Το Μ. Σάββατο, το υπερευλογημένον, «την θεόσωμον ταφήν και την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν». Η ημέρα αυτή, δηλαδή, είναι η ημέρα της μεγάλης σιγής μπροστά στο μυστήριο του θανάτου και της Ανάστασης του Κυρίου. «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, λέγει ο Χερουβικός Ύμνος της Θείας Λειτουργίας, και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω». Τι έγινε, όμως, θα έλεγε κανείς, κατά την ημέρα αυτή;
1. Η αποκαθήλωση και η ταφή του σώματος του Χριστού
Ο ευσχήμων βουλευτής Ιωσήφ, δηλαδή ο Αριμαθαίας (Ματ. 28, 57), κατά την Αγία Γραφή «ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού» (Μάρκ. 15, 43), άφησε κατά μέρος κάθε φόβο των Ιουδαίων (Ιω. 19, 38) και «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρ. 15, 43). Ύστερα δε από την άδεια που πήρε, αγόρασε «σινδόνα» και με τη βοήθεια του Νικοδήμου, που είχε προμηθευτεί «μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν» (Ιω. 19, 39), «έλαβον» από το Σταυρό το σώμα του Ιησού, το περιτύλιξαν με άκρα ευλάβεια με τη σινδόνα και με τα ειδικά οθόνια, όπως συνήθιζαν οι Ιουδαίοι, και το μετέφεραν στο «καινόν μνημείον», το ευρισκόμενον κοντά στον τόπο όπου ο Ιησούς εσταυρώθη και στο οποίο «ουδέποτε ουδείς ην τεθειμένος» (Ιω. 19, 41) για να το ενταφιάσουν. Την ώρα δε εκείνη, κατά την οποία έθαπταν το σώμα του Ιησού, έβγαιναν, κατά τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας, από τα μάτια τους δάκρυα και από τα στόματά τους ένας αξιοσυμπάθητος θρήνος. Για τούτο έλεγαν:
- «Πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου; Ή πώς σινδόσιν ειλήσω; Ποίαις χερσί δε προσψαύσω το σον ακήρατον σώμα; Ή ποία άσματα μέλψω τη ση εξόδω, Οικτίρμων; Μεγαλύνω τα πάθη Σου, υμνολογώ και την ταφήν Σου...».
Την ίδια δε πίστη είχαν και οι ευσεβείς γυναίκες που παρακολουθούσαν από μακριά τα τελούμενα και προπάντων η Θεοτόκος, που, κατά τον ποιητή, με ακράδαντη πίστη έλεγε: «Ει και σταυρόν υπομένεις, συ υπάρχεις ο Υιός και Θεός μου!».
2. Η εις Άδου κάθοδος
Ύστερα από την ανερμήνευτη συγκατάβαση του σταυρικού θανάτου του Χριστού, ακολούθησε η «εις Άδου κάθοδος» της «τεθεωμένης» ψυχής Του, που «κατήλθεν μέχρις Άδου ταμείων», για να ανασύρει από εκεί «τους απ’ αιώνος δικαίους», που περίμεναν με λαχτάρα τον ερχομό Του. Για το λόγο αυτό δηλαδή κατά τον Άγιο Επιφάνιο Σάλαμπος, οι δίκαιοι των χρόνων της Π. Διαθήκης έστρεφαν τα βλέμματά τους προς τον Κύριο και έλεγαν:
- «Επίφανον το πρόσωπό Σου και σωθησόμεθα» (Ψαλμ. 74, 4), το «Κύριε, ανάγαγε εξ Άδου την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 29, 4), το «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην» (Ψαλμ. 15, 10) και άλλα παρόμοια.
Βλέποντας δηλ. ο Άδης, που από τους υμνογράφους της Εκκλησίας προσωποιείται, την αστραπή της θεότητας του Κυρίου κατά την κάθοδο αυτή, «επικράνθη». «Επικράνθη, κατά το χρυσορρήμονα Πατέρα, και γαρ κατηργήθη. Επικράνθη και γαρ ενεπαίχθη. Επικράνθη και γαρ ενεκρώθη. Επικράνθη και γαρ καθηρέθη. Επικράνθη και γαρ εδεσμεύθη. Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. Έλαβεν γην και συνήντησεν ουρανώ. Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε».
Για το μυστήριο δε αυτό της σωτηρίας των «απ’ αιώνος» δικαίων γίνεται λόγος γενικότερος από το θεοκίνητο Απόστολο Παύλο, όταν γράφει χαρακτηριστικά το «Πού σου θάνατε το κέντρον, πού σου Άδη το νίκος» (1 Κορ. 15, 55). Αυτό δε το μυστήριο παρουσιάζεται και στην εικονογραφία της Εκκλησίας, που παρουσιάζει τον Κύριο να ανασταίνεται σπάζοντας τις πλάκες του τάφου, ενώ κρατεί με το ένα χέρι τον Αδάμ και με το άλλο την Εύα, καθώς τους βγάζει από τον Άδη.
Αυτήν εκθειάζει προπάντων και η υμνολογία που αναφέρει για το Χριστό, εκτός πολλών άλλων, και ότι:
«Επί γης κατήλθες, ίνα σώσης Αδάμ
και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα
μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών».
Εξαιτίας δε των πιο πάνω, το Σάββατο αυτό είναι, κατά τους Πατέρες, το πιο μεγάλο, όχι μονάχα ως προανάκρουσμα της Ανάστασης του Κυρίου, αλλά και για την ανάκληση όλων των δικαίων των προχριστιανικών χρόνων, που μαζί με τους αγίους αγγέλους και την άψυχη κτίστη δοξολόγησαν το Δημιουργό και Σωτήρα τους.
Αυτό το Σάββατο, όμως, και όλοι οι ζώντες προγεύονται τη χαρά της Ανάστασης και για τούτο ξεσπούν με ιερό ενθουσιασμό σε ύμνους ευχαριστήριους, ψάλλοντας μεταξύ άλλων και το «Ανάστα ο Θεός ημών κρίνων την γην, ότι Συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι», εφόσον ο Χριστός «και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν» εχαρίσατο.
Άφθαστης λογοτεχνικής αξίας όμως είναι οπωσδήποτε το τροπάριο «Τον ήλιον κρύψαντα...», στο οποίο ο Ιωσήφ απευθύνεται στον Πιλάτο και λέγει:
«Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα.
- Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένο.
- Δος μοι τούτον τον ξένον, όστις ξενίζομαι βλέπων του θανάτου τον ξένον.
- Δος μοι τούτον τον ξένον, όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και ξένους.
- Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίναι... τον παρέχοντα πάσι ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος».
Νοηματικά δε αξεπέραστο είναι και το πιο κάτω τροπάριο:
- Βασιλεύει, αλλ’ ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών. Το γαρ τεθείς εν τάφω, κραταιέ, ζοναρχική παλάμη τα τοις θανάτου κρείθρος διεσπάραξας και εκήρυξας τοις απ’ αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή, Σώτερ, γεγονώς νεκρών πρωτότοκος.