Του Δρ. Ι. Παπαδημόπουλου
Η διαδικασία εκλογής του νέου αρχηγού στη Ν.Δ. άρχισε στραβά και εξακολουθεί να πορεύεται στραβά σε αρκετά σημεία, γιατί, ύστερα από τη βαριά ήττα που υπέστη η παράταξη στις πρόσφατες εκλογές, δεν επικράτησε η επιβαλλόμενη ψυχραιμία και σύνεση μεταξύ των κορυφαίων στελεχών και των διεκδικητών του αξιώματος, ώστε να προκριθεί μια σύντομη διαδικασία, που θα απέκλειε την πόλωση και θα προφύλαττε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την ενότητα της παράταξης, χωρίς να την αφήσει για μικρό χρονικό διάστημα ακέφαλη σε στιγμές κρίσιμες για τη χώρα. Έτσι αναλώθηκε πολύτιμος χρόνος τελείως ανώφελα σε μια κριτική με υπονοούμενα, χωρίς να επισημαίνονται και να αναλύονται τα λάθη που οδήγησαν στην ήττα. Ή θα έπρεπε να αποσιωπηθούν στην παρούσα φάση ή να ειπωθούν αυτά, να καυτηριασθούν και να προβληθεί η νέα πορεία της παράταξης. Δεν είναι καθόλου κομψό να συμμετέχεις σε μια κυβέρνηση, να έχεις ευθύνες για τη μέχρι τώρα πορεία και να πετροβολάς αυτήν την κυβέρνηση, μιλώντας για κλειστούς μηχανισμούς και για κλειστές πόρτες και παράθυρα, που πρέπει ν’ ανοίξουν για να μπει φρέσκος αέρας. Μηχανισμοί υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν και στο μέλλον. Χωρίς μηχανισμούς τίποτα δεν κινείται. Απλώς έπρεπε να κτυπηθεί το φαινόμενο των μονόπλευρων και κλειστών μηχανισμών, που απέκλειαν την πρόσβαση στους πολλούς συνυπεύθυνους παράγοντες της διαμόρφωσης της εφαρμοστέας πολιτικής και στους πολίτες, που ανησυχούσαν για τα τεκταινόμενα. Λειτουργούσε με άλλα λόγια ο μηχανισμός της παρέας ερήμην των πολλών. Έτσι ωρίμασε η ιδέα να ανοιχθεί το κόμμα στην κομματική βάση για να αναλάβει αυτή την ευθύνη εκλογής του νέου αρχηγού.
Η άμεση εκλογή έχει περισσότερη δημοκρατική χροιά και επιπλέον αφαιρεί το δικαίωμα από το λαό να γκρινιάζει χωρίς μέτρο για οποιαδήποτε κακή εξέλιξη των πραγμάτων, αφού ο ίδιος ο λαός ευθύνεται για τις επιλογές του. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε επιλογή από το λαό είναι χωρίς άλλο και ορθή, καθ’ όσον και ο λαός υπόκειται σε επηρεασμό από τα Μ.Μ.Ε., από τις ρητορικές υποσχέσεις των υποψηφίων, από διάφορα διλήμματα κ.λπ.
Πέραν τούτου, η επιλογή από το λαό, από την κομματική βάση, δεν απεικονίζει οπωσδήποτε την πραγματικότητα, γιατί η συμμετοχή στην εκλογή δεν είναι καθολική. Εάν π.χ. οι οπαδοί της Ν.Δ. είναι 3 εκατομμύρια και συμμετάσχει στην εκλογή του προέδρου του κόμματος μόνο το 20% αυτός είναι δυνατόν να εκλεγεί από το μισό του 20% συν ένα, δηλαδή, ας πούμε από το 11%. Αν ψήφιζε το σύνολο των οπαδών, θα είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα; Μπορεί ναι, μπορεί όμως και όχι. Συνεπώς είναι όλα σχετικά και όποιος έχει καλύτερους μηχανισμούς κινητοποίησης της προσκείμενης σ’ αυτόν βάσης θα είναι και ο νικητής. Να, λοιπόν, η σημασία των μηχανισμών.
Κάτω από αυτές τις σκέψεις, αν όλα λειτουργούσαν αντικειμενικά και αξιοκρατικά, θα μπορούσε να προκύψει και μια επιτυχής εκλογή από τον περιορισμένο αριθμό των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας, τα οποία αντιπροσωπεύουν, θεωρητικά τουλάχιστον, ολόκληρη την κομματική δύναμη των γενικών εκλογών και συνεπώς πρόκειται για πιο διευρυμένη λαϊκή συμμετοχή, έστω έμμεση.
