Ο Άγιος Αχίλλιος ο θαυματουργός

Δημοσίευση: 15 Μαϊ 2009 3:17 | Τελευταία ενημέρωση: 28 Σεπ 2015 13:57
 Ο Αγιος Αχίλλιος ο αποκαλούμενος και θαυματουργός, ήταν ένας από τους μεγάλους πατέρες του τέταρτου μ.Χ. αιώνα, που τίμησε και δόξασε, ως αρχιεπίσκοπος Λαρίσης, όχι μονάχα την τοπική Εκκλησία της Μητρόπολής του, αλλά και την καθόλου Εκκλησία, εξαιτίας της ορθόδοξης πίστης του και της αγίας βιοτής του. Κάποια δε περιστατικά του βίου και της πολιτείας του, που αναφέρονται από τον αρχιεπίσκοπο Λαρίσης Αντώνιο (1340-1362), τον εγκωμιαστή του, ήταν και τα πιο κάτω:
α) Η καταγωγή και η παιδεία του
Ο Άγιος Αχίλλιος γεννήθηκε κατά τα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην οποία είχαν πρωτοκηρύξει το Χριστιανισμό οι κορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, όπως γίνεται φανερό από τις επιστολές τους. Για το λόγο δε αυτό αναφέρεται από τον αρχιεπίσκοπο Λαρίσης Αντώνιο ότι «η Καππαδοκών μεν ήνεγκε, η δε Λαρισαίων κόσμου πεπλούτηκεν (Β. Στεργιούλη, ο Άγιος Αχίλλιος, Λάρισα 1981, σ. 19). Οι χριστιανοί γονείς του, δηλαδή, φρόντισαν να τον αναθρέψουν και να τον μορφώσουν όχι μονάχα με τα κοσμικά, αλλά και με τα χριστιανικά γράμματα «τα δυνάμενα σοφίσαι εις σωτηρίαν» (2 Τιμ. 3,15) κατά τον Απόστολο Παύλο. Για το λόγο δε αυτό η ψυχή του στολίστηκε «εκ παιδός» με τον άσυλο πλούτο των διδαχών τού Χριστού, που φέρνουν μαζί τους και τους άσυλους θησαυρούς των θεοποιών αρετών. «Εκπαιδεύεται γαρ, λέγει ο βιογράφος του Αντώνιος Λαρίσης, έτι παις ων, την εγκύκλιον ταύτην παιδείαν», που «και ψυχήν ρυθμίζει και λόγον καλλωπίζει τον προσφερόμενον... και προς την των όντων γνώσιν τον νουν ανεγείρει και την των εν τη φύσει κατάληψιν». Καθώς περνούσαν μάλιστα τα χρόνια, ο Άγιος άφηνεν κατά μέρος τις μελέτες των κοσμικών γραμμάτων και αφοσιωνόταν όλο και πιο πολύ στις μελέτες της ημετέρας και ευγενεστέρας παιδείας, με τη βοήθεια της οποίας καθάρισε σιγά-σιγά «το νοερόν της ψυχής», καταλαμπρύνοντας αυτήν ταυτόχρονα «τοις τε ιεροίς λόγοις και δόγμασι».
β) Η απόφαση της αφιέρωσης και η διαμοίραση της περιουσίας του
Ύστερα από το τέλος των σπουδών του, ο Αγιος έχασε κάποια στιγμή  και τους γονείς του, που κατά το βιογράφο του «μετήλλαξαν τον βίον» (οπ. π. 22), αφήνοντας σ’ αυτόν μία μεγάλη περιουσία. Η καρδιά του Αγίου, όμως, δεν είχε προσκολληθεί στους θησαυρούς του κόσμου αυτού, αλλά της χώρας εκείνης «εν η δικαιοσύνη κατοικεί» (2 Πέτρ. γ’ 13). Είχε πάρει, δηλαδή, την απόφαση να αφιερώσει τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στο Θεό και στη διακονία των εν Χριστώ αδελφών του. Για τούτο τη στιγμή εκείνη συμπεριφέρθηκε ως αγαθός οικονόμος, εναποθέτοντας τους γήινους θησαυρούς που κατείχει «εις χείρας πενήτων» και «εις κοιλίας πτωχών», «όπου σης, ουδέ βρώσις αφανίζει κατά την της αυτοκληθείας απόφασιν και όπου κλέπται ου μην διορύσσουσιν, ουδέ δη καθαρπάζουσιν» (πρ. βλ. Ματθ. 6, 19).
