«Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς». Ή μάλλον στη συγκεκριμένη περίπτωση μη μιλάς, μη ζητάς, κινδυνεύει η Ελλάς, λέει η κυβέρνηση και διά στόματος πρωθυπουργού στους Έλληνες πολίτες. Οπότε, υπό τέτοιες συνθήκες, δεν θα μπορούσε και να γελάμε άμα δεν αυξάνουν οι μισθοί, δεν αυξάνουν οι συντάξεις, απειλείται ο 13ος μισθός και γενικά δεν υπάρχει φως από πουθενά.
Πάντως, αυτοί οι πολιτικοί αρέσκονται να μας βάζουν σε διλήμματα και μεις να ζοριζόμαστε ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Τώρα είναι η σειρά του Γιώργου Παπανδρέου και μάλιστα δεν είναι και ορίτζιναλ. Γιατί το δίλημμα δεν είναι δικό του. Είναι «δανεικό». Το δανείζεται από τον πατέρα του Ανδρέα Παπανδρέου. Τι μας είπε; «Ή θα αφανίσουμε το χρέος ή το χρέος θα μας αφανίσει!». Ναι, αλλά έτσι όπως είναι τα πράγματα, ή τουλάχιστον έτσι όπως μας τα παρουσιάζουν, για να αφανίσουμε το χρέος πρέπει να αφανιστούμε εμείς! Και αυτός είναι ένας «συνδυασμός» που δεν μας τον είπε ο πρωθυπουργός, έτσι για να τον έχουμε κατά νου και να ξέρουμε τι ακριβώς μας περιμένει. Αντ’ αυτού μας είπε ότι η «πατρίδα βρίσκεται στην εντατική» και ότι το «δημοσιονομικό πρόβλημα απειλεί την εθνική κυριαρχία για πρώτη φορά από το 1974». Ενώ εκείνος ο έρμος ο Παπακωνσταντίνου, που τρέχει στα εξωτερικά και παρακαλάει για κάνα βερεσέ (τελικά φαίνεται ότι αυτός είναι καλύτερος στο παρακαλετό γι’ αυτό τον προτίμησε από τη Λούκα), δήλωσε «θα δυσκολευτούμε να στηρίξουμε τους ασθενέστερους». Ποιους «ασθενέστερους» χρυσέ μου; Εδώ ο πρωθυπουργός σου λέει ότι η πατρίδα είναι στην εντατική. Που πάει να πει ότι όλοι είμαστε ασθενείς, εξ ορισμού, σύμφωνα με την πρωθυπουργική προσέγγιση. Άρα τι «ασθενείς» και «ασθενέστεροι»; Εδώ φαίνεται είμεθα όλοι ημιθανείς και ούτε αντιγριπικά εμβόλια μας σώζουν, ούτε τίποτα. Εδώ αναζητείται τρόπος να περάσουμε σε διαδικασία ανάνηψης.
Αλλά, τέλος πάντων, αυτό το «χάπι» περί εντατικής να το καταπιούμε. Στο κάτω-κάτω της γραφής ασθενείς είμαστε. Αν δεν πάρουμε και ένα χάπι, τι θα πάρουμε; Φοντάν; Επειδή «κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε;!». Το άλλο, εκείνο περί κινδύνου της εθνικής κυριαρχίας για πρώτη φορά από το 1974 πώς να το χωνέψουμε;
Καταρχήν για να το πιάσουμε έτσι και στη βάση του το θέμα «ποια εθνική κυριαρχία;». Αυτή που τα ελληνικά νησιά και ο ελληνικός εναέριος χώρος και η θάλασσα των 6 μιλίων (για τα 12 ούτε λόγος, που υποτίθεται ότι τα δικαιούμαστε), έχουν γίνει «μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δίνετε», που σουλατσάρουν οι Τούρκοι όπως και όποτε τους κάνει κέφι; Την άλλη με το «κυπριακό», που παρότι μετά την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε. αναγάγαμε το θέμα σε «ευρωπαϊκό» από διμερές, παραμένει κλασικά άλυτο και προ ημερών ο Ερντογάν το ξέκοψε και στον Ομπάμα ότι δεν τίθεται θέμα αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο; Ή εκείνη που τα Σκόπια έχουν αυθαίρετα, ανενόχλητα και με επιτυχία παραποιήσει την ιστορία και «καβαντζώσει» διεθνώς το όνομα της «Μακεδονίας» και μεις τρέχουμε εκ των υστέρων ασθμαίνοντας να προλάβουμε;
Γιατί εμείς αυτή την «εθνική κυριαρχία» γνωρίζουμε ότι διαθέτουμε. Άμα λοιπόν, λέμε άμα, «κούφια η ώρα που τ’ ακούει», το βαρέσαμε το κανόνι και φτάσαμε να μπουσουλάμε έξω από την πόρτα του Νομισματικού Ταμείου θα το χάσουμε κι αυτό λέτε; Θα λένε: «άιντε ρε τους μπατίρηδες ποιος τους δίνει σημασία;». Ε, μην αρχίζουμε και τις τερατολογίες!
Το θέμα είναι εδώ τι κάνουμε; Όχι τι κάνει αυτή καθεαυτή η κυβέρνηση, που προεκλογικά έπιασε κι έταξε λαγούς με πετραχήλια και τώρα φυσικά δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει. Το θέμα εκείνο που είπαμε από την αρχή - αρχή και από τούτη δω τη θέση. Μην φτάσουμε στο «δυστυχώς επτωχεύσαμε» του Χαρίλαου Τρικούπη. Γιατί τότε το «κόστος» δεν θα είναι πολιτικό, που λίγο μας νοιάζει, αλλά εθνικό. Και αυτό είναι που μας... κόφτει.