Ο Όσιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μ. Ασίας κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα και για το λόγο αυτό χαρακτηρίζεται και ως «Παφλαγών». Χαρακτηρίζεται όμως και ως «ηγιασμένος εν κοιλίας μητρός, ώσπερ ο θείος Σαμουήλ», και ως φίλος των μικρών παιδιών ιδιαίτερα, γιατί τα υπεραγαπούσε. Τα κυριότερα από τα περιστατικά της ζωής του ήταν τα εξής:
α) Η απέκδοση του παλαιού ανθρώπου και η επένδυση του νέου.
Κατά την παιδική ακόμη ηλικία του ο όσιος είχε διδαχθεί από τους χριστιανούς γονείς του να είναι «λιτός εις την δίαιταν» και, κατά τον Μ. Γαλανό, «να θεωρή το χρήμα ωρισμένον εις την ανακούφισιν και περίθαλψιν των πτωχών και των πασχόντων» (Βίοι Αγίων, τ. ΙΑ, Αθήναι 1988, σελ. 128). Για τούτο, μετά την κοίμηση των γονέων του, ο πονόψυχος άγιος διαμοίρασε αρχικά την περιουσία του στους πτωχούς ξεριζώνοντας κυριολεκτικά τη ρίζα της φιλαργυρίας, που, κατά τον απόστολο Παύλο, είναι η ρίζα όλων των παθών (Βλ. Α΄ Τιμ. 6,10). Στη συνέχεια δε κατέφυγε στην ερημιά, όπου αγωνίστηκε με την καθοδήγηση κάποιων γερόντων να απεκδυθεί τελείως «τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ταις επιθυμίαις» και ταυτόχρονα να ενδυθεί «τον νέον, τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ΄ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ. 3,9-10). Για την καλύτερη μάλιστα άσκησή του κατέφυγε και σε ένα σπήλαιο, όπου επιδόθηκε σε εντονότερες πνευματικές ασκήσεις, καθαίροντας τον εαυτό του πιο πολύ από τα ψυχοφθόρα πάθη και κατακτώντας «χάριτι Θεού» τις κορυφές των θεοποιών αρετών, που, σαν σκάλα, ανεβάζουν κάθε πιστό στον ουρανό.
Για το λόγο άλλωστε αυτό χαρακτηρίζεται και από τον υμνογράφο της Εκκλησίας ως
«Στήλη έμψυχος της εγκρατείας,
(και) στύλος άσειστος της Εκκλησίας,
ανατεθείς τω θεώ εκ νεότητος».
β) Τα ουράνια χαρίσματα και η ιεραποστολική δράση
Ύστερα από αρκετά χρόνια αγώνων πνευματικών, η ψυχή του αγίου άρχισε να καταλαμπρύνεται από ουράνια χαρίσματα και να γίνεται όλη φως.
«Ανατεθείς γαρ Θεώ εκ νεότητος,
αναφέρεται για τούτο στο απολυτίκιο της εορτής του,
κατοικητήριον ώφθης του Πνεύματος». Για τούτο αναφέρεται και πάλι από τον Μ. Γαλανό ότι «δεν ελύπησε ποτέ κανέναν, η μεγαλυτέρα δε χαρά του ήτο να συντελή προς επαναφοράν της γαλήνης εις τας τεταραγμένας ψυχάς» (όπ.π.). Η άγια ζωή του Στυλιανού όμως και τα θεία χαρίσματα διαφημίστηκαν και στα γύρω μέρη, από όπου έσπευδαν πολλοί κοντά του, προσμένοντας να βρουν παρηγοριά και ενίσχυση πνευματική στη ζωή, αλλά και θεραπεία πολλές φορές από ανίατες ασθένειες. Προς όλους δε αυτούς ο πλημμυρισμένος από τη θεία χάρη άγιος προσπαθούσε να ενσταλάξει τα σπέρματα του θείου λόγου και της παρηγοριάς, θεραπεύοντας σε ωρισμένες περιπτώσεις κάποιους και από ανίατες ασθένειες. Για το λόγο δε αυτό χαρακτηρίζεται από τους υμνογράφους της Εκκλησίας ως «των Ιάσεων ταμείον και ως «παρήγορος» και «παράκλητος» των συνανθρώπων του, εφόσον πότιζε ακατάπαυστα τον καθένα όχι μονάχα με «ποτήριον ψυχρού ύδατος», αλλά και με το ύδωρ το ζων των θείων Γραφών, από το οποίο όποιος πιεί, κατά τους λόγους του Κυρίου, «ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4,14).