Έπειτα δε από τα πιο πάνω, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή και τα άλλα δύο σημεία της προτροπής του Κυρίου προς τον πλούσιο νεανίσκο, δηλαδή να άρη τον σταυρό του Κυρίου και να Τον ακολουθήσει στο δρόμο της αγνότητας και της αυτοθυσίας, δηλαδή της τέλειας εν Χριστώ ζωής, της χαρακτηριζόμενης και ως «καθ’ υπερβολήν οδού» (βλ. Κορ. 12, 31).
γ) Η προσκυνηματική περιοδεία του στους Αγίους Τόπους
Ύστερα από την αποδέσμευσή του από την περιουσία που κληρονόμησε, ο Άγιος θέλησε να πραγματοποιήσει και ένα βαθύτατο πόθο της ψυχής του, επισκεπτόμενος τους Αγίους Τόπους και τα ερημητήρια της Παλαιστίνης. «Μετά την καλήν εκείνην και θαυμαστήν αποκείωσιν, λέγει ο βιογράφος του Αντώνιος, μετανάστης των πατρικών χωρών γίνεται και προς τους Αγίους Τόπους χωρεί» (οπ. π. 24). Η προσκυνηματική δε αυτή περιοδεία επέδρασε τότε αποφασιστικά στην περαιτέρω εξέλιξη της προσωπικότητας και της όλης ζωής του Αγίου. Από την προσκύνηση, δηλαδή, των Αγίων Τόπων, καθώς και διαφόρων ησυχαστηρίων που είχαν ιδρυθεί κοντά στον Ιορδάνη και σε άλλα μέρη ερημικά από άγιους άνδρες, ο Άγιος περισυνέλεξε, σαν μέλισσα πνευματική, τα ευώδη άνθη των θεοκίνητων διδασκαλιών τους, ενώ ταυτόχρονα συγκινήθηκε βαθύτατα από την «κατά Θεόν» πολιτεία των «απειργμένων (=απομακρυσμένων) του βίου και μόνω Θεώ προσερχόντων». Για το λόγο αυτό αναφέρεται για την περίοδο της ζωής του αυτή ότι «Προσευχαίς αδιαλείπτοις προσείχε και νηστείαις εαυτόν εκάθαρε... και φιλοσοφίαν ήσκει την σώζουσαν» (οπ. π. 26). Αποτέλεσμα δε του τρόπου αυτού της ζωής του ήταν το να ανέλθει «εις θεωρίας ύψος» και ταυτόχρονα στα ύψη της κλίμακας των θεοποιών αρετών.
δ) Οι ιεραποστολικές περιοδείες του
Ύστερα από κάποια χρόνια ασκητικής ζωής, όμως, ο Άγιος καταστάθηκε δοχείο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που τον παρακίνησε και «επί το κήρυγμα το σεβάσμιον» (οπ. π. 26). Μη μπορώντας δηλαδή να κρατήσει «το μυστήριον εν σιωπή», άφησε κάποια στιγμή και τα ασκητήρια της Παλαιστίνης και άρχισε να περιέρχεται σαν τον Απόστολο Παύλο διάφορα μέρη και να διακηρύττει «το του Χριστού μυστήριον, τους λόγους έχων πιστουμένους τοις θαύμασιν» (οπ. π. 26).
Ο πρώτος, δηλαδή, από τους τόπους στους οποίους έπλευσε ήταν η παλαιά πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους, στην οποία ίσως οδηγήθηκε και για λόγους προσκυνηματικούς: «Της γουν Παλαιστίνης απάρας» λέγει ο βιογράφος του, «περί την Ρώμην επιφοιτά, Πέτρου και Παύλου των Αποστόλων κατ’ ιχνία βαίνων» (οπ. π. 26).
