Αφορμή του παρόντος άρθρου είναι η δημοσίευση του άρθρου της κ. Παπαδοπούλου, στην «Ε», 23 Απριλίου, η οποία βασίζει τα επιχειρήματά της περί μειονοτήτων στους εξής τρεις άξονες: α) στο ότι δεν υπάρχουν εθνικές μειονότητες και επικαλείται νομικά άρθρα γι’ αυτό, β) ότι οι μειονότητες δεν έχουν δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και γ) όλες οι μειονότητες είναι εξισλαμισμένες και μάλιστα κάποιες απόγονοι απομάχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Σχεδόν κάθε κράτος έχει στο έδαφός του μειονότητες, οι οποίες διεκδικούν τη διαφορετικότητά τους (εθνική, γλωσσική, θρησκευτική, πολιτιστική) κάτι που σηματοδοτεί την πολιτική διάσταση του όλου θέματος. Το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων είναι μία δύσκολη έννοια. Δεν υπάρχει ξεκάθαρος ορισμός για την λέξη «peoples», ο οποίος μπορεί να ερμηνευθεί ως «λαοί/άνθρωποι (ίσως και πληθυσμοί) ή για το τι εμπεριέχει αυτή η λέξη. Τουναντίον, υπάρχουν πολλές και αρκετές φορές αντικρουόμενες ερμηνείες (1). Ας αναφερθούμε συγκεκριμένα όμως, στο άρθρο της κ. Παπαδοπούλου, η οποία «αποδεικνύει» ότι η Ελλάδα δεν είναι υποχρεωμένη να αποδεχτεί την ύπαρξη «τουρκικής μειονότητας». Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ωστόσο, όπως και η ίδια η κ. Παπαδοπούλου πολύ σωστά αναφέρει ότι δεν υπάρχει ορισμός του τι είναι μειονότητα. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι με τον ορισμό της υπάρχει φόβος δημιουργίας αιτημάτων απόσχισης χωρίς τέλος.
Ας αρχίσουμε λοιπόν. Σύμφωνα με το άρθρο 2, λοιπόν, της Διακηρύξεως της Βιέννης, η οποία στηρίζεται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως πολύ σωστά παραθέτει η συγγραφέας, προβλέπει ότι «όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού (ή αυτό-καθορισμού)», δεν ορίζει όμως ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Επίσης, η Διακήρυξη της Βιέννης στο άρθρο 19 προβλέπει ότι «όλοι οι άνθρωποι που ανήκουν σε μειονότητες μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματικά και χωρίς καμία διάκριση…το δικαίωμα να απολαύσουν τη δική τους κουλτούρα, να ασκήσουν τη δική τους θρησκεία και να χρησιμοποιήσουν τη δική τους γλώσσα ιδιωτικώς και δημοσίως».
Αυτό που παραλήφθηκε ωστόσο, να αναφερθεί είναι η αναφορά της προηγούμενης παραγράφου που αναφέρει ότι οι μειονότητες αυτές μπορεί να είναι εθνικές, εθνοτικές, θρησκευτικές και γλωσσικές και η Ελλάδα όντας μέλος της Διακήρυξης, σημαίνει ότι δεσμεύεται και για τις εθνικές μειονότητες και άρα, έχει υποχρέωση να τις αναγνωρίσει, οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι «δεν επιτρέπεται ο εθνικός αυτοκαθορισμός των μειονοτήτων». Το διεθνές σύμφωνο, όπως αναφέρει και το άρθρο, χρησιμοποιεί την ίδια φρασεολογία αλλά το άρθρο 1 προβλέπει επίσης τον καθορισμό ελεύθερα της πολιτικής τους υπόστασης (2).
Το γεγονός επιπλέον έλλειψης ορισμού της έννοιας μειονότητας περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο αυτοπροσδιορισμός δεν εμπεριέχει και εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Η στάση της Ελλάδας, μαζί με τη Γαλλία και την Τουρκία, ανήκει σε έναν «αντι-μειονοτικό» επιφυλακτικό, και μερικές φορές και εχθρικό, πολιτικό πόλο, σχετικά με την προστασία της μειονοτικής διαφοράς. Ενδεικτική είναι η στάση της Ελλάδας, ως το μοναδικό κράτος που δεν τάχθηκε υπέρ της υιοθέτησης του Χάρτη των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 22 Ιουνίου 1992 (3).