Τέλος, ορθή θα μπορούσε να ήταν και μια εκλογή από το συνέδριο, πέραν από οποιαδήποτε σύνθεση των μελών, αφού αυτά ήταν εκπρόσωποι αιρετοί όλων των κοινωνικών ομάδων και διέθεταν τη δεδηλωμένη της βάσης και μάλιστα με ένα μεγάλο αριθμό εκπροσώπων που άγγιζε τις πέντε χιλιάδες. Ας μην ξεχνούμε ότι μόλις προχθές εκλέχθηκε ο νέος πρόεδρος του σοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας των 80 εκατομμυρίων από ένα εκλεκτορικό σώμα μόνον 524 εκλεκτόρων.
Εν πάση περιπτώσει, προκρίθηκε η λύση της εκλογής του προέδρου του κόμματος απευθείας από την κομματική βάση και άρχισαν οι βαρύγδουπες διακηρύξεις των υποψηφίων και τα ρητορικά σχήματα, ότι «μαζί θα προχωρήσουμε» κ.λπ., πράγματα πρακτικώς ανεφάρμοστα. Και το χειρότερο, οργανώθηκαν περιοδείες σ’ ολόκληρη τη χώρα από τους υποψηφίους με ομιλίες, που δεν είχαν μόνο στοιχεία άμιλλας για το καλύτερο, αλλά και αρκετές οξείες αντιπαραθέσεις που δεν ταιριάζουν σε ενδοοικογενειακές υποθέσεις. Το κλίμα το χειροτέρεψαν κυρίως οι προπομποί των υποψηφίων, οι οποίοι, επισκεπτόμενοι πόλεις για την προετοιμασία των ομιλιών των υποψηφίων, ξέφυγαν από το μέτρο και από τους κανόνες της δεοντολογίας και επιτέθηκαν στους αντιπάλους ανάρμοστα. Έτσι, η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε και στη βάση και κλόνισε ισχυρά την ενότητα στη Ν.Δ., που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Το ακόμα χειρότερο ήταν μέχρι σήμερα το γεγονός ότι πολιτικοί και άλλοι αξιωματούχοι σπεύδουν ο ένας μετά τον άλλο να στηρίξουν τη μία ή την άλλη υποψηφιότητα για ευνόητους λόγους. Θα ήταν προτιμότερο να είχαν αποφευχθεί αυτές οι δηλώσεις συμπαράστασης, γιατί, ας μην κρυβόμαστε πίσω από τα δάχτυλά μας, προκαλούν εχθρότητα, φθόνο και όξυνση σχέσεων. Αλλού το θάρρος της γνώμης και όχι σε ώρες που όλοι φλέγονται από τον κοινό πόθο να ιδούν την παράταξη να ανασυντάσσεται. Οι υποψήφιοι για τέτοιες θέσεις είναι γνωστοί στη βάση του κόμματος, καθώς και οι απόψεις τους. Θα αρκούσε μια κοινή εμφάνιση και ένα περίγραμμα θέσεων, αρχών και ιδεών του καθενός και καμία άλλη κινητοποίηση, πλην της κινητοποίησης του κομματικού μηχανισμού για προσέλευση των οπαδών στις κάλπες. Πάντως, αυτή η «προεκλογική» καμπάνια δεν χρειαζόταν, γιατί εμφάνισε πολωτικές τάσεις και συντάραξε τα θεμέλια της ενότητας.
Αναλώθηκαν δύο ολόκληροι μήνες σε μια «πολυτελή» και ανώφελη διαδικασία, που άφησε τη χώρα χωρίς οργανωμένη αξιωματική αντιπολίτευση, σε μια εποχή μεγάλων προκλήσεων και δισεπίλυτων προβλημάτων, ενώ παρουσιάστηκαν συγχρόνως ρήγματα και πληγές που, αν δεν επουλωθούν τις λίγες, έστω, ημέρες που απομένουν μέχρι την ημέρα της κρίσεως, θα είναι ίσως αργά την επομένη. Η επόμενη ημέρα πρέπει να βρει τη βάση της Ν.Δ. ενωμένη και ισχυρή για το καλό της, αλλά κυρίως για το καλό της πατρίδας. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τη διασπάσει. Η αυριανή ημέρα πλησιάζει και η σφυρηλάτηση της ενότητας είναι χρέος όλων των οπαδών της Ν.Δ.