Ύστερα δε από την ανάρρηση του Μ. Κωνσταντίνου στον αυτοκρατορικό θρόνο και την κατάπαυση των διωγμών, ο Άγιος, που είχε ήδη χειροτονηθεί ιερέας, αποφάσισε να εργαστεί ιεραποστολικά και στα μέρη της Ελλάδας. «Κακείθεν (δηλαδή από τη Ρώμη), λέγει ο βιογράφος του, εις Θετταλίαν, ως αν τις ευστόχως είποι το πανελλήνιον, όπου οι συνηγορούντες τοις ειδώλοις σοφοί, όπου τα κακά της ημετέρας ευσεβείας κομψεύματα και ληρήματα» (οπ. π. 27). Τις δυσκολίες που συναντούσε όμως ο Άγιος τις αντιμετώπιζε με τη βοήθεια του Θεού, που αισθανόταν σε κάθε βήμα της ζωής του «της εργασίας συλλήπτορα». Για το σκοπό αυτό άλλωστε είχε λάβει από το Θεό και το χάρισμα το θαυματουργικό, ώστε να δείχνει με τον πιο δυνατό και παραστατικό τρόπο την αγάπη του Χριστού και να καθίσταται ακατανίκητος». «Διά τούτο, λέγει και πάλι ο βιογράφος του, και επικλήσει Χριστού δαίμονες απηλαύνοντο, λεπροί εκκαθαίροντο, τυφλοί ωμματούντο και περιεπάτουν χωλοί και πάντων των νοσημάτων εθεραπεύοντο» (οπ. π. 27). Κοντά στα πιο πάνω, μάλιστα, ο Άγιος έδειχνε και από τη δική του πλευρά τόσο μεγάλο ζήλο για τη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος, ώστε να παρουσιάζει και με τη ζωή του το «σεμνότερον και ποθεινότερον» θέαμα. Μειλίχιος, δηλαδή, καθώς ήταν στους λόγους του, πράος στους τρόπους και χρηστός στα ήθη, παρουσιαζόταν γενικότερα ως «αγγελικός το είδος» (οπ. π. 29), ώστε να μη θέλει κανένας να απομακρυνθεί από κοντά τους. Σε κάθε στιγμή της ζωής άλλωστε, ο Άγιος γινόταν στήριγμα για τον καθένα, εφόσον «πάντων αόκνως εκήδετο, ως πατήρ τέκνων, ως ποιμήν προβάτων, ως προστάτης προνοουμένων και ως αληθής μαθητευομένων διδάσκαλος» (οπ. π. 29), ώστε κατά τον Απόστολο Παύλο να σώσει αν ήταν δυνατόν όλους ή έστω και λίγους (βλ. Α’ Κορ. 9, 22).
ε) Η χειροτονία του σε Επίσκοπο Λαρίσης και η πρώτη δράση του
Τα πολλά χαρίσματα του Αγίου, όμως, και η υποδειγματική ζωή του συνετέλεσαν ώστε να στρέψουν σ’ αυτόν οι χριστιανοί της Λάρισας και γενικότερα της περιοχής τα βλέμματα μετά την κοίμηση του επισκόπου τους. «Προς τινα γαρ και άλλον είχον ιδείν, λέγει ο βιογράφος του, ει μη προς τον πράον, ως φάσι τα ιερά λόγια και τρέμοντά μου τους λόγους;» (οπ. π. 29). Στην εκλογή άλλωστε αυτή συνηγορούσε η ομόφωνη γνώμη του λαού και η ψήφος των επισκόπων των γύρω από τη Λάρισα επαρχιών. Για το λόγο δε αυτό χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Λαρίσης «ψήφω όλου του κλήρου και του λαού», ώστε να φωτίζει σαν ήλιος πνευματικός, όχι μονάχα τους πιστούς της επισκοπής του, αλλά και της υφηλίου. Όπως, δηλαδή, ένας λύχνος, κατά την εικόνα της Αγίας Γραφής, τοποθετείται «επί την λυχνίαν», ώστε να φωτίζει «πάσι τοις εν τη οικία», έτσι και ο Άγιος άρχισε να καταφωτίζει με τη ζωή και τις διδασκαλίες του όλους τους ανθρώπους, πιστούς και απίστους. Για το λόγο δε αυτό αναφέρεται από το βιογράφο του ότι «εις πάσαν την γην ο φθόγγος εξεχύθη των λόγων αυτού και εις τα πέρατα της οικουμένης των θαυμάτων η δύναμις» (οπ. π. 30).
Στην όλη ζωή και τη δράση του άλλωστε ο Άγιος είχε ως υπόδειγμα από την ανθρώπινη πλευρά τον Απόστολο Παύλο. Όπως, δηλαδή, εκείνος γινόταν «τοις πάσι τα πάντα (βλ. Α’ Κορ. 9, 22), κατά παρόμοιο τρόπο εργαζόταν ιεραποστολικά και ο Άγιος.
«Τον μεν διδασκαλία βελτιών προς πίστιν Χριστόν, λέγει ο βιογράφος του Αντώνιος, τον δε ήκε προς πράξιν την κρείττονα. Τον δε επιτυχείν τω θαύματι ποιεί του σκοπού, και ουδείς ην ος ου κατακορής των καλών ετύγχανε τούτους (οπ. π. 30).
στ) Η καταπολέμηση του Αρειανισμού στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο
Στα χρόνια που ζούσε ο Άγιος στη Λάρισα, κατά τους βιογράφους του, λυμαινόταν το σώμα της Εκκλησίας ιδιαίτερα η αίρεση του Αρειανισμού, η χαρακτηριζόμενη από αυτόν ως «θεομαχία» (όπ. π. 31). Ο Άρειος, δηλαδή, ο χαρακτηριζόμενος ως «αιγυπτιακός θηρ, αραβικός λύκος, ζιζανίων σπορεύς» κ.ο.κ. (όπ. π. 31), περιερχόταν «ως λέων ωρυόμενος» «την γην και την θάλασσαν», προσπαθώντας να παρασύρει κάποιους αστήρικτους στην πίστη «εις τον εαυτού βόθρον της ασεβείας» (όπ. π. 31). Για την καταπολέμηση δε της αίρεσης αυτής συγκλήθηκε, όπως είναι γνωστό, το 325 η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, στην οποία έλαβε μέρος πρωταγωνιστικό και ο Άγιος. Βλέποντας, δηλαδή, ο Άγιος την προσπάθεια της σοφιστικής επίκρυψης της αλήθειας του Ευαγγελίου από το «θεομάχον της Αρείου λύσσης συνέδριον» (όπ. π. 33), κατάλαβε το κίβδηλο των λόγων τους, ενώ ταυτόχρονα διέκρινε και την έλλειψη της Χάρης του Θεού από τις καρδιές τους. Για το λόγο αυτό ο Άγιος, που αισθανόταν μέσα του το φωτισμό και τη δύναμη του Θεού, αποφάσισε στην περίσταση αυτή να μεταχειρισθεί και το θαυματουργικό χάρισμά του. Βλέποντας, δηλαδή, ότι στο μέσον της αιθούσης των συνεδριάσεων υπήρχε ένας λίθος περίτεχνος, ως κρήνη, στράφηκε προς το μέρος των Αρειανοφρόνων και είπε: «Τούτον έλαιον εκβλύσαι παραδόξως άρτι ποιήσατε και πάντες στέρξωμεν αν τα παρ’ υμών διδασκόμενα. Ει δ’ ου, αλλ’ αυτοί το του ομοουσίω ονόματι των έργω επιβαλλούμεν και τερατουργήσομεν τα παράδοξα (όπ. π. 34). Στην πρόταση δε εκείνη οι αιρετικοί έμειναν τότε άφωνοι και αδρανείς, γιατί δεν είχαν τη δύναμη της πίστης και των θαυμάτων. Για τούτο ο Άγιος ζήτησε εκείνη την έκτακτη ενίσχυσή του από τη δύναμη του Θεού και κατόπιν «εν ονόματι του μονογενούς και ομοουσίουΥιού, την πέτραν βλύσαι προσέταξεν έλαιον» (όπ. π. 35) και αυτό ακριβώς έγινε στη στιγμή. Έσπασε, δηλαδή, παρευθύς η πέτρα εκείνη, από την οποία απέρρεε άφθονο έλαιο, προκαλώντας απερίγραπτη χαρά στους Ορθοδόξους, ενώ για τους ασεβείς αιρετικούς το θαύμα αυτό έγινε αφόρμηση καταισχύνης. Προξένησε δε ιδιαίτερη εντύπωση στον αυτοκράτορα, που κάλεσε τον Άγιο, μετά το τέλος της συνόδου, και στο παλάτι, για να τον ευχαριστήσει και να τον εφοδιάσει και με πολλά δώρα και χρήματα για την ίδρυση ναών και την ανακούφιση των πτωχών. «Επεί δε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, σημειώνει ο βιογράφος του, τον άνδρα έγνω διά θαύματος,... αυτόν δεξιούται και ευλογίαν αιτείται και χειρών επίθεσιν εις ευχάς και λαβών αντιδίδωσι και χάριν δεξάμενος την του Πνεύματος, τοις οις αυτός επλούτει δεξιώς ανταμείβεται και δώρα χαρίζεται και χρυσόν παρέχει εις τε πενήτων δόσεις και ναών ανιδρύσεις» (όπ. π. 36).
ζ) Η διαμοίραση των ευλογιών του αυτοκράτορα
Ύστερα από τα όσα έγιναν στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ο Άγιος ξαναγύρισε στην επισκοπή του, όπου οι Χριστιανοί έτρεχαν να τον ιδούν και να ασπασθούν το ευλογημένο χέρι του, ενώ ταυτόχρονα δόξαζαν «εν ύμνοις ευχαριστηρίοις τον Θεόν» (όπ. π. 36) για το θαύμα που είχε επιτελεσθεί από τον Άγιο επίσκοπό τους. «Την του πατρός επιδημίαν, λέγει ο βιογράφος του, εορτήν κοινήν εποιούντο, εν κρότοις και ευφημίαις εγέραιρον την επάνοδον (και) εν ύμνοις ευχαριστηρίοις εδόξαζον τον Θεόν» (όπ. π. 36). Ο Άγιος, όμως, απέδιδε ταπεινόφρονα κάθε δόξα στον Θεό, ενώ ταυτόχρονα διαβεβαίωνε τους Χριστιανούς ότι ο Θεός δεν ευλογεί τους ασεβείς, που στηρίζονται συνήθως σε κοσμικούς άρχοντες, γιατί «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Για το λόγο ακριβώς αυτό Εκείνος «κατέβαλε τους αλαζόνας αιρετικούς,... την δε ορθόδοξον πίστιν εκράτυνε, στερεώσας αυτήν εις τον αιώνα του αιώνος» (όπ. π. 37).
Ύστερα από τα πιο πάνω, διηγήθηκε στους πιστούς και τα όσα αναφέρονταν στο θαύμα της μυροβλυσίας του λίθου, ευφραίνοντας τις καρδιές όλων και στερεώνοντας αυτούς στην πίστη. Διαμοίρασε στη συνέχεια τις ευλογίες τού αυτοκράτορα «πάσι τοις χρήζουσι». Και εξακολούθησε ταπεινά το πολυσχιδές ποιμαντικό έργο του «επί νομάς άγων τας ζωηφόρους και καθαράς, ύδατα ποτίζων ορθοδοξίας αθόλωτα, θήρας αποδιώκων λυμαντικούς (δηλαδή τους αιρετικούς), νυκτός και ημέρας επαγρυπνών τη των θρεμμάτων του Χριστού διδαχή» (όπ. π. 37), σαν άλλος απόστολος Παύλος, «εις πάντα πάσι γενόμενος» (όπ. π.) «ίνα πάντως τινάς σώση».
η) Η οσιακή κοίμησή του
Ύστερα από 35 έτη αρχιερατείας, όμως, κατά τα οποία ο Άγιος στάθηκε «χηρών, ορφανών, πενήτων, αδικουμένων και των κακώς πασχόντων προϊστάμενος εν πολλή σπουδή» (όπ. π. 37), έφθασε και γι’ αυτόν η ώρα της κοίμησης, την οποία προαισθάνθηκε. Για τούτο κάλεσε πριν από αυτήν κοντά του τους ποιμένες της τοπικής Εκκλησίας και τους λαϊκούς συνεργάτες του, για να τους χαιρετίσει και να τους αφήσει σαν παρακαταθήκη τις τελευταίες συμβουλές, που αποτελούσαν τους κεντρικούς άξονες και της δικής του βιοτής.
- «Εγώ μεν, τέκνα, τους είπε, ήδη προς τον Θεόν επείγομαι και ο καιρός της εμής εφέστηκεν αναλύσεως» (όπ. 38). Για το λόγο αυτό σας παρακαλώ για τελευταία φορά να φροντίζετε και στο εξής για τη σωτηρία των ψυχών σας, ενθυμούμενοι ότι μετά θάνατον δεν έχει πια ο άνθρωπος καμία άλλη ευκαιρία μετάνοιας, εφόσον εκεί είναι ο καιρός των αντιδόσεων, ενώ εδώ είναι ο καιρός των αγώνων.
- Πρώτα από όλα, δηλαδή, και πάνω από κάθε τι να κρατείτε απαρασάλευτα την ορθόδοξη πίστη.
- Μαζί δε με αυτήν να φροντίζετε ταυτόχρονα και για την καθαρότητα του βίου και τον αγιασμό, ώστε να έρχεται και να ενοικεί μέσα σας, σαν σε ναούς καθαρούς, το Πνεύμα το Άγιο.
- Κάθε δε οργή και θυμός να μένει μακριά από σας, ώστε να είσθε πάντοτε πράος και ειρηνικοί, όπως και ο Χριστός μας, που μας δίδαξε πάνω από όλα να είμαστε πράοι και ήμεροι και συγχωρητικοί για όλους.
Λέγοντας δε τα πιο πάνω και πολλά άλλα ακόμη για την αξία της ακτημοσύνης των αφιερωμένων στον Θεό πιστών, για τα καθήκοντα της φιλοξενίας, της ανεξικακίας και άλλων χριστιανικών αρετών, ο Άγιος παρέδωκε τελικά στα μέσα του τέταρτου μ.Χ. αιώνα ειρηνικά την ψυχή του στους αγίους Αγγέλους, που είχαν έλθει για να την παραλάβουν. Άφησε, όμως, κοντά στους πιστούς το τίμιο λείψανό του, που έγινε από τότε πηγή ιαμάτων και ευλογίας για όλους. «Ούτος αγγελικώς βιώσας, λέγει ο βιογράφος του, και πολλά θαύματα εργασάμενος, προς Κύριον εξεδήμησεν» (όπ. π. 16). Το ιερό δε λείψανό του τοποθετήθηκε σε μια λάρνακα, που ο ίδιος είχε πιο μπροστά κατασκευάσει, για να ενθυμείται το θάνατο και να προετοιμάζεται για την πέραν του τάφου ζωή. Από τη λάρνακα δε αυτή ανέβλυσε κάποια στιγμή μύρο ευωδιαστό, φανερώνοντας ότι είχε βρει τη δικαίωση των κόπων και των αγώνων του από τον παντεπόπτη Κύριο.
Μετά δε από την οσιακή κοίμησή του, ο Άγιος έγινε ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης όλων των πιστών της Μητρόπολής του, που τον παρακαλούν να πρεσβεύει στον Κύριο «δωρήσασθαι ειρήνην ταις ψυχαίς ημών».
 
 
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass