Του κ. Αχ. Πιτσίλκα δρ. Θεολογίας
Καθώς μελετά κάθε Χριστιανός τα αναφερόμενα στη Γέννηση του Χριστού στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, βλέπει ότι το πιο μεγάλο κοσμοϊστορικό γεγονός έγινε από έναν Αρχάγγελο του Θεού φανερό πρωταρχικά σε κάποιους απλοϊκούς ποιμένες, που φύλαγαν λίγο πιο πέρα από τη Βηθλεέμ τα ποίμνιά τους «αγραυλούντες» (βλ. Λουκ. 2,8). Χωρίς δε να το θέλει, θα διερωτάται ίσως το γιατί αξιώθηκαν οι απλοϊκοί εκείνοι ποιμένες να αντικρίσουν με τα μάτια τους το εξαίσιο εκείνο όραμα, κατά το οποίο τους περιέλαμψε «δόξα Κυρίου» δηλ. ένα φως θεϊκό, ενώ ταυτόχρονα ο Αρχάγγελος τους ευαγγελίσθηκε το πιο χαρμόσυνο γεγονός των αιώνων, την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, δηλ. τη Γέννηση του Χριστού – Σωτήρα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται, κατά τη γνώμη μας, με τα όσα αναφέρονται από τον ιερό Ευαγγελιστή στη συνέχεια στην οποία γίνονται φανεροί ξεκάθαρα οι πιο κάτω λόγοι:
α) Εξαιτίας της προθυμίας που έδειξαν να γνωρίσουν ευθύς αμέσως το νεογέννητο Χριστό – Μεσσία.
Μόλις εξαφανίσθηκε από τα μάτια τους το θέαμα του Αρχαγγέλου και των Αγγέλων, που ανεβοκατέβαιναν στην κλίμακα, που είχε ενώσει τον ουρανό με τη γη, ψάλλοντας το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκά 2,14), οι ποιμένες εκείνοι στράφηκαν ο ένας προς τον άλλο και είπαν: - Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο Κύριος εγνώρισε ημίν (Λουκά 2,15). Ας πάμε δηλαδή γρήγορα στη Βηθλεέμ, για να ιδούμε από κοντά το μεγάλο θαύμα, που έγινε αυτό το βράδυ και που μας φανέρωσε ο ίδιος ο Θεός με τους Αγγέλους του. Αυτή δε ακριβώς η προθυμία τους να σπεύσουν στη Βηθλεέμ, για να ιδούν από κοντά το νεογέννητο Χριστό και να εισδύσουν βαθύτερα στα όσα τους είχε φανερώσει ο Θεός, φανερώνει, κατά τη γνώμη μας, το βάθος της πίστης των ποιμένων και της καθαρής τους καρδιάς. Για το λόγο αυτό είναι ασφαλώς και ένας από τους λόγους, για τους οποίους αξιώθηκαν να προσκυνήσουν πρώτοι το Χριστό, ενώ έγιναν πρότυπα προθυμίας και πίστης μέσα στους αιώνες. Για αυτήν άλλωστε τους εξύμνησαν αργότερα και οι υμνογράφοι της εκκλησίας με τους υπέροχους ύμνους τους και μάλιστα με το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί (μαζί με τους απλοϊκούς ποιμένες) που εγεννήθη ο Χριστός, κ.ά.
β) Εξαιτίας της έμπρακτης αγάπης τους
Ύστερα από την απόφαση που πήραν οι απλοϊκοί ποιμένες, λέγει ο ιερός ευαγγελιστής ότι «ήλθαν σπεύσαντες» (Λουκ. 2,16). Δεν καθυστέρησαν δηλ. ούτε στιγμή, αλλά πραγματοποίησαν ευθύς αμέσως τα σχέδιά τους, παίρνοντας μαζί τους στο δρόμο προς τη Βηθλεέμ, κατά την παράδοση, και κάποια δώρα της αγάπης τους, δηλ. λίγο γάλα, λίγο τυρί και ό,τι άλλο διέθεταν εκείνη τη στιγμή, για το νεογέννητο Μεσσία. Από την παράδοση δε αυτή γίνεται φανερή όχι μονάχα η μεγάλη προθυμία τους να γνωρίσουν από κοντά το νεογέννητο Μεσσία, αλλά και η έμπρακτη ταυτόχρονα αγάπη τους, που ήταν οπωσδήποτε καρπός της ακράδαντης πίστης τους. Αυτήν ακριβώς την αγάπη την έμπρακτη τόνιζαν, όπως ήταν γνωστό, όλοι οι Απόστολοι, και ιδιαίτερα ο Απόστολος των Εθνών, και για τούτο έγραψε ότι «εν Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή ισχύει ούτε ακροβυστία, άλλο πίστις δι΄ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. 5,6). Αυτή δε ακριβώς η αγάπη αποτελεί για τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, το πιο βασικό στοιχείο της θείας ζωής. «Αεί η θεία ζωή, γράφει για τούτο, δι’ αγάπης ενεργηθήσεται» (Μ. 46,95).
