Τρανός μαχαλάς ονομάζονταν από τα παλιά χρόνια η συνοικία Αγίου Αχιλλίου.
Η συνοικία αυτή, ακόμα και πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας 1881, κατοικήθηκε από Έλληνες χριστιανούς, οι οποίοι έκτισαν σπίτια και εγκαταστάθηκαν γύρω από το Φρούριο της Λάρισας και αυτό γιατί από εκεί μπορούσαν να εξασφαλίζουν, σε περιόδους κινδύνων, τη διαφυγή τους προς τη μεριά τού Πηνειού ποταμού.
Ασχολούνταν, κυρίως, με μικροβιοτεχνίες και εμπόριο σε καταστήματα πλινθόκτιστα, τσατμάδες και ξύλινα στην αγορά, στον «Τσαρσί μαχαλά» ή «Παζάρ - μαχαλά» ή «Ξυλοπάζαρο», όπως επί Τουρκοκρατίας λεγόταν η αγορά. Γρήγορα πήραν στα χέρια τους το εμπόριο και με την ευημερία που απέκτησαν κατάφεραν να απολαμβάνουν και κάτι προνόμια, όπως τη διατήρηση σχολείων κ.ά. από τους Τούρκους, προπάντων δε μετά το 1822, όταν στην πόλη της Λάρισας εγκαταστάθηκε και αφέντευε ο γιος τού Αλή πασά, Βελής.
Το Παζάρ μαχαλά αυτό πολλές φορές δεινοπάθησε από καταστροφές που προξενούσαν οι Τούρκοι, ιδίως όταν αυτοί έβλεπαν τους χριστιανούς εμπόρους και βιοτέχνες να προοδεύουν οικονομικά και να ευημερούν.
Τη μεγαλύτερη, όμως, καταστροφή έπαθαν από την πυρκαγιά του 1882, για την οποία ο αείμνηστος δημοσιογράφος και εκδότης τής τότε εκδιδόμενης εφημερίδας «Μικρά», Θρασ. Μακρής, περιέγραψε ως εξής: «Μοίρα όμως κακή ζηλεύσασα την ευημερίαν της «κακά κατ’ αυτούς εμελέτησε». Τον Μάιον του 1882 πυρκαγιά εκραγείσα εις το κέντρον της πόλεως κατέστρεψεν υπέρ τα εκατόν πεντήκοντα εμπορικά και άλλα καταστήματα, ανακόψασα ούτω των πρόοδον και κίνησιν αυτής, καταστήσασα πάμπτωχους πολλούς άλλοτε πλουσίους και ευημερούντας εμπόρους. Κρατικά και άλλα βοηθήματα εδώθησαν εις τους δυστυχείς πυροπαθείς, πλην αυτά ήταν σταγών εν ωκεανώ. Κατήντησαν τότε πολλοί να γίνουν κλητήρες Νομαρχίας, Δημαρχίας και άλλων υπηρεσιών, ως και επιστάται σχολείων.
Η μεγάλη αυτή πυρκαγιά, βαλθείσα, ως εξακριβώθη, υπό τινος φανατικού Ωθωμανού καφεπώλου και κουρέως, διαφυγόντος δυστυχώς εις Ελασσώνα, αρχίσασα από το μαγαζείον όπου σήμερα και το ελαιοπωλείον Γεωργατζή, εις την αναφορικήν προς την εβδομαδιαίαν αγοράν (σημείωση: σήμερα πλατεία Λαμπρούλη) οδόν Παπαφλέσσα, έφθασεν εις το μέσον των παλαιών κρεοπωλείων της οδού Πανός, κάμψασα δε εν τω μεταξύ προς την οδόν Μακεδονίας (Βενιζέλου), έσχε παρανάλωμα αυτής τα ένθεν και εκείθεν καταστήματα μέχρι της διασταυρώσεως του αναφορικού προς την Μητρόπολιν τμήματος της οδού Βασιλίσσης Σοφίας! (σημ.: τμήματος της προέκτασης της οδού Παπαναστασίου, που συνέχιζε από Βενιζέλου μέχρι του Φρουρίου, προέκταση η οποία καταστράφηκε για να αποκαλυφθεί το αρχαίο θέατρο. Δεξιά του ανηφορικού αυτού τμήματος και στη διασταύρωση με την οδό Μητροπολίτου Αρσενίου, ήταν επί πολλές δεκαετίες η οικία των εκάστοτε Μητροπολιτών της Λάρισας).
Στη συνοικία αυτή, που επί Τουρκοκρατίας αποτελούσε το κέντρο της πόλης, κατοίκησαν για λόγους ασφαλείας και οι μπέηδες - Τσιφλικάδες που εξουσίαζαν τότε όλον τον καρπερό κάμπο της περιφέρειας, αλλά και των γύρω επαρχιών της Λάρισας. Οι πλούσιοι αυτοί Τούρκοι περνούσαν μπέικα που λένε σε σπίτια «Σεράια» διώροφα και τριώροφα, κατασκευασμένα με πλιθιά και ξυλοδεσιές, τσατμάδες και αυτό για να αντέχουν στους σεισμούς που κατά διαστήματα, όπως αναφέρουν χρονικογράφοι, ετάραζαν την πόλη. Όπως δε αναφέρει ο μακαρίτης δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Κ. Περραιβός, οι πρώτοι χριστιανοί που κατοίκησαν τη συνοικία αυτή ήταν Αγιώτες και Λιβαδιώτες.
Στη συνοικία φάνταζε από το 1759 ο ιερός ναός του Αγίου Αχιλλίου, ο οποίος πολλές φορές καταστράφηκε από τους Τούρκους και το 1941 από τους τότε σεισμούς και βομβαρδισμούς, όπως φάνταζε και το ρολόι της πόλης, που το πρώτο είχε εγκαταλειφθεί το 1919 και το τρίτο, που έγινε το 1954 και καταστράφηκε το 1992. Επίσης και το έναντι του ναού θαυμάσιο σπίτι του Βελίδη, νεοκλασικού ρυθμού. Επίσης, στη συνοικία αυτή το Μπεζεστένι, που σώζεται και σήμερα και σύντομα πρόκειται να ανακατασκευαστεί, όπως επίσης μετά την απελευθέρωση λειτούργησαν δύο κέντρα διασκέδασης, το Άνω Φρούριον και το Κάτω Φρούριον, στον ανοιχτό δε άλλο χώρο του Φρουρίου γινόταν εκάστην Τετάρτην και η εβδομαδιαία αγορά επί δεκαετίες ολόκληρες.
Κάτωθι του Φρουρίου και μέχρι την Κεντρική πλατεία, τότε Δικαστηρίων, πρόβαλαν, εκτός από τα μεγαλοπρεπέστατα «Σαράια» Τούρκων, που ήταν διάσπαρτα στη συνοικία, με τα πλούσια σαλόνια και τους «Μουσαφίρ - Οντάδες» που τα στόλιζαν ξυλόγλυπτα έργα, όπως στην Κεντρική πλατεία του Νετζίμ-Βέη, Ομέρ Λέγερ κ.λπ. η Εθνική Τράπεζα, το μεγαλύτερο Τουρκικό Λουτρό στην οδό Βενιζέλου, που ο τρούλος του υπάρχει και σήμερα, με δίπλα ένα επίσης κτίριο νεοκλασικού ρυθμού, που λειτουργούσε ως καπνεργοστάσιο και άλλα πολλά.
Σήμερα η πολυάριθμη από κατοίκους και ζωντάνια αυτή συνοικία έχασε την όψη και το χρώμα της, ιδίως μετά την κατάργηση της εβδομαδιαίας αγοράς και την αποκάλυψην του αρχαίου θεάτρου. Σε μας τους παλιούς, όμως, μένει σαν μια γλυκιά ανάμνηση.