«Γύρνα να σου πω κάτι ακόμα»! Αν οι τελευταίες μέρες του χρόνου ήταν φράση, νομίζω αυτή, η πρώτη του κειμένου, στα εισαγωγικά θα ήταν! Μια πρόσκληση για πισωγύρισμα σε κάποιον που μόλις φεύγει, σε κάποιον που η μισή δρασκελιά του ζωγραφίζει ακόμη το πλατύσκαλο. Μια επίκληση για επιστροφή και επίδοση του τελευταίου, του έσχατου λόγου στον επισκέπτη που τελεσίδικα κι οριστικά αποχωρεί!
Έχει γεμίσει η ζωή μας αποχωρισμούς. Από μικρά παιδιά αποχωριζόμαστε την αθωότητα, ως ενήλικες ξεπροβοδίζουμε ακόμη και τη λογική σ’ αυτή τη χώρα προκειμένου να επιβιώσουμε. Σκληροί αποχωρισμοί, θυσίες σωστές! Λέμε από νωρίς «γεια χαρά» στην ηθική του καθρέπτη (τη μόνη αμόλυντη και γνήσια) για να προσυπογράψουμε τη δωσίλογη ηθική της πλατείας (όπου ο καθένας υποκρίνεται τον ειλικρινή για χάρη των άλλων). Κουνάμε τα χέρια μας «αντίο» σ’ ό,τι νομίζουμε ότι δεσμεύει τις κινήσεις μας και περιορίζει τις χειρονομίες μας, ξεχνώντας ότι η υπερτίμηση του εαυτού είναι η πρώτη ξαδέρφη της μοναξιάς!
Αφήνουμε πίσω (έτσι νομίζουμε) ό,τι μας έφερε εδώ χωρίς ίσως να το θέλουμε, ξεχνάμε ό,τι μας πλήγωσε (έτσι πάλι μας αρέσει να πιστεύουμε) μέχρι να ματώσουμε ξανά. Και τότε η ροή του αίματος που είναι γοργή μας αποδεικνύει πως η πληγή δεν έθρεψε ποτέ, το τραύμα δεν έκλεισε οριστικά, παρά πρόσκαιρα. Ξεμακραίνουμε από τον κόσμο της φαντασίας, του παιχνιδιού (οποιουδήποτε), της αυτοδιάθεσης, του ελεύθερου χρόνου για να καταπιαστούμε με την αριθμητική και τα νούμερα μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε ότι στο τέλος η σούμα δεν βγαίνει, ο ισολογισμός είναι σαν αυτόν του ελληνικού κράτους: Ελλειμματικός, λειψός! Μόνο που αφού απομακρυνθούμε από το ταμείο, ως γνωστόν....ουδέν λάθος αναγνωρίζεται!
Ουσιαστικός αποχωρισμός, όμως, ποτέ δεν συντελείται για να είμαστε ειλικρινείς. Είτε με την παρουσία, είτε με την απουσία το αποχωρισθέν αντικείμενο/υποκείμενο (άνθρωπος, σχέση, αθωότητα, όνειρο, μεράκι, εμπειρία...) είναι πάντα μαζί μας. Είτε ως ενοχή, είτε ως ανακούφιση, είτε ως λόγος που δεν προλάβαμε να πούμε, είτε ως κουβέντα που μετανιώσαμε που ξεστομίσαμε.
Τελικά, ό,τι αφήνουμε πίσω μένει... δίπλα μας! Όποιος φεύγει απ’ την πόρτα, έρχεται από το παράθυρο. Ό, τι απομακρύνεται στον ορίζοντα προσεγγίζει με τη σκέψη. Ό,τι χάνεται απ’ τη μνήμη, επανέρχεται με το όνειρο, ό,τι ξεχνιέται, τέλος, με ένα χάπι επανέρχεται μ΄ένα δάκρυ στον χιλιοτραγουδισμένο αγαπημένο στίχο.
Δεν ξεφεύγουμε απ’ αυτό που ζήσαμε (ή δεν ζήσαμε, παρόλο που πολύ θα το θέλαμε), γιατί αυτό μας έφερε εδώ, δεν τελειώνουμε μ΄αυτό που πέρασε, γιατί το ειδικό του βάρος, ανεξήτιλο ίζημα, κατακάθησε για πάντα στον εγκέφαλο. Είναι ψευδαίσθηση ο ενταφιασμός των παρελθόντων συναισθημάτων, εμπειριών, εκπληρωμένων ή όχι ονείρων σε τεφροδόχους.Τίποτε δεν πέθανε, τίποτε δεν ξεχνιέται, τίποτα δεν έφυγε για πάντα! Το είπε από τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Επίκτητος: ό,τι ζήσαμε υπάρχει και δεν αλλάζει. Μόνο ο τρόπος που το προσεγγίζουμε μπορεί. Έλα, όμως, που η προσέγγιση αυτή γίνεται στο παρόν, που σημαίνει ότι το παραπάνω συναίσθημα, εμπειρία, όνειρο, που μας απασχόλησε κάποτε αναβιώνεται, επαναβαπτίζεται. Και είναι τόσο ζωντανή αυτή η δεύτερη βάπτιση που, για να το θέσω επαγγελματικά, χρησιμοποιείται ακόμη και ως θεραπευτική τεχνική στην αντιμετώπιση της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής. Κάτι σαν... ομοιοπαθητική, δηλαδή.
Δεν μπορούμε να γλιτώσουμε απ’ αυτό που κουβαλάμε πάνω μας. Όσο και να τρέξουμε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη σκιά μας. Και από... σκιές στις ζωές μας, άλλο τίποτα. Ένα σωρό! Ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε τη θέα αυτού του μαύρου αποτυπώματος (της σκιάς) είναι να κοιτάξουμε κατάματα προς την αντίστροφη κατεύθυνση την πηγή του φωτός, δηλαδή. Αλλά αυτό θέλει κουράγιο, δέσμευση, αποφασιστικότητα, επιμονή και προπάντων ταπείνωση.
Θέλει να πούμε, όσα βλέπουμε μονάχοι στον καθρέπτη της ηθικής μας και δεν μας τιμούν διόλου, στην ηθικοπλαστική σικέ μάζωξη της πλατείας, όπου θα μας κοιτάνε χιλιάδες άλλοι. Θέλει να έχουμε το θάρρος να ομολογούμε πως χρειαζόμαστε τον διπλανό μας (ναι, εμείς οι υποτίθεται...αυτάρκεις), θέλει τέλος να έχουμε δυνατή και καθαρή φωνή για να φωνάξουμε σ’αυτόν/αυτή/αυτό που φεύγει έστω και την τελευταία στιγμή, «τις τελευταίες μέρες του χρόνου»: Κρίμα που φεύγεις, λυπάμαι για ό,τι έγινε, μείνε λίγο ακόμη, θα σου κάνω ένα ζεστό τσάι για το δρόμο.. Καλή χρονιά!
dimpapachatz@sch.gr