Ο άγιος Ιωάννης, ο αποκαλούμενος Χρυσόστομος υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πιο μεγάλους ερμηνευτές των Γραφών και ταυτόχρονα των ιεροκηρύκων της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων. Υπήρξε όμως ταυτόχρονα και μέγας Αγιος, αποχωρισμένος από τον κόσμο της αμαρτίας και προσκολλημένος στο Θεό, εφόσον από τη νεότητά του ακόμη, κατά το ιστορικό Παλλάδιο, «ουκ ώμοσεν, ου κατελάλησεν, ουκ εζεύσατο, ού κατηράσατο, ουκ ευτραπελίαν ηνέσχετο» (Μ. 47,67).
Αργότερα δε απέκτησε, εκτός από την αμφιλαφή παιδεία και πολλά χαρίσματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το προορατικό. Από τα πάμπολλα δε χαρίσματα και περιστατικά της ζωής του έκαναν στους βιογράφους την ιδιαίτερη εντύπωση και τα εξής, που για τούτο κατέγραψαν.
α) Η αγάπη προς τη μητέρα του και η υπακοή
Υστερα από το τέλος των σπουδών του στην Αντιόχεια, ο Ιωάννης εξάσκησε για λίγο καιρό το επάγγελμα του συνηγόρου των δικαστηρίων, στο οποίο είχε ευθύς εξαρχής επιτυχίες καταπληκτικές. Μη βρίσκοντας όμως βαθύτερη ικανοποίηση στο επάγγελμα αυτό, αποφάσισε κάποια στιγμή να αποσυρθεί στην έρημο μαζί με το φίλο του Βασίλειο, για να βιώσει εκεί την κατά Θεού ζωή. Από κάποιες κινήσεις του όμως η μητέρα του Ανθούσα κατάλαβε τις προθέσεις του. Για τούτο μια ημέρα τον παρακάλεσε κλαίγοντας να μείνει για λίγο καιρό κοντά της, για να μην πέσει σε μια δεύτερη χηρεία, χειρότερη από την πρώτη, χάνοντας κάθε στήριγμα στη ζωή.
Στο κλάμα δε εκείνο της μητέρας του, που είχε χάσει νