Ο Αγιος Ελευθέριος, που έδρασε στα μέσα του β΄ μ.Χ. αιώνα, υπήρξε γενικότερα μαθητής και μιμητής Αποστολικών Πατέρων, σε κάποιους από τους οποίους μαθήτευσε πρωταρχικά η ευσεβέστατη μητέρα του Ανθία. Από τα διάφορα δε περιστατικά της ζωής του Αγίου αυτού, που χαρακτηρίστηκε δίκαια ως σκεύος ιερώτατον Πνεύματος θείου, ως «μάρτυς της εν Χριστώ μυσταγωγός», ως όντως ελεύθερος από τα πάθη κ.ο.κ., ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα είναι για μας τα εξής:
α) Η καταγωγή, η καθοδήγηση από τον πάπα Ανίκητο και οι χειροτονίες του
Σύμφωνα με το όνομά του και τις μαρτυρίες των Συναξαριστών, ο Ελευθέριος ήταν ελληνικής καταγωγής. Από τα μέρη της Ελλάδας όμως, όπου γεννήθηκε πριν από τα μέσα του β΄ μ.Χ. αιώνα, η μητέρα του Ανθία, ύστερα από το θάνατο του συζύγου της Αμπουντάντιου, παρέλαβε κάποια στιγμή τον Ελευθέριο κατά τη νεανική ηλικία του, για να μεταβεί και να εγκατασταθεί στη Ρώμη για την περαιτέρω μόρφωσή του. Φθάνοντας δε εκεί, ο Ελευθέριος γνώρισε κατά ευτυχή συγκυρία και τον τότε πάπα Ανίκητο (156-166), που καταγόταν από τη Συρία και γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Κατά τη συνάντηση δηλ. εκείνη, που έγινε το 1955, ο Ανίκητος παρατήρησε αρχικά με μεγάλη προσοχή το νεαρό τότε Ελευθέριο και κατάλαβε από την πρώτη στιγμή όχι μονάχα από την εξωτερική εμφάνιση αλλά και από τη σύνεση και το αγνό ήθος του, ότι είχε μπροστά του έναν πιστότατο και ταλαντούχο νέο, που υποσχόταν πολλά για το μέλλον… Για το λόγο δε αυτό περιέβαλε ευθύς εξαρχής το νέο εκείνο με όλη την πατρική αγάπη του, φροντίζοντας ταυτόχρονα για την κατά Θεόν προκοπή του. Και οι προσπάθειές του δεν πήγαν χαμένες. Ο Ελευθέριος δηλ. προοέκοπτε, θα έλεγε κανένας, «σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις», όπως προέκοπτε, ως νέος, και ο Κύριος. Για το λόγο δε αυτό, ύστερα από τη συμπλήρωση των σπουδών του, ο Ανίκητος χειροτόνησε τον Ελευθέριο διάκονο, για να τον έχει βοηθό του. Στη συνέχεια δε τον χειροτόνησε σε νεαρότατη ακόμη ηλικία ιερέα. Και τελικά τον κατέστησε επίσκοπο Ιλλυρικού στην ηλικία των είκοσι μόλις ετών, εξαιτίας των διωγμών της εποχής τους, αλλά και των μεγάλων αναγκών της Εκκλησίας, ώστε να ακτινοβολεί το φως του Χριστού προς όλους «ταις θείας αρεταίς» αυτού, «ιερέων ποδήρη κατακοσμούμενος» κατά τον υμνογράφο της Εκκλησίας δηλ. σαν αρχιερέας άξιος της αποστολής του.
β) Η επισκοπική δράση του
Σαν επίσκοπος, ο Αγιος Ελευθέριος κήρυττε ακατάπαυστα και με ζήλο ιερό το Ευαγγέλιο του Χριστού προς όλους, πασχίζοντας ιδιαίτερα για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στους ειδωλολάτρες. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζεται από τους υμνογράφους της Εκκλησίας εύλογα ω «κήρυξ της εν Χριστώ ελευθερίας» στους υποδουλωμένους στην αμαρτία ανθρώπους.
