Μερικοί ψαράδες από την Κω, σύμφωνα με ένα μύθο, τραβώντας την ψαριά, που είχαν προπωλήσει σε εμπόρους, ανέσυραν ένα χρυσό τρίποδα αμύθητης αξίας. Τον είχε ρίξει η Ωραία Ελένη στη θάλασσα, καθώς γύριζε βαρύθυμη στην πατρίδα, αφήνοντας πίσω τον λατρεμένο της απαγωγέα, τον Πάρη. Άναψε ο καβγάς, αν ο τρίποδας ανήκει στους Μιλήσιους εμπόρους, που προαγόρασαν την ψαριά ή στους Κώες ψαράδες, που τον ξεψάρεψαν. Άναψαν τα αίματα κι εμίλησαν τα όπλα (χούι παλιό των Ελλήνων). Για ν' αποφύγουν, όμως την αιματοχυσία, κάποιος πρότεινε, να ζητήσουν τον χρησμό των Δελφών. Οι Δελφοί ήταν τότε το άντρο των θεομπαιχτών, δηλ. του παπαδαριού της εποχής, που ρήμαζαν τον κοσμάκη, εκμεταλλευόμενοι την πίστη τους. Τους άξιζε βέβαια αφού ήσαν τόσο αφελείς, να πιστεύουν στο Δωδεκάθεο, όπου οι πρωταγωνιστές του (Θεοί να σου πετύχουν) σαν μόνη απασχόληση είχαν, την ικανοποίηση των ταπεινότερων ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης, δηλ. της μοιχείας, της σεξομανίας, της βίας και του μίσους.
Η Πυθία απεφάνθη : «Ο τρίπους δοθήσεται τω σοφωτάτω». Πολύ σαφής!! Έτσι οι ερίζοντες πήραν την απόφαση να δώσουν τον τρίποδα, στον Θαλή τον Μιλήσιο. Αυτός όμως ως πραγματικός σοφός, αρνήθηκε και τους είπε να τον δώσουν στον Βία τον Πριηνέα, που ήταν λέει σοφότερός του. Αλλά και ο Βίας με αυτογνωσία σοφού, τον αποποιήθηκε υποδεικνύοντας κάποιον άλλον σοφό. Έτσι από πόρτα σε πόρτα, ο τρίπους «περιιών και αναπεμπόμενος» ξανάρθε στον Θαλή. Και για να κλείσει ο κύκλος, τον αφιέρωσαν στον Ισμήνιο Απόλλωνα των Θηβών.
Αυτά μας είπε ο δάσκαλος στον πρωινό καφέ και συνέχισε. Αν υποθέσουμε, πως σήμερα είχαμε ένα πολύτιμο «εύσημο» και θέλαμε να το δώσουμε «τω καλλίστω», «τω σοφωτάτω» ή «τω ενδοξωτάτω», σε ποιον θα τον δίναμε;
Εγώ θα σας πω, είπε ο καλοκάγαθος της παρέας, που στη συνέχεια της ιστορίας συνδιαλέγεται, με τον λεπτολόγο, τον αντιρρησία, τον «ψείρα». Θα το δίναμε στους Αθανάτους, τους διακεκριμένους επί «σοφία» και «συνέσει». Στους ακαδημαϊκούς μας, τους ψηλότερα ιστάμενους.
Ποτέ ανέκραξε ο «ψείρας». Οι άνθρωποι αυτοί βολεμένοι στους ζεστούς θώκους των, έπεσαν σε νήδυμον ύπνο και δεν πράττουν για την πολύπαθη χώρα μας και τα προβλήματά της, το παραμικρό. Τους είδατε ποτέ πολέμαρχους και μπροστάρηδες στις δύσκολες στιγμές; Άκουσε κανείς τη φωνή τους; Όχι!
Έ τότε λέει ο Ροδαλός γέρων της καλοκαγαθίας, να δώσουμε το εύσημο στους πολιτικούς μας.
Είσαι στα καλά σου. Πάνε εκείνοι οι πολιτικοί, που ήξερες. Βενιζέλοι και Τρικούπηδες χάθηκαν. Ετούτοι πενήντα χρόνια τώρα, με ιδιοτέλεια, ατζαμοσύνη και κλασική ανικανότητα, διέρρηξαν κάθε θεσμό. Διέλυσαν την Παιδεία, υπονόμευσαν την Υγεία, προστάτεψαν καταχραστές του δημοσίου χρήματος, καταλήστευσαν τα ταμεία μας, τον ιδρώτα των εργαζομένων, μας μπόλιασαν με τον φόβο και την ανασφάλεια. Αντικατέστησαν την αλήθεια με το ψέμα, την ευθύνη με την αναλγησία, το χρέος με την ιδιοτέλεια. Όχι, ποτέ σ' αυτούς!
Μήπως να δίναμε το εύσημο στον δάσκαλο, τον αναμορφωτή, τον ψυχοπλάστη, το κερί, που λιώνει για τη γνώση των παιδιών μας. Αυτούς που άλλοτε με τρύπια παντελόνια, αναλίσκονταν για έργο θεάρεστο, την πλάση της ψυχής;
Όχι! Δεν νομίζω. Αντέτεινε ο «ψείρας». Για καμαρώστε πρυτάνεις και καθηγητές, να σύρονται και να άγονται από μειονότητες κομματικών εγκάθετων από συνδικαλιστικούς εκβιαστές και αλήτες κουκουλοφόρους. Είδατε κανέναν να παραιτηθεί, να παλέψει ν' αντιδράσει; Να μας κάνει κοινωνούς της σοφίας του; Όχι!
Έ, τότε να δώσουμε το εύσημο στους ταγούς της Εκκλησίας. Στους Αγίους.
Ποτέ! Σύ έφας. Άκου Άγιοι!! Απλώς και μόνον, αφού αυτοχρίζονται και αυτοανακηρύσσονται «Άγιοι» (αυτολατρικοί και εγωπαθείς), σημαίνει, πως έχουν διαζευχθεί την ταπεινότητα, την εγκράτεια και την προσήνεια. Απαρνήθηκαν τη ρότα, που τους χάραξε ο Χριστός. Ακρατείς και φιλοχρήματοι. Παιδόφιλοι και διαφθορείς…
Τότε ξαναπήρε το λόγο, ο δάσκαλος. «Βλέπετε φίλοι μου, η αδυναμία να δώσουμε λύση στο πρόβλημά μας, αναδεικνύει το μέγα πρόβλημα. Ότι ζούμε σε μια κοινωνία με παθογόνα φαινόμενα, όπου πουθενά δεν έχουμε να στηρίξουμε, τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Παντού έλλειμμα αρετής. Ολόγυρα το τοπίο θολό, αποκαρδιωτικό, θανατερό. Και στο κέντρο ο σύγχρονος άνθρωπος, τραυματισμένος, τρομαγμένος, μοναχικός...».