Ανοίγω στην τύχη την ανθολογία της ποίησης της Μαύρης Αφρικής. Είναι η σελίδα 450. Αντιγράφω το ποίημα της σελίδας αυτής. Έχει τίτλο, «Μας φθονούν πολύ, γείτονα» και είναι του ποιητή από την Ισημερινή Γουινέα Μπούμπι: Διαβάστε το: «Μας φθονούν πολύ γείτονα/ Ω, μας φθονούν πολύ, / γείτονα, με τα κοπάδια μας!/ Κι ο φθόνος είναι σημάδι/ κακίας. Όμως εμείς ας/ υπομείνουμε την περιφρόνησή τους,/ με γενναιότητα. Που ‘ναι μια/ αρετή, αυτή της φυλής μας: ας/ προτιμήσουμε την ηρεμία/ και την ανοχή, που πάντα,/ αυτές, κι οι δυο μαζί/ δεν κατοικούν παρά κοντά/ -πολύ κοντά- στη σωφροσύνη» (Αθαν.Β. Νταουσάνη, Η ποίηση της Μαύρης Αφρικής, Εκδόσεις Ροές).
Στην Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ του Ένταγκαρ Λι Μάστερς θα βρεις πληθώρα ποιημάτων που υμνούν τον καλό χαρακτήρα και τις ηρωικές πράξεις των ανθρώπων. Στο επιτάφιο για τον Ντέιβις Μάτλοκ, μελισσουργό κατά πάσα πιθανότητα, η κεντρική ιδέα του ποιήματος είναι πως αν η ανθρωπότητα δεν είναι παρά μια μεγάλη κυψέλη και η ανθρώπινη ανάγκη δεν είναι ευρύτερη απ’ την ανάγκη της φύσης, τότε ο Θεός δεν είναι παρά βαρύτητα (δηλαδή φυσικοί νόμοι) κι ο θάνατος ο μόνος υπέρτατος σκοπός. Αλλά ο Μάντλοκ ξέρει απ’ την προσωπική του πείρα ότι ο άνθρωπος δεν ικανοποιείται όπως το ζώο με την τροφή και την αναπαραγωγή και ζητάει κάτι περισσότερο. Ξέρει «ότι του ανθρώπου η φύση είναι πλατύτερη/ από την ανάγκη της φύσης στην κυψέλη/ κι ότι πρέπει να σηκώνεις το βάρος της ζωής/ καθώς και την παρόρμηση απ’ το περισσό σου πνεύμα».
Σε ένα άλλο ποίημά του, ο Έντγκαρ Λι Μάστερς περιγράφει τον απλό χαρακτήρα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Αβραάμ Λίνκολ, που έγραψε ο ίδιος την αίτηση για τη μετάθεση ενός στρατιώτη, που ήταν άρρωστος και υπηρετούσε μακριά απ’ τη μάνα του. Η γριά γυναίκα ήθελε να συναντήσει τον πρόεδρο για να του μιλήσει για το γιο της, αλλά δεν την άφηναν να περάσει και κατέβηκε ο ίδιος ο πρόεδρος στην είσοδο για να τον δει και για δεχθεί το αίτημά της.
Υπάρχει και στη νεότερη ελληνική ιστορία ένα ανάλογο περιστατικό, για έναν μεγάλο ήρωα της Επαναστάσεως του 1821, τον Κωνσταντίνο Κανάρη, το οποίο διασώζεται επίσης με την ποίηση: Μια φορά, όταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας, εμφανίστηκε κάποιος γέρος κουρελής και ζητούσε να τον ιδεί. Ο Κανάρης πρόβαλε απ’ το παράθυρο και αντίκρισε το θλιβερό θέαμα του φτωχού αυτού ανθρώπου, στον οποίο δεν αναγνώρισε τον παλιό του φίλο και αγωνιστή της Επαναστάσεως Ματρώζο Λέκη.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε. «Ματρώζος Λέκης λέγομαι/ δεινός καραβοκύρης/ θαλασσινός ανίκητος, / μα τώρα κακομοίρης».
Αμέσως κατέβηκε ο Κανάρης κάτω, τον αγκάλιασε και «εμνήσθησαν ημερών αρχαίων».
Η ποίηση διασώζει τον καλό χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει για όλες τις Καλές Τέχνες. Η ποίηση και η κακία είναι ασύμβατες. Η ανώτερη ποίηση είναι στο βάθος της θρησκευτική. Οι μεγάλοι ποιητές, οι μεγαλύτεροι ανάμεσα σε όλους τους ποιητές του κόσμου, ο Όμηρος, ο Πίνδαρος, όλη η πλειάδα των μεγάλων ποιητών, ύμνησαν τους θεούς και τους ήρωες.
Όχι ότι δεν υπάρχει ποίηση με κακίες και μικρότητες, ιδίως στις μέρες μας. Υπάρχει δυστυχώς και είναι πολύ μεγάλη η απογοήτευση των νέων, όταν προσεγγίζουν τόσο την ίδια όσο κι αυτούς που τη γράφουν. Οι νέοι απογοητεύονται επειδή έχουν μέσα τους έμφυτη τη βεβαιότητα, ότι το ωραίο στην Τέχνη, όπως και στη Φύση, είναι καλό και αληθινό. Η ωραιότητα, όπως πολύ εύστοχα είπε κάποιος, είναι ιερότητα.
Ενδεικτικώς παραθέτω αυτήν την παροιμία, «μόνο ό,τι λέγεται με αγάπη θ’ ακουστεί», γιατί εκφράζει την αδιάψευστη αλήθεια, ότι το καλό, δεν είναι μόνο οι αισθητικές επινοήσεις, δηλαδή ένας στείρος αισθητισμός, καμωμένος για λίγους (ελίτ). Είναι επίσης το ουσιαστικό καλό, δηλαδή, καλοσύνη, αλήθεια, δικαιοσύνη και ολόκληρη η αλυσίδα των αρετών.
Δεν χρειάζεται μεγάλη σοφία να καταλάβουμε, ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τη δύναμη του λόγου δίνοντας πάντα τον καλύτερο εαυτό μας.