Εκτός από τους δυνατούς λόγους του όμως με τους οποίους οδηγούσε πολλούς εθνικούς «εις την εις Χριστού πίστιν» ο Αγιος διακρινόταν και για την ένθεη ζωή και τα θεάρεστα έργα του, τα οποία «μιλούσαν» ευγλωττότερα, συντελώντας αποτελεσματικότερα στην καθαίρεση του Σατάν, για την οποία γίνεται λόγος και στο Απολυτίκιο της εορτής του. Για το λόγο αυτό οι υμνογράφοι της Εκκλησίας εγκωμιάζουν τον Αγιο όχι μονάχα για τις ένθεες διδαχές του, με τις οποίες άρδευε πλουσιοπάροχα τις καρδιές ιδιαίτερα «των επεγνωκότων Χριστόν τον Θεόν», αλλά και για τις θείες αρετές του και τα θαυμαστά τέρατα, που επιτελούσε με τις προσευχές του. Δεν ξεχνούσε άλλωστε ο Αγιος ποτέ το «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως όσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν ουρανοίς» (Ματθ. Ε΄ 18), που έλεγε ο Κύριος στους Μαθητές Του. Για τούτο προσπαθούσε και αυτός να φωτίζει τους γύρω από αυτόν ανθρώπους «ευκαίρως – ακαίρως» «βίω τε και λόγω και θαύμασι», χρηματίζοντας κατά το μεγαλυνάριο της εορτής του ως
«της ελευθερίας της εν Χριστώ
τοις δεδουλωμένοις μυσταγωγός»,
εξαιτίας της απέραντης αγάπης και των
θείων χαρισμάτων του.
γ) Η ανάληψη του παπικού θρόνου το 174 μ.Χ. και η ιεραποστολή στην Αγγλία.
Εξαιτίας της μεγάλης φήμης όμως που απέκτησε ο Αγιος ως επίσκοπος, μετά το θάνατο του Σωτήρα (174), κατέλαβε τον παπικό θρόνο της Ρώμης, φερόμενος στους επισκοπικούς καταλόγους ως Ελεύθερος (174-189). Από τον πάπα δε αυτόν, δηλ. από τον Αγιο, στάλθηκαν δύο ιεραπόστολοι, ο Φυγάτιος και ο Δαμιανός, στην Αγγλία στα χρόνια του ηγεμόνα Λούκιου. Για το λόγο αυτό αναφέρεται από το Μ. Γαλανό ότι «Ο βασιλεύς ταύτης (δηλ. της Αγγλίας) έγραψε προς αυτόν (δηλ. προς τον πάπα Ελευθέριο) επιστολήν, δια της οποίας εδήλωνε ότι προθύμως αυτός και ο λαός του θα προσήρχοντο εις τον Χριστιανισμόν. Ο Ελευθέριος έστειλε προς τούτο τον Φυγάτιον και τον Δαμιανόν, άνδρας ευσεβείς και πεπαιδευμένους, δια να κατηχήσουν εις την πίστιν του Λούκιον και τούτο θέλοντας εκ των υπηκόων του. Η αποστολή εξετελέσθη και τοιουτοτρόπως επέλαμψεν εις την «Βρεταννίαν το Χριστιανικόν φως» (Οι βίοι των Αγίων, τ. ΙΒ, Αθήναι 1988, 83). Για τον εκχριστιανισμό και άλλων λαών όμως εργάσθηκε άοκνα ο Αγιος, γιατί είχε παραλάβει από μικρός από τη μητέρα του, που είχε μαθητεύσει σε διαδόχους των Αποστόλων, το σύνθημα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. «Εις τον ένα εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Αυτό δε ακριβώς ήταν σύνθημα και ιδανικό της ζωής και του ιδίου του Αγίου, που προσπαθούσε να βαδίζει στα αιματόβρεχτα ίχνη των Μαθητών του Χριστού, «προς τον Χριστόν επιστρέφων λαούς» κατά τους υμνογράφους της Εκκλησίας.
