* Του Απόστολου Ποντίκα, δάσκαλου, καθηγητή, πτυχιούχου Πολιτικών Επιστημών, σχολικού συμβούλου Θεολόγων.
Η χριστιανοσύνη τούτες τις μέρες, γιορτάζει το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Θεανθρώπου. Γιορτάζει τη μεγάλη μέρα που έφερε στον κόσμο τον Λυτρωτή, ύστερα από μια προετοιμασία του ανθρώπου για τον καινούργιο κόσμο του Θεού.
Η περιοχή της Παλαιστίνης την εποχή της Γέννησης του Χριστού συγκλονιζόταν από μια βαθιά πολιτική και εθνική κρίση. Μέσα σ’ αυτήν την πολυκύμαντη κρίση, η οποία υποθαλπόταν από την αναμονή του Μεσσία και τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, πολλοί τυχοδιώκτες έδιναν στον εαυτό τους τον τίτλο του Μεσσία, τον απελευθερωτή του περιούσιου λαού του Θεού.
Ακριβώς, λοιπόν στον ταραγμένο αυτό τόπο και στη μικρή πόλη Βηθλεέμ, μετέβηκαν οι γονείς του Χριστού, Ιωσήφ και Μαρία, για να απογραφούν, σύμφωνα βέβαια με τη διαταγή του ηγεμόνα της Συρίας Κυρηνίου.
Εκεί λοιπόν, στη μικρή πόλη, γεννήθηκε ο Χριστός, ο σωτήρας του κόσμου, του οποίου τη Γέννηση προφήτευσαν νωρίτερα αρκετοί προφήτες. «Ευλογημένος ας είναι εκείνος που έρχεται στ’ όνομα του Κυρίου! Ο Κύριος είναι ο Θεός, μας γέμισε χαρά» (ψαλ. 117, 26 – 27), αλλά και ο Προφήτης Μιχαίας είχε πει «Αλλά, από εσένα Βηθλεέμ, πόλη της Περιοχής όπου κατοικεί η συγγένεια Εφραθά... θα προέλθει εκείνος που θα γίνει άρχοντας του Ισραήλ» (Μιχ. 5.1).
Ο Σκύθης μοναχός Διονύσιος ο Μικρός, τον 6ο αιώνα, υπολόγισε τη Γέννηση του Χριστού γύρω στα 754, από κτίσεως Ρώμης. Βέβαια η χρονολογία αυτή δεν φαίνεται να είναι ορθή και αποτελεί μαζί με τη γενεαλογία του Κυρίου μας, καθώς και τη διάρκεια του δημόσιου βίου του, τριάμισι χρόνια, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ένα από τα προβλήματα, τα οποία προκάλεσαν τις περισσότερες συζητήσεις, σχετικά με τη βιογραφία του Μεσσία. Τα Ευαγγέλια αφηγούνται την αναγγελία της γέννησης του Σωτήρα στους Ποιμένες και Μάγους, καθώς και τη συνάντηση των Μάγων με τον Ηρώδη, τη σφαγή των νηπίων, το προειδοποιητικό όνειρο του Ιωσήφ και η φυγή του στην Αίγυπτο, αλλά και η επιστροφή του στη Ναζαρέτ. Ο Λουκάς διηγείται το επεισόδιο εκείνο, όπου ο Ιησούς συζητά με τους δασκάλους και σοφούς στο ναό της Ιερουσαλήμ, σε ηλικία δώδεκα ετών. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, είχε αναγνωρίσει τον Κύριό μας, ως Μεσσία και τον είχε βαπτίσει στα νερά του Ιορδάνη.
Ο Ιησούς μετά τη Βάπτισή του, αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε σαράντα ημέρες νηστεύοντας και όπου ο Σατανάς, προσπάθησε να τον βάλει σε πειρασμό. Από τη στιγμή εκείνη, άρχισε το κήρυγμά του, το οποίο στηριζόταν στη μετάδοση της «καλής αγγελίας», που ύστερα με εντολή του Ουράνιου Πατέρα, έφερε στους ανθρώπους: «την έλευση της Βασιλείας του Θεού», που σύντομα θα ερχόταν στη γη. Οι ταπεινοί, οι απόκληροι, οι καταπιεζόμενοι από την τυρρανία και την κοινωνική αδικία, θα έβρισκαν χαρά, παρηγοριά, αγάπη και δικαιοσύνη. Το Βασίλειο αυτό της αιώνιας ειρήνης θα ανήκει στα παιδιά, στους καθαρούς στην καρδιά, σε εκείνους, οι οποίοι αγαπώντας το Θεό, θα συγχωρούσαν αμοιβαία το κακό που τυχόν θα έκανε ο ένας στον άλλο και θα θεωρούσαν τους ανθρώπους αδέλφια. Άλλωστε, οι άγγελοι την Άγια Νύχτα της Γέννησης έψαλλαν το «Δόξα εν Υγίστοις......Ειρήνη.....».
Η Γέννηση του Κυρίου μας, στα πρώτα χρόνια γιορτάζονταν μαζί με τη βάπτιση, στις 6 Ιανουαρίου. Το 354, μ.Χ., ορίστηκε στη Ρώμη, ως ημέρα γιορτής η 25η Δεκεμβρίου. Ο λόγος που ορίστηκε ήταν, ότι την ημέρα αυτή οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τη γέννηση του Μίθρα, του αήττητου Θεού του Ήλιου και του Φωτός. Το γενέθλιό του συνέπιπτε με τη χειμερινή τροπή του ηλίου, γύρω στις 25 Δεκεμβρίου. Για τους Ρωμαίους η ημέρα αυτή, ήταν ημέρα χαράς και ευφροσύνης. Οι πατέρες προσπάθησαν να αποτρέψουν τους Χριστιανούς από τη συμμετοχή τους σ’ αυτή τη γιορτή, χωρίς να το κατορθώσουν. Έτσι, ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου, ως ημέρα Γέννησης του νέου Χριστού, του νέου Ηλίου, ο οποίος έδιωξε το σκοτάδι και έφερε το φως το αληθινό, το χριστιανικό στις καρδιές των ανθρώπων.
Ο λαός μας γιορτάζει το μεγάλο αυτό γεγονός της Γέννησης με πολλά έθιμα και παραδόσεις. Τα κάλαντα είναι το πιο συνηθισμένο έθιμο σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. «Καλήν εσπέραν ή καλήν ημέραν άρχοντες», είναι τα πιο συνηθισμένα τραγούδια. Επίσης σε αρκετές περιοχές, όπως στη Θράκη, Θεσσαλία, Μακεδονία, λένε και τα εξής: «Κυρά Θεοτόκο κοιλοπόνα και παρεκάλιε: Βοηθήστε με, αυτήν την ώρα τη βλογημένη και δοξασμένη, μαμή να πάτε, μαμή να φέρετε. Ώσπου να πάει και να γυρίσει ο Χριστός εγεννήθη, σαν νιό φεγγάρι, σαν νιό παλικάρι».
Το έθιμο της χοιροφαγίας, ήταν και είναι και σήμερα ένα ιδιαίτερο έθιμο αφού παλιότερα οι νοικοκυρές έτρεφαν χοίρους και τους έσφαζαν κοντά στα Χριστούγεννα. Από το κρέας, έβγαζαν το λίπος «λίγδα», τις τσιγαρίδες και έκαναν τα λουκάνικα, που σήμερα όλοι μας ζητούμε «χωριάτικα» λουκάνικα.
Τα χριστόψωμα ήταν ένα άλλο παραδοσιακό έθιμο, το οποίο υπάρχει και σήμερα. Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και η γαλοπούλα, είναι έθιμο που ισχύει και σήμερα. Το στολισμένο δέντρο μαζί με το αναμμένο τζάκι, αποτελούν την όμορφη εικόνα της άγιας αυτής ημέρας. Στο γειτονικό μας Πήλιο, το τζάκι καίει ένα χοντρό κούτσουρο, όλο το Δωδεκαήμερο και τη στάχτη τη μαζεύουν και τη σκορπίζουν στα χωράφια και τους κήπους.
Ένα ευχάριστο έθιμο παλιότερα ήταν τα «χοροστάσια» που διοργανώνονταν σε κάθε γειτονιά και μετείχαν νέοι, γέροι και παιδιά.
Βέβαια, σήμερα πολλά έθιμα, όπως τα «κόλιντα» των τσοπάνηδων, ανήμερα των Χριστουγέννων, το σφάξιμο των χοίρων, με ομαδικούς σφάχτες, οι φωνές των παιδιών που έτρεχαν στις γειτονιές να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού για να την κάνουν μπάλα, η νόστιμη μυρωδιά του λουκάνικου και των χριστόψωμων, έχουν πια χαθεί.
Η σημερινή καταναλωτική κοινωνία έδιωξε κάθε όμορφο, ωραίο, παραδοσιακό και γιορταστικό στοιχείο, έδιωξε την απλοϊκή εκείνη χαρά του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού της αγάπης και της ζεστής χριστουγεννιάτικής οικογενειακής ζωής.