλουν στη συντήρηση του πελατειακού συστήματος, πολύ περισσότερο αφού έχουν να «μανουβράρουν» ένα λαό με καλλιεργημένη «χρόνια εξάρτηση» στο ρουσφέτι (οξείδωση-σκουριά του συστή-ματος) και στην εν γένει λογική της «διευκόλυνσης».
Τέλος η ανάπτυξη ενός ελληνικού προτύπου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης (ελληνικός δρόμος) που θα μεγεθύνει γρήγορα, δίκαια και ισόρροπα όλα του τα συστήματα και υποσυστήματα μπορεί να λειτουργήσει ως μοντέλο για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και της Μεσογείου και να αποτελέσει ανάχωμα και εναλλακτική πρόταση στην επέλαση -μέσω της παγκοσμιοποίησης- ενός άγριου και ασυγκράτητου καπιταλισμού, που ήδη αποδιοργανώνει πλήρως το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, τα ασφαλιστικά συστήματα και τα εν γένει δικαιώματα των απλών ανθρώπων.
Άλλωστε το σκανδιναβικό υπόδειγμα δείχνει καθαρά ότι μια φιλόδοξη κοινωνική πολιτική είναι απολύτως συμβατή με το ελεύθερο εμπόριο και την ελευθερία πρόσβασης στην αγορά.
Έτσι η χώρα μας αξιοποιώντας τα πολλά συγκριτικά της πλεονεκτήματα έχει όλες τις δυνατότητες να ανθίσει στην οικονομία, στις τέχνες και στα γράμματα.
Πρέπει όμως να πάψουμε να αφήνουμε τους κάθε λογής... Βροντάκηδες σε πρώτο πλάνο εγκαταλείποντας αναξιοποίητο ένα τεράστιο δυναμικό επιστημόνων και επαγγελματιών που διακρίνεται και αναγνωρίζεται διεθνώς, με γνώση και εμπειρία και ικανό να μας οργανώσει, να μας εκπαιδεύσει και να μας οδηγήσει όπως έγινε π.χ. στη διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων.
Εμείς, αν θέλουμε, μπορούμε - η Ελλάδα μπορεί – στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο να κερδίσουμε τη μάχη της ευημερίας αρκεί να υιοθετήσουμε καινοτόμες απόψεις και πρακτικές και να κάνουμε σύγχρονες επιλογές. Τότε θα διαμορφωθούν και οι όροι για ένα καλύτερο και προπαντός ασφαλέστερο μέλλον ικανό να υπερβαίνει ακόμη και τις μεγάλες υπερ-εθνικές κρίσεις.
Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός