Κάθε δραστηριότητα, απασχόληση ή εργασία, εκφράζεται πάντοτε με το ανάλογο λεξιλόγιο και την ανάλογη ορολογία, επιστημονική ή λαϊκή. Το εύρος της γλώσσας τότε αυξάνει, που σημαίνει ότι σε μεγάλο ποσοστό αγνοείται από τους πολλούς, όταν επικεντρώνεται σε ορισμένο επάγγελμα, όπως του γιατρού, του ψαρά, του κτίστη, του αστροφυσικού κ.ο.κ. Μην κατανοώντας, δηλαδή, την ορολογία μιας ανθρώπινης δραστηριότητας, περιορίζουμε τη γνώση μας, που σημαίνει ότι αγνοούμε πολιτιστικά δεδομένα. Γράφω αυτές τις σκέψεις με αφορμή την πρόσφατη εμπειρία μου σχετικά με την οικοδομή και τη στέγη του σπιτιού. Ιδού πώς έχουν τα πράγματα:
«Εφυγαν οι καβαλάρηδες, ξεκόλλησαν, τους πήρε ο αέρας…θέλουν άλλαγμα...», ήταν η διαπίστωση του φίλου μηχανικού Αντώνη Κ., που έκανε γενικό έλεγχο του σπιτιού μου που πρόσφατα αξιώθηκα να αποκτήσω στα Κάτω Λεχώνια. «Εφυγαν οι καβαλάρηδες. Δεν τους βλέπεις; Θέλουν αντικατάσταση», επανέλαβε, κοιτάζοντας εξεταστικά την κεραμιδοσκεπή. Γι’ αυτούς τους καβαλάρηδες μιλούσε. Στο νου μου ήρθαν άλλες εικόνες από τη ζωή του χωριού και τις αφηγήσεις: οι σκαριάτες στους γάμους, ο Αϊ-Γιώργης ο Καβαλάρης, ο έφιππος Νικόλαος Πλαστήρας, το ιππικό του ΄Αρη Βελουχιώτη, οι καβαλάρηδες στους Δροσουλίτες της Κρήτης. Οι καβαλάρηδες της στέγης ήταν άλλης τάξεως ! Αυτοί ενώνουν τις πλευρές της στέγης στην κορυφή, ο ένας δίπλα στον άλλον, χέρι-χέρι. Είναι καβαλάρηδες μεταφορικά.
Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ στη ζωή μου με σπίτια και στέγες και... καβαλάρηδες. Παρακολουθώντας τις εργασίες και τις συζητήσεις του μηχανικού με τον ειδικό μάστορα, τον «στεγά» Αποστόλη, άκουγα κάθε φορά και λέξεις που αγνοούσα, λέξεις της μαστορικής. Γνωρίζω, βέβαια, ότι οι Ηπειρώτες μάστοροι ( χτιστάδες, πελεκάνοι κ.ά.) είχαν αναπτύξει μια δική τους συνθηματική γλώσσα, όπως συνθηματική παιδική γλώσσα είναι τα «κορακίστικα». Εδώ, όμως, είχαμε ένα εντελώς άγνωστο (για μένα) λεξιλόγιο, με παρομοιώσεις και μεταφορές, λεξιλόγιο ποιητικό, θα έλεγα. Αυτό το γεγονός με παρακίνησε να καταγράψω αυτές τις λέξεις που συναπαρτίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τη «γλώσσα της στέγης».΄Ακουγα λ.χ. για ψαλίδια και παπάδες, για πέταβρα και τσιμπίδια, για φεστόνια και φορούσια, για daw και ασφαλτόπανο, για αντηρίδες και για «σάντουιτς», για δοκούς και διαδοκίδες, για ζευτά και μαχιές, για κρηπίδα και κούτελο, για θυροστόμ(ι) και παρακάθ(ι),για πέτσωμα ή σκουρέτο, για σουφαντοπί και εργαλείο, για ραμποτέ και λειψάδες, για καϊτια και πορτοσιά, για δεσποτάκι και κοιλοδοκούς...
Μάλλον είχα γίνει λίγο ενοχλητικός με τις απορίες και τις ερωτήσεις μου, αλλά όλα αυτά για μένα ήταν αποκάλυψη μιας άλλης πλευράς της γλώσσας μας. Και δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς αυτή την ιδιόλεκτο, αλλ΄ ωστόσο ζωντανή γλώσσα, που αν και μιλιέται από μια τάξη επαγγελματιών, αφορά όλους μας. Και μας αφορά ουσιαστικά, αφού αναφέρεται στο σπίτι μας!
Θα επιχειρήσω να περιγράψω το «σάντουιτς», που κάνουν στις σοφίτες μόνο, όπου δηλαδή δεν έχουμε τριφτό ταβάνι, αλλά βλέπουμε απευθείας το ραμποτέ, το ξύλινο ταβάνωμα. Λοιπόν, πάνω από το ραμποτέ μπαίνει το daw (το πεπιεσμένο μπλε αφρολέξ), μετά το πέτσωμα ή το σκουρέτο (σανίδες καρφωμένες), επάνω σ΄αυτό τα πηχάκια-νεροχύτες, έπειτα το ασφαλτόπανο, τα καδρόνια και, τέλος, κάρφωμα των κεραμιδιών. Με το «σάντουιτς» εξασφαλίζουμε την πιο καλή και αποτελεσματική μόνωση της στέγης, για το χειμώνα και το καλοκαίρι.
Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι τα σπίτια μας δεν είναι απλά σκεπασμένα με κόκκινα κεραμίδια, αλλά σκεπασμένα με τον πολιτισμό της γλώσσας, την ποιητικότητα και τη δημιουργική φαντασία των μαστόρων και των μηχανικών. Αν πάρουμε μία-μία λέξη και την αναλύσουμε και εμβαθύνουμε στην προέλευσή της, στη γέννηση και τη σημασιολογική αξία της, θα αποκαλυφθεί, ασφαλώς, ένα πανάρχαιο ορυχείο της ελληνικής γλώσσας, από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήμερα. Αυτός ο πολιτισμός της γλώσσας περιλαμβάνει και τον πολιτισμό της γης, όπως σε προηγούμενο σημείωμα δείξαμε.
Β.Δ.Αναγνωστόπουλος
Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας