Η ελευθερία είναι ένα πολύτιμο ατομικό και κοινωνικό αγαθό, άνευ του οποίου η ζωή των λαών και του καθενός μας ξεχωριστά δεν θα είχε παρά μηδαμινή αξία. Δυστυχώς, δεν την απολαμβάνουν σήμερα όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη μας και, όσοι τη γεύονται, χρειάστηκε κατά καιρούς να την ποτίσουν είτε οι ίδιοι είτε κάποιοι άλλοι πριν απ’ αυτούς με πολύ δάκρυ και άφθονο αίμα. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι δυνατόν να περιορισθεί ή να χαθεί απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, γι’ αυτό και χρειάζεται επαγρύπνηση.
Ωστόσο, την απόλυτη και χωρίς όρια ελευθερία είναι σχεδόν αδύνατο να τη γευθεί κανείς στις ανθρώπινες κοινωνίες, γιατί, όπως το φάρμακο και ο άκρατος οίνος χρειάζονται δοσολογία, για να μας είναι ωφέλιμα και χρήσιμα στη ζωή μας, έτσι και η ελευθερία χρειάζεται τη δοσολογία της, διαφορετικά καταντά ασυδοσία και μπορεί να καταστρέφει. Γι’ αυτό, όσοι τη γευόμαστε, καταλήξαμε και αποδεχθήκαμε ως μέτρο, που ρυθμίζει τις κοινωνικές μας σχέσεις, το να φθάνει η ελευθερία του καθενός μας αλλά και των λαών ως εκεί, που αρχίζει η ελευθερία των άλλων` και, δυστυχώς, το όριο αυτό δεν είναι διόλου εύκολο να το προσδιορίσεις.
Αλλά και αυτήν, ακόμα, τη με μέτρο ελευθερία η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων με τις επιλογές μας την περιορίζουμε από μόνοι μας ακόμα περισσότερο. Πρώτη και καλύτερη περιορίζει την ελευθερία του νου και της καρδιάς μας η καταναλωτική μας μανία, που κρατά εγκλωβισμένο το «είναι» μας σε μια προσπάθεια ικανοποίησης της ανικανοποίητης απληστίας μας. Τρέχουμε, λοιπόν, ακατάπαυστα απ’ το πρωί ως το βράδυ και δεν προλαβαίνουμε να σκεφθούμε τίποτε άλλο πάρεξ χρήμα και τρόπους, ποικίλους τρόπους, απόκτησής του, νόμιμους και άνομους.
Η μόδα απ’ την άλλη περιορίζει τις επιλογές μας, μας συνθλίβει, μας ξεζουμίζει, μας καθυποτάσσει στις ορέξεις της και μας καθιστά δούλους της. Όποιος τολμήσει να της αντισταθεί και να την αγνοήσει, πληρώνει ακριβά το τίμημα μιας τέτοιας επιλογής, αφού θεωρείται πισωδρομικός, συντηρητικός και ξεπερασμένος απ’ τις εξελίξεις. Οπότε, ακολουθούμε τις επιταγές της και έχουμε, έτσι, το κεφάλι μας ήσυχο, το πορτοφόλι μας άδειο και την ελευθερία μας κουτσουρεμένη.
Εξάλλου, επειδή δίνουμε μεγάλη σημασία για το ποια γνώμη έχουν και τι θα πουν οι άλλοι για μας, αναγκαζόμαστε πολλές φορές να κάνουμε χάριν των άλλων πράγματα, που δεν μας αρέσουν και, αν εξαρτώνταν μόνο από μας, δεν θα τα κάναμε ποτέ, οπότε ψαλιδίζουμε, έτσι, και άλλο την υποτιθέμενη ελευθερία μας.
Αλλά και ως ψηφοφόροι ή οπαδοί κάποιου κόμματος, πόσες φορές εθελοτυφλώντας δεν αναγκαζόμαστε να αυτοπεριοριζόμαστε, να σιωπούμε, να φιλούμε κατουρημένες ποδιές, να τσαλακώνουμε την αξιοπρέπειά μας χάριν της ικανοποίησης κάποιου αιτήματός μας, παρότι από μέσα μας βράζουμε από οργή και αγανάκτηση; Αντιλαμβανόμαστε, τάχα, ότι κατ’αυτόν τον τρόπο εξαγοράζοντας κάποιοι τη σιωπή μας και καθιστώντας μας απλούς χειροκροτητές μας αναγκάζουν να περιορίζουμε ακόμα περισσότερο το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και κριτικής;
Πέραν όλων αυτών ποιον από μας δεν καταδυναστεύει ο φόβος του θανάτου και πόσοι αρνούμαστε να υποταχθούμε στα πάθη και στις αδυναμίες μας, όπως είναι η ζηλοφθονία, η εκδικητικότητα, το μίσος και γενικά όλες οι άλλες κακίες, καθώς και το τσιγάρο, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, το φαγητό, η παχυσαρκία και πάει λέγοντας;
Θα περίμενε κανείς μοναδική εξαίρεση άρνησης στο ψαλίδισμα της ελευθερίας τους να αποτελούν οι νεολαίοι, που απ’ τη φύση τους επαναστατούν στην ιδέα και μόνο ότι κινδυνεύουν να πάψουν να είναι ελεύθερες και αυτόνομες παρουσίες. Εν τούτοις και αυτοί, ίσως περισσότερο αυτοί, πέφτουν θύματα και του μιμητισμού και του καταναλωτισμού και της μόδας και των παθών και αδυναμιών τους. Και επειδή υπάρχουν ορισμένοι νεολαίοι, που επαναστατούν καταστρέφοντας ό,τι βρίσκουν γύρω τους, για να εκδικηθούν τους υπαιτίους αυτής της κατάστασης, αν ζούσε ο Γιάννης Τσαρούχης θα τους έλεγε, όπως είπε το 1975 σε μια συνέντευξή του: «Είναι ωραίο να βλέπουμε τη νεολαία να επαναστατεί, αλλά μην ξεχνάμε ότι ο επαναστάτης πρέπει να διασώζει καθετί το παλιό, που κινδυνεύει, και να ανοίγει δρόμο σε ό,τι καινούργιο θα ’ρθει. Δεν πιστεύω στην επανάσταση, που μόνο καταστρέφει».
Έτσι, δυστυχώς, έχει η κατάσταση, σχετικά με το αν και πόσο ελεύθεροι είμαστε στις μέρες μας. Την κάνει, μάλιστα, πιο τραγική το γεγονός, ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, πως με τη δική μας συναίνεση έχουμε κάνει υπερβολικά μεγάλες εκπτώσεις στην ελευθερία μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Έτσι, αντί να αντιδρούμε δυναμικά και έντονα στα κελεύσματα, όσων μας καταδυναστεύουν, υποδουλωθήκαμε σ’ αυτά και εξαντλούμε την επαναστατικότητά μας ασκώντας κριτική στην εκάστοτε κυβέρνηση και στρεφόμενοι εναντίον των οργάνων τάξης, που, αν μη τι άλλο, οι δημοκρατικές κοινωνίες τα χρησιμοποιούν, προκειμένου να προστατεύουν τα μέλη τους από όσους κάνουν κατάχρηση της ελευθερίας τους.
Αν, λοιπόν, επιθυμούμε να νιώθουμε και να είμαστε περισσότερο ελεύθεροι, πρέπει τα βέλη μας να τα ρίξουμε και προς άλλες κατευθύνσεις, για να σταματήσουν κάποιοι να μας εκμεταλλεύονται και να μας χρησιμοποιούν ως στυμμένες λεμονόκουπες.