Αλλά και πάλι κάτι τέτοιο δεν νομιμοποιεί τη στάση της Ελλάδας. Η μουσουλμανική κοινότητα στην Ελλάδα αποτελεί de jure θρησκευτική ομάδα, ακόμα και σήμερα, αλλά η στάση της Ελλάδας την καθιστά de facto εθνική. Υπάρχουν περισσότερα από αρκετά παραδείγματα που επαληθεύουν αυτό το επιχείρημα. Το γεγονός ότι η μειονότητα της Θράκης θεωρούνταν απειλή λόγω πιθανής επεκτατικής τουρκικής πολιτικής μέχρι πρόσφατα – αν όχι ακόμα και σήμερα – από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, απαγόρευε την έξοδο και είσοδο από περιοχές της Θράκης χωρίς ειδική άδεια. Επιπλέον, απαγορευόταν να αυτο-προσδιορίζονται ως τουρκική μειονότητα με ποινή φυλάκισης. Τέλος, μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας που έμεναν στη Θράκη, αν ταξίδευαν, έστω και για σύντομο διάστημα στην Τουρκία, όταν επέστρεφαν υπήρχε η πιθανότητα αφαίρεσης της ελληνικής υπηκοότητας. Όλα αυτά δείχνουν ότι πρώτα από όλους το ελληνικό κράτος θεωρούσε αυτή τη μειονότητα de facto εθνική.
Όσο για την αναχρονιστική προσέγγιση της συγγραφέως αναφορικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης, αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι ο διαχωρισμός του ποιος ήταν Έλληνας ή Τούρκος βασίστηκε στο θεσμό του μιλέτ, ο οποίος υποδηλώνει θρησκευτική ομάδα και βάσει αυτού ήταν χωρισμένες οι κοινότητες στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στις απαρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το μιλέτ υποδήλωνε θρησκευτική ομάδα και στη συνέχεια εθνοθρησκευτική, για να υπερισχύσει με το πέρασμα του χρόνου το εθνικό στοιχείο στη σύγχρονη εποχή. Η εθνική υπόσταση ενός πληθυσμού καθοριζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα από το θρήσκευμά του όπως για παράδειγμα είναι με τους Καραμανλήδες τουρκόφωνους ελληνικής καταγωγής. Στη σύγχρονη εποχή, το εθνικό στοιχείο υπερίσχυσε του θρησκευτικού, άρα το να αναφερόμαστε στο θρησκευτικό στοιχείο επικαλούμενοι τη Συνθήκη της Λωζάνης παραπέμπει σε προ-νεωτερική εποχή.
Όσο για τον ισχυρισμό ότι εκτός από τους Αθίγγανους (Ρομά), οι βίαια εξισλαμισμένοι απόγονοι απομάχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πομάκοι, και οι Τουρκογενείς Μουσουλμάνοι, που στην πραγματικότητα είναι κι αυτοί εξισλαμισμένοι Έλληνες θα ήμουν πέραν του δέοντος χαρούμενος αν θα μπορούσα να κοιτάξω τα αποτελέσματα του DNA για να πειστώ, ιδίως όταν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών με επίσημα στοιχεία αναφέρει ότι από τις 86.000 που παρέμειναν στη Θράκη, οι 39.000 ήταν τουρκικής καταγωγής.
* Ο Νίκος Χριστοφής είναι υποψήφιος διδάκτορας Τουρκικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Λέιντεν της Ολλανδίας
(1) Βλ. Helen Quane, «The United Nations and the Evolving Right to Self-Determination», International and Comparatively Law Quarterly, τόμος 47, 1998, σελ. 537-572
(2) Βλ. Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, Χριστόπουλος Δημήτρης (Επ.), Το μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα: Μια συμβουλή των Κοινωνικών Επιστημών, Εκδόσεις Κριτική, 1997
(3) ό.π., σελ. 452, υπ. 2