Ο εκκλησιασμός αποτελεί μια βασική υποχρέωση για κάθε χριστιανό, που τον βοηθά να λατρεύει, να υμνεί, να ευχαριστεί το Θεό και Δημιουργό του, να επικοινωνεί μαζί Του με τη βοήθεια της προσευχής και να ενισχύεται με το θείο κήρυγμα στον αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής του. Απ’ την άποψη αυτή η αξία του είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Αλλά και από κοινωνική άποψη είχε και έχει ο εκκλησιασμός πολύ μεγάλη αξία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, κατ’ αρχήν, ότι ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, δεν μπορεί να ζήσει μόνος του και χρειάζεται την παρουσία συνανθρώπων και την επικοινωνία μαζί τους. Για το σκοπό αυτό και δημιούργησε μικρές και μεγάλες οργανωμένες κοινωνίες. Μόνο που με τον καιρό και για διάφορους λόγους, ενώ οι στέγες των σπιτιών μας ήρθαν, πλέον, τόσο κοντά η μία στην άλλη, οι άνθρωποι όσο πάει και αποξενωνόμαστε περισσότερο μεταξύ μας. Ο φόβος, η καχυποψία, τα μίση και τα πάθη, η ζηλοφθονία και ο εγωισμός σκιάζουν τις σχέσεις μας, αποφεύγουμε, συνήθως, ο ένας τον άλλον και μας τρώει, έτσι, η πλήξη και η ανία της καθημερινότητας.
Ο κυριακάτικος εκκλησιασμός, κόντρα σ’ όλα αυτά, δίνει την ευκαιρία, εκτός των άλλων, μία, τουλάχιστον, φορά τη βδομάδα να βρισκόμαστε κάτω από τον ίδιο τρούλο άνθρωποι κάθε ηλικίας, άρρενες και θήλεις, κάθε πολιτικής απόχρωσης και κοινωνικής τάξης. Συνειδητοποιούμε, έτσι, ευκολότερα, ότι πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι με κοινά προβλήματα και κοινούς στόχους και μετά όλα τα άλλα, γλυκαίνουν οι καρδιές μας κι ερχόμαστε, έστω για λίγο, πιο κοντά ο ένας στον άλλο.
Μετά το τέλος του κυριακάτικου εκκλησιασμού δίνεται, επίσης, η ευκαιρία να καλημερισθούμε, ν’ ανταλλάξουμε ευχές και πληροφορίες, να καταλήξουμε, κατόπιν, πολλοί από τους ενήλικες είτε σε κάποια παραδοσιακά καφενεία ή σε κάποιες καφετέριες για συζήτηση και ποτό, είτε πολλά απ’ τα παιδιά σε κάποιο παιδότοπο ή παιδική χαρά για παιχνίδι. Και το πιο σημαντικό το μεσημέρι δίνεται η δυνατότητα όλη η οικογένεια να καθίσει για φαγητό σε κοινό τραπέζι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικοινωνία. Και επειδή στον οίκο του Θεού δε συνηθίζουμε να πάμε ατημέλητοι, έστω και αν δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ο ναός ως πασαρέλα, δίδει, ωστόσο, ο εκκλησιασμός το ερέθισμα και το κίνητρο να φροντίσουμε λίγο περισσότερο τους εαυτούς μας, να περιποιηθούμε τις κόμες της κεφαλής μας, να φορέσουμε τα καινούργια μας ρούχα και παπούτσια, να νιώσουμε, βρε αδερφέ, λίγο καλύτερα και πιο διαφορετικά απ’ ό,τι τις άλλες μέρες της βδομάδας σπάζοντας, έτσι, τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Κάποιοι απ’ αυτούς, που, αντί να εκκλησιάζονται τις Κυριακές, έμαθαν να σπάνε την ανία τους ξενυχτώντας τα Σαββατόβραδα, τρωγοπίνοντας και διασκεδάζοντας στις ταβέρνες, στα μπαρ και στα μπουζούκια και να κοιμούνται ως αργά το μεσημέρι, διαβάζοντας αυτές τις επισημάνσεις για τον εκκλησιασμό ενδέχεται να διαφωνούν μαζί μου και να υπομειδιούν ειρωνικά με τις διαπιστώσεις μου.
Όσοι, όμως, βιώνουν τη μοναξιά, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την αδυναμία ή την άρνηση να ξενυχτούν επισκεπτόμενοι φαγάδικα και κέντρα ψυχαγωγίας είτε λόγω έλλειψης χρημάτων είτε λόγω σεβασμού υποχρεώσεων, αξιών και κανόνων, που απορρέουν από συνειδητές επιλογές τους και δεν ξεχνούν ότι οι άνθρωποι εκτός από σώμα υλικό και φθαρτό διαθέτουμε και ζώσα ψυχή νοερά και αθάνατη, ιδιαίτερα δε όσοι συνεχίζουν να ζουν στην επαρχία, είναι σε θέση να καταλάβουν όσα υποστηρίζω για την αξία του εκκλησιασμού από κοινωνική άποψη.
Αν, μάλιστα, σκεφθεί κανείς ότι εκτός του κυριακάτικου εκκλησιασμού μας οδηγούν συχνά στο ναό, οι μικρές ή μεγάλες θρησκευτικές γιορτές και πανηγύρεις, η τέλεση των μυστηρίων της βάπτισης και του γάμου αλλά και η εξόδιος ακολουθία για κοιμηθέντες αδελφούς μας, τότε αντιλαμβάνεται ακόμη περισσότερο τη μεγάλη αξία του εκκλησιασμού, ο οποίος, έστω και με προβλήματα, συνεχίζει να λειτουργεί σαν καταλύτης στις ανθρώπινες σχέσεις και να συμβάλλει στη συνοχή μιας παραπαίουσας κοινωνίας.
Γι’ αυτό, καλό είναι, όσοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι για οποιονδήποτε λόγο εκκλησιαζόμαστε λίγο ή και καθόλου, τουλάχιστον να μην τον πυροβολούμε, να μην τον υποβαθμίζουμε και να μη μιλούμε απαξιωτικά γι’ αυτόν, γιατί τότε πριονίζουμε το κλαδί στο οποίο καθόμαστε. Ας αφήσουμε αυτό το έργο στους αρνητές της θρησκείας μας.