γ) Η ιδιαίτερη αγάπη του για τα μικρά παιδιά
Εντελώς ιδιαίτερα όμως αγαπούσε ο άγιος τα μικρά παιδιά, εξαιτίας προφανώς της ακακίας τους και της ταπεινοφρύσης. Για το λόγο αυτό άλλωστε έλεγε, κατά τον Μ. Γαλανό, ότι «εάν η ταπεινοφροσύνη αποτελή το θεμέλιον των αρετών, η παιδική ηλικία εκ φύσεως είναι περισσότερον ενάρετος, παρ΄ ότι οι μεγαλύτεροι των φιλοσόφων» (όπ. π.). Εξαιτίας δε της αγάπης του αυτής, θεράπευε με τις ιδιαίτερες προσευχές του πολλά από τα άρρωστα παιδιά, που έφερναν σ΄ αυτόν, ενώ ταυτόχρονα ενδιαφερόταν για την πνευματική καθοδήγησή τους, έχοντας και ο ίδιος, καθώς φαίνεται, παιδική ψυχή, αθώα και άπλαστη». Εξαιτίας δε της πιο πάνω στάσης και γενικότερα της αγάπης του, παριστάνεται από τους αγιογράφους πάντοτε με ένα βρέφος στην αγκαλιά του, ενώ εξυμνείται και από τους υμνογράφους της Εκκλησίας ως προστάτης των αθώων μικρών παιδιών γιατί στο έργο αυτό είχε στρέψει όλους τους θησαυρούς της αγάπης του, θησαυρίζοντας, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου, «εν ουρανώ» (Ματθ. Στ΄ 20).
«Όθεν των ιάσεων ανεδείχθης ταμείον,
αναφέρεται για τούτο στο κοντάκιο της εορτής του,
και προστάτης ένθεος νεογνών και νηπίων».
δ) Η οσιακή κοίμησή του και τα μετά από αυτόν θαύματα
Ύστερα από πολλά χρόνια βέβαια, έφθασε και για τον άγιο η ώρα της κοίμησης και της μετάστασης της ψυχής του στους ουρανούς. «Όθεν δοξολογήσας τον Θεόν, λέγει ο βιογράφος του, απήλθε προς Κύριον, λάμψοντος του προσώπου αυτού ως ηλίου». Και μετά την οσιακή κοίμησή του όμως, την οποία προγνώρισε, ο άγιος δεν έπαυσε να θαυματουργεί. Για τούτο αναφέρεται γι΄ αυτόν ότι «Οπηνίκα ο φθοροποιός θάνατος διά της των νεογνών θνήξεως ατεκνούσας απετέλει, το του Αγίου όνομα αι μητέρες επικαλούμεναι και το τίμιον αυτού χρωματουργούσαι εικόνισμα, προς τεκνοποιία αύθις μετεσκευάζοντο».
Τον άγιο δε αυτό, που αναδείχτηκε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας» και ταυτόχρονα «κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος», πρέπει να τιμούμε και να τον παρακαλούμε όλοι οι Χριστιανοί να ικετεύει «Χριστόν τον Θεόν» «δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος». Να μην ξεχνά δε ο καθένας μας να αγαπά και να φροντίζει ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά, γιατί αυτά αποτελούν, όπως σωστά ειπώθηκε, την ελπίδα του Θεού (και όλων μας) για το μέλλον της ανθρωπότητας. Εκτός από την αγάπη αυτή μάλιστα, πρέπει να γινόμαστε και μεις... στις καρδιές, σαν τα μικρά παιδιά, εφόσον ο Κύριος το ζήτησε, λέγοντας ότι «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. Ιη΄ 3).
Κλείνοντας το όλο θέμα, θα έλεγα ότι είναι ανάγκη και καθήκον κάθε Χριστιανού να στρέφεται μαζί με τον υμνογράφο της Εκκλησίας προς το φίλο των ανθρώπων άγιο και να εξυμνεί τις αρετές του, ενώ ταυτόχρονα θα παραδειγματίζεται από αυτές και θα ζητεί τη βοήθειά του, λέγοντας: «Πάτερ όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεγος».