Το Τμήμα Πληροφορικής και Επικοινωνιών του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (e-TEE), δημιουργήθηκε για να προάγει το θεσμικό ρόλο του ΤΕΕ ως τεχνικού συμβούλου της Πολιτείας και στο χώρο της Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Στόχος του e-TEE είναι να συμβάλλει με προτάσεις στη διαμόρφωση πολιτικών στο πεδίο των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), στην αξιοποίηση των ωφελειών των ΤΠΕ καθώς και στην αναβάθμιση του επαγγέλματος του επιστήμονα ΤΠΕ. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, το e-TEE απέστειλε πρόσφατα τις προτάσεις του προς το Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Στην επιστολή αυτή (το πλήρες κείμενό της παρουσιάζεται στο www.e-tee.org) προτείνονται συγκεκριμένες ενέργειες για τη βελτίωση των έργων ΤΠΕ στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, την αξιοποίηση των επιστημόνων ΤΠΕ, την αντιμετώπιση της διαφθοράς και την ενίσχυση της διαφάνειας με τη χρήση των ΤΠΕ. Εστιάζοντας στο ζήτημα της ενίσχυσης της διαφάνειας, στις προτάσεις του το e-TEE επισημαίνει ότι αναπόφευκτα, σε περιβάλλον οικονομικής κρίσης και με περιπτώσεις διαφθοράς να είναι συνεχώς στην επικαιρότητα, βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στην ουσιαστική αξιοποίηση της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση μπορεί να συντελέσει στη μείωση της διαφθοράς με πολλούς τρόπους. Αφαιρεί τη δυνατότητα συγκάλυψης παράνομων συναλλαγών και περιορίζει περιθώρια αυθαίρετων χειρισμών, που συχνά συνδέονται με τη διαφθορά. Με τη διατήρηση δεδομένων επί των συναλλαγών, αυξάνεται η πιθανότητα αποκάλυψης, καθιστώντας δυνατό τον εντοπισμό και τη σύνδεση μιας μη νόμιμης συναλλαγής με συγκεκριμένες ενέργειες και άτομα. Απλοποιώντας τους κανόνες συναλλαγής με το Δημόσιο, κάνοντάς τους διαφανείς και ξεκάθαρους, η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση μπορεί να ενισχύσει τη δυνατότητα πολιτών, επιχειρήσεων, Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και ΜΜΕ να εντοπίζουν και να καταγγέλλουν παράτυπες αλλά και παράνομες διαδικασίες.
Στη χώρα μας, ενώ αναπτύσσονται αντίστοιχα συστήματα ΤΠΕ για να υποστηρίξουν την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση, αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις, ουδέποτε λειτουργούν ή υπολειτουργούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σύστημα Δημόσιων Ηλεκτρονικών Προμηθειών, ένα έργο για το οποίο η χώρα μας έχει δεσμευτεί ρητά για την υλοποίησή του στην Ε.Ε., αλλά ουδέποτε το υλοποιεί (από την εμπειρία σε πολλές χώρες και στον ιδιωτικό τομέα, η εξοικονόμηση από σχετικά πληροφοριακά συστήματα αρχίζει από 15-20% και μπορεί να ξεπεράσει και το 50%). Η απαξίωση των έργων ΤΠΕ διευκολύνεται, σε ένα βαθμό, από την έλλειψη θεσμικού πλαισίου για την υλοποίηση των έργων ΤΠΕ, έλλειψη που πέρα από τις διαφορές που δημιουργούνται σε επίπεδο κοστολόγησης των έργων, αφήνει περιθώρια διάχυσης των ευθυνών, σε περίπτωση αποτυχίας των συστημάτων. Πολλά έργα ΤΠΕ, όπως παρουσιάζεται σε πρόσφατη μελέτη του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας, εμφανίζουν υπερβάσεις προϋπολογισμών και αστοχίες που συνδέονται με τη μη ικανοποίηση των αρχικών απαιτήσεων και με τη μη συμμόρφωση με προδιαγραφές ποιότητας. Τα προβλήματα αυτά έχουν επιπτώσεις στη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας που αντικατοπτρίζονται σε αντίστοιχους δείκτες. Π.χ., στην ηλεκτρονική ετοιμότητα (e-readiness), το δείκτη που καταδεικνύει κατά πόσο το επιχειρηματικό περιβάλλον μιας χώρας εκμεταλλεύεται τις ΤΠΕ, η Ελλάδα το 2009 υποχωρεί τρεις θέσεις σε σχέση με το 2008, καταλαμβάνει την 33η θέση σε 70 χώρες και είναι από τις τελευταίες χώρες στην Ε.Ε. Ενώ, σύμφωνα με στοιχεία του διεθνούς οργανισμού Transparency International, η χώρα μας αναφορικά με τη Διαφάνεια στο δημόσιο τομέα, υποχωρεί 14 θέσεις, σε σχέση με πέρυσι, και κατατάσσεται στην 71η θέση, στις τελευταίες θέσεις από τις χώρες της Ευρώπης αλλά και χαμηλότερα από χώρες όπως η Γκάνα, η Ναμίμπια και η Ταϊβάν.