δ) Η σύλληψη, οι ανακρίσεις και οι ομολογίες του
Την άγια ζωή του Ελευθερίου όμως και γενικότερα όλων των Χριστιανών φθόνησε, κατά τους βιογράφους του Αγίου, ο διάβολος, που ξεσήκωσε έναν διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Κατά το διωγμό αυτόν δηλαδή που έγινε από τον αυτοκράτορα Κόμμοδο (180-192) το 189, συνέλαβαν μεταξύ των πρώτων και τον Αγιο, εξαιτίας της ιεραποστολικής δράσης του, οι άνθρωποι του αυτοκράτορα και τον βασάνισαν σκληρά, για να αρνηθεί την πίστη του, χωρίς όμως να καμφθεί η αγάπη του και η υπομονή του ούτε για μια στιγμή. Κατά τις ανακρίσεις δηλ. και τα βασανιστήριά του, ο Αγιος ομολογούσε με τόσο μεγάλη παρρησία και πειστικότητα την πίστη του, ώστε δύο από τους βασανιστές του, ο Φήλικας και ο Κορέμονας, να πιστέψουν αυθόρμητα στο Χριστό και να πεθάνουν και αυτοί μαζί με τον Αγιο με θάνατο μαρτυρικό για τη νέα πίστη τους. «Δύο μόνον δε τούτους, λέγει ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αλλά και άλλους Έλληνες έως πεντακοσίους εβάπτισε (ο άγιος), πιστεύσαντας εις τον Χριστόν» . (Συναξαριστάς εκδ. Ορθ. Κυψέλη», τ. Β΄, Θεσ/νίκη 1981, σ. 318). Με τον τρόπο δε αυτό ο Αγιος δίδαξε προς όλους ότι η πίστη του Χριστού «καρδία μεν πιστεύεται εις δικαιοσύνη, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10,10), ώστε να ομολογούσε «την καλήν ομολογίαν ενώπιον πολλών μαρτύρων» (1 Τιμ., 6,12), όπως έγραφε και ο απ. Παύλος προς τον Τιμόθεο, εφόσον, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, «Ο ομολογών τον Υιόν και τον Πατέρα έχει» (1. Ιωαν., 2,23).
ε) Ο μαρτυρικός θάνατός του
Ύστερα δε από πολλά βασανιστήρια, που υπέμενε καρτερικά ο Αγιος, διατάχθηκε τελικά η «διά ξίφους» θανάτωσή του. Για το λόγο αυτό η Εκκλησία τιμά από τότε «την μακαρίαν του άθλησιν». Ύστερα από το μαρτυρικό θάνατο του όμως η μητέρα του Ανθία έτρεξε στο σκήνωμά του, που εναγκαλίσθηκε και καταφιλούσε, μη θέλοντας με κανένα τρόπο να αποχωρισθεί από αυτό. Για το λόγο δε αυτό προστάχθηκε η κατά τον ίδιο τρόπο θανάτωση και της Ανθίας ως χριστιανής, με την οποία συγκαταλέχθηκε και αυτή στο χορό των Αγίων Μαρτύρων.
Εξαιτίας δε του μαρτυρικού θανάτου του Αγίου, ο υμνογράφος της Εκκλησίας στρέφεται προς αυτόν και τον ικετεύει, λέγοντας:
«Αιμάτων τοις ρείθροις επισταζόμενος
τω Δεσπότη σου Χριστώ, μάκαρ, ανέδραμες
Διό μη παύση πρεσβεύων
Υπέρ των πίστει τιμώντων
την μακαρίαν σου άθλησιν».
Ύστερα από τα πιο πάνω, θα έλεγα ότι όλοι οι χριστιανοί πρέπει να τιμούμε τον ομώνυμο της ελευθερίας Αγιο και την μητέρα του Ανθία και να μιμούμεθα τα παραδείγματά τους, ώστε να περάσουμε και μεις από την κατάσταση της δουλείας στα πάθη «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21), χωρίς να ξεχνούμε «ου το Πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία» (2 Κ. 3,17).