Δεν μας έφταναν τα τόσα βάσανά μας, ήρθε και ο νέος υπουργός Οικονομικών να μας βάλει φωτιές. Κάθε Έλληνας πολίτης θα υποβάλει έντυπο για το πόθεν έσχεν.
Μέχρι τώρα το μέτρο ίσχυε για τους 300 κηφήνες του Κοινοβουλίου μας. (Είπαμε και άλλοτε πως για τη φτωχή μας Ελλαδίτσα 100 μόνο επίλεκτοι βουλευτές αρκούν).
Δεν έπιασε όμως, αν και ο εκάστοτε υπουργός των Οικονομικών, έβλεπε να μπαίνουν στη Βουλή, φτωχαδάκια αριβίστες και σε μια 4ετία, ν' αποκτούν βίλες και κότερα και μεγαλεία. Φώναζε ο έρμος ο λαός, αλλά όλοι τους σφύριζαν αδιάφορα. Κι είναι φανερό πως το πόθεν έσχες αυτό, ήταν σκέτη κοροιδία, αφού κάλυπτε παράνομους πλουτισμούς δημοσίων ανδρών, που είχαν το μέλι στο δάκτυλο. Ο Ελληνικός λαός, σε βάρος του οποίου, έγιναν γενναίες αφαιμάξεις, για λαμογιές «Επιφανών Ανδρών!» ποτέ δεν έμαθε κάτι. Κανέναν δεν είδε να λογοδοτεί.
Η Εκκλησία μόλις άκουσε για πόθεν έσχες και εισφορές αντέδρασε σφόδρα. Ο Τσάρος των οικονομικών της Εκκλησίας, ο εξ Ιωαννίνων Άγιος (μα τι μανία έχουν οι άνθρωποι αυτοί, να αυτοαποκαλούνται Άγιοι), είναι αυτός που όταν πηγαίνει συχνά στο εξωτερικό, αποβάλλει Μίτρες και ράσα και κάνει τις «δουλειές» του με κοφτό γενάκι και πολιτικά ρούχα. Είπε λοιπόν, πως εμείς δεν δίνουμε τίποτα. Δεν έχουμε πόλεμο, ούτε θεομηνία. Να τα δώσουν οι υπεύθυνοι της κρίσης!
Γιατί να μην συμμετάσχει και η Εκκλησία σ' αυτή την πανεθνική προσπάθεια ανόρθωσης; Τι θα κάνει τις μυθικές καταθέσεις της, τον πακτωλό μετοχών, τα ακίνητα, τις of shore ή τις χιλιάδες γόνιμες εκτάσεις, όταν το ποίμνιο για το οποίο κόπτεται, λιμοκτονεί και δυστυχεί; Ας ερμηνεύσουν καλύτερα τις γραφές του Χριστού.
Τώρα ζητάνε Πόθεν έσχες και από το λαό. Κατατρόμαξε ο κόσμος. Μου έλεγε φίλος ανήσυχος: «Μωρέ έχω κάτι οικονομίες και μερικές μετοχές, απομεινάρια του Χριστοδουλάκη. Να τα δηλώσω; Κι αν κάτσουν επάνω και μας τα φάνε;
Μωρέ δεν τα παρατάτε, επενέβη ο πειραχτήρης της παρέας. Εγώ λέω να κάνουμε έναν άλλο νόμο, που να επεκταθεί σε χίλιες δύο άλλες περιπτώσεις. Στην Ελλάδα του αλαλούμ τέτοιος νόμος χρειάζεται. Να σου πω εγώ τι Πόθεν έσχες χρειάζεται. Κι έριξε την κουβέντα στο ευτράπελο: «Πόθεν έσχες κύριε το δικαίωμα να λαδώνεσαι, να χρηματίζεσαι και ν' ασκείς πιέσεις και εκβιασμούς ή να χρησιμοποιείς την εύνοια και το μέσον, για να καλύπτεις τις ανομίες σου; Πόθεν έσχες το δικαίωμα να παραμερίζεις τον άξιον, για να προωθείς τον σκερβελέ και ανίκανο; Να σπρώχνεις σαλιγκάρια και να κόβεις φτερούγες αετών;
Πόθεν έσχες το δικαίωμα, σαν γιατρός, να εκμεταλλεύεσαι τον πόνο, το δάκρυ και την απόγνωση του ασθενή;
Πόθεν έσχες το δικαίωμα κ. βουλευτά, να αμείβεσαι ηγεμονικά και ν' απολαμβάνεις το χάδι του Νόμου, που σεις ψηφίσατε, για να έχετε λιμουζίνες και γραφεία, με γραφιάδες που δεν πληρώνετε εσείς; Να έχετε προστασία και ασφάλεια (ποιος σας απειλεί;), απαλλαγές ή συμμετοχές σε χρυσοφόρες επιτροπές;
Πόθεν έσχες το δικαίωμα να μιλάς για ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, όταν σε πνίγει το χρέος του δανεισμού; Εγώ δεν άκουσα, ούτε είδα ποτέ κάποιον να χρωστά και να νιώθει ανεξάρτητος. Όποιος χρωστά, σκύβει το κεφάλι του και κόβει τα μεγάλα λόγια. Το χρέος σε κάνει υποχείριο. Πόθεν έσχες το δικαίωμα να καταδικάζεις μισθωτούς και εργαζόμενους σε μισθούς πείνας;
Και πάμε ακόμα πιο πέρα. Πόθεν έχετε το δικαίωμα Μεγάλοι Δάσκαλοι, να λυμαίνεστε τον κρατικό κουρβανά και να αδιαφορείτε για το παιδευτικό σας έργο; Κι εσείς τενεκέδες, κύμβαλα και αλαζόνες ψευτοδιανοούμενοι, με χίλια δυο κουσούρια, πόθεν έχετε το δικαίωμα, να φιγουράρετε ως ποιητές και λογοτέχνες;».
Έχω τόσα κι άλλα τόσα «Πόθεν έσχες», συνέχισε το πειραχτήρι, αλλά ποιος μ' ακούει;
Κι όλοι γελάσαμε, συναινούντες και επαυξάνοντες.