Σε κάθε περίπτωση, τα συστήματα Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης για να πετύχουν, θα πρέπει να δίνουν ένα χειροπιαστό (μετρήσιμο) όφελος σε κάθε πλευρά: πολίτες, υπαλλήλους και ελεγκτικούς μηχανισμούς. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι λόγοι αποτυχίας των συστημάτων Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τη διαφθορά συνδέονται με: (i) την απλή μεταφορά των υπαρχουσών διαδικασιών σε ηλεκτρονικές, χωρίς να προηγηθεί ανασχεδιασμός των διαδικασιών της Δημόσιας Διοίκησης, (ii) την αντίδραση των υπαλλήλων σε αυτές τις αλλαγές (απαιτείται προηγούμενα αλλαγή συμπεριφοράς και κουλτούρας), (iii) τη στόχευση αποκλειστικά σε ένα άμεσο οικονομικό όφελος, (iv) την ελλιπή δέσμευση της ηγεσίας μιας δημόσιας υπηρεσίας για την επιτυχία και τη διάδοση των αντίστοιχων υπηρεσιών που παρέχει ηλεκτρονικά, και (v) την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών να αξιοποιήσουν τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες.
Με δεδομένη λοιπόν τη σχετική υστέρηση της χώρας σε θέματα Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, πρακτικές δράσεις, όπως για παράδειγμα η δημοσίευση πληροφοριών (π.χ. αποφάσεων) της Δημόσιας Διοίκησης στο διαδίκτυο, αυξάνουν την αίσθηση ευθύνης της διοίκησης. Η διαθεσιμότητα όμως και μόνο των πληροφοριών, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι και οι πολίτες θα χρησιμοποιούν αυτή τη δυνατότητα, απαιτώντας διαφάνεια μέσω αδιάβλητων διαδικασιών. Ειδικά σε χώρες με υψηλά ποσοστά ψηφιακού αναλφαβητισμού και χαμηλής διείσδυσης του διαδικτύου (ποσοστά αυξημένα για στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε., με βάση τα στοιχεία της Eurostat), η πλειοψηφία των πολιτών δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί άμεσα τις δυνατότητες της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Το όφελος επομένως της δημοσίευσης πληροφοριών της Δημόσιας Διοίκησης στο διαδίκτυο είναι περιορισμένο. Για να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη θα πρέπει: (i) να ενθαρρυνθούν οι πολίτες, να χρησιμοποιούν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, μέσω διαφήμισης, παροχής κινήτρων, εκπαίδευσης, ανάδειξης του οφέλους τους, (ii) να δημιουργηθούν ανεξάρτητοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι θα παρακολουθούν τις διαθέσιμες πληροφορίες, θα είναι σε θέση να τις επεξεργαστούν και να αποκαλύπτουν διαρκώς τις αδυναμίες των δημοσίων υπηρεσιών, ανεξάρτητα από συγκεκριμένες καταγγελίες πολιτών, και (iii) τα ΜΜΕ να εξοικειωθούν με τη διαδικασία ανίχνευσης και αξιοποίησης της δημόσιας πληροφορίας στο διαδίκτυο και να την αξιοποιούν δημιουργικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Επιπρόσθετες πρακτικές δράσεις που ενισχύουν τη διαφάνεια και θα μπορούσαν να έχουν άμεσα ορατά αποτελέσματα είναι να δημιουργηθούν τρία «ενιαία σημεία» (one-stop shops) που θα λειτουργούν ως δικτυακοί τόποι για την ολοκληρωμένη παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα: (i) ένα ενιαίο σημείο απλής υποχρεωτικής δημοσίευσης στο διαδίκτυο, όλων των προκηρύξεων, προμηθειών και διαγωνισμών (ακόμα και των πρόχειρων) του Δημοσίου, (ii) ένα ενιαίο σημείο υποχρεωτικής δημοσίευσης όλων των βημάτων και των απαραίτητων εγγράφων των συναλλαγών με τη Δημόσια Διοίκηση και των προβλεπόμενων ανώτατων χρόνων διεκπεραίωσης, και (iii) ένα ενιαίο σημείο όπου θα εμφανίζονται όλα τα αιτήματα πολιτών και επιχειρήσεων προς τη Δημόσια Διοίκηση, με τον αριθμό πρωτοκόλλου τους και τη χρέωση. Είναι τέλος αναγκαίο να αυξηθεί το πλήθος των βασικών δημόσιων υπηρεσιών που είναι πλήρως διαθέσιμες ηλεκτρονικά αλλά και να επεκταθεί η διαθεσιμότητα ευρυζωνικών συνδέσεων στους δημόσιους φορείς.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία είναι η σταθερή πολιτική βούληση της Πολιτείας, η άρση της κουλτούρας της ατιμωρησίας στη Δημόσια Διοίκηση αλλά και τους ιδιώτες (πολίτες και επιχειρήσεις) που εμπλέκονται σε πράξεις διαφθοράς. Η τεχνολογία μας δίνει τις ευκαιρίες για την άμεση συμμετοχή όλων στη διαμόρφωση των αποφάσεων και την ενίσχυση της διαφάνειας. Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μπορεί να αποτελέσει βάση για μια ουσιαστική βελτίωση της Δημόσιας Διοίκησης, μια αλλαγή που θα μεταβάλλει το πρόσωπο της καθημερινότητας του πολίτη και θα ωφελήσει πολλαπλά τη χώρα, μια διοικητική μεταρρύθμιση με αξία για τον πολίτη ακόμα και σε επίπεδο οικονομικό. Κατακτώντας αυτά, πρέπει να επενδύσουμε στα εργαλεία που μας δίνει η τεχνολογία αλλά και στο επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει η χώρα στις ΤΠΕ.
Ο Δρ. Βασίλης Χ. Γερογιάννης (gerogian@teilar.gr), είναι Μέλος Διοικούσας Επιτροπής e-TEE,
Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Διοίκησης και Διαχείρισης Έργων ΤΕΙ Λάρισας