γ) Εξαιτίας της αληθινής λατρείας του Χριστού – Μεσσία
Ένας τρίτος λόγος, που έκανε τους ποιμένες άξιους για το όραμα που είδαν, ήταν ασφαλώς και η αληθινή λατρεία τους προς το Χριστό – Μεσσία που φάνηκε στα όσα ακολούθησαν. Όταν έφθασαν δηλαδή στο ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ και αντίκρισαν με τα ίδια τα μάτια τους το νεογέννητο Χριστό, που βρισκόταν εσπαργανωμένος στη φάτνη «εν μέσω δύο ζώων» (Αβ. 3,2) κατάλαβε αυτό, που δεν καταλαβαίνουν πολλές φορές οι «σοφοί» του κόσμου τούτου, ότι δηλ. Αυτός ήταν ο Μεσσίας, που περίμενε με λαχτάρα ολόκληρη η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα το δωδεκάφυλο του Ισραήλ. Κατάλαβαν δηλ. και πίστεψαν ολόψυχα ότι «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος». Για τούτο έσκυψαν αρχικά τα κεφάλια τους και με άπειρη ευλάβεια «προσεκύνησαν Αυτώ» (Ματθ. 2,11) ως τον ενανθρωπήσαντα Μεσσία, νιώθοντας στα βάθη των καρδιών τους το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον», ότι δηλ. «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3,16).
Στη συνέχεια δε «διεγνώρισαν (στη Θεοτόκο και στον Ιωσήφ) περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί του παιδίου τούτου» (Λουκ. 2,17). Κι ενώ κοίταζαν το θείο βρέφος με άπειρη αγάπη, πρόσφεραν τα φτωχικά, αλλά πολύτιμα για την περίσταση δώρα της αγάπης τους και τελικά απομακρύνθηκαν, δοξολογώντας το Θεό για την ανερμήνευτη αγάπη Του, γιατί τους αξίωσε να ιδούν με τα μάτια τους το σωτήριον το Θεού.
«Και υπέστρεψαν οι ποιμένες, σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής, δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον, καθώς ελαλήθη προς αυτούς» (Λουκ. 2,20).
Από όλα δε τα πιο πάνω φάνηκε, νομίζουμε, καθαρά, γιατί ο Άγγελος δεν παρουσιάσθηκε στους σοφούς των Ιεροσολύμων (δηλ. στους γραμματείς και στους Φαρισαίους), αλλά στους αγραυλούντες ποιμένες της Βηθλεέμ. «Ότι εκείνοι μεν, σημειώνει και ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας, ήσαν διεφθαρμένος και τω φθόνω ήμελλον διαπρίεσθαι (=θα έτριζαν τα δόντια), ούτοι δε (δηλ. οι ποιμένες) άπλαστοι ήσαν, την παλαιάν πολιτείαν ζηλούντες των πατριαρχών και αυτού Μωυσέως. ποιμένες γαρ ήσαν και ούτοι (βλ. Π. Τρεμπέλα, Υπ. εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Αθήναι 1972, σ.90).
Στους ανθρώπους αυτούς φανερώθηκε, και κατά τον ιερόν Χρυσόστομο, ο Αρχάγγελος τη Γέννηση του Χριστού, «ίνα μάθης ότι δια τούτο δοξάζουσι τον Θεόν, επειδή απέλαυεν η γη τα αγαθά» και φάνηκε «επί της γης ειρήνη» (Π. Τρ. Οπ.π. 94). Φάνηκε δηλ., και κατά τον ερμηνευτή Ζιγοβηνό, ο Χριστός, «ος εστίν ειρήνη του κόσμου» (ο.π.π.).
Αυτή δε την πίστη και την αγάπη και την απλότητα των ποιμένων είθε να έχουμε όλοι οι Χριστιανοί, ώστε να σπεύσουμε αρχικά στους ιερούς ναούς μας, όπου ψάλλεται και ταυτόχρονα ομολογείται καλλίφωνα ότι «ο Ων γίνεται άνθρωπος και ο Άναρχος γεννάται» ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσεται σε όλους τους τόνους και τους ήχους ότι «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος. Τι γαρ άλλο καινόν είδεν η κτίσις;».
Ταυτόχρονα δε να προσκυνήσουμε ευλαβικά από τα βάθη των καρδιών μας το Θεό Λόγο, που κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «σάρξ εγένετο» (1, ) δηλ. άνθρωπος, «και εσκήνωσεν εν ημίν» (1,14) νιώθοντας στα βάθη των καρδιών μας αυτό που αισθανόταν και ο Απόστολος Παύλος, ότι δηλ. ο Χριστός «ο Κύριος έστι» (1, Κορ. 4,4).
Και τελικά να προσφέρουμε τους ύμνους της δοξολογίας μας στο θείο Λόγο, που έκλινεν ουρανούς και κατέβη (ψαλμ. 17,10) και «δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος», ώστε να επιστρέψουμε και μεις «δι’ άλλης οδού» στα σπίτια μας, δηλ. από την οδό πλέον του αγιασμού και της νέας εν Χριστώ ζωής, που είναι η οδός της θεώσεως, εφόσον, κατά το Μ. Αθανάσιο ο Χριστός «ενανθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (ΒΕΠ 30,119). Έγινε δηλ. Εκείνος άνθρωπος, για να γίνουμε εμείς «κατά χάριν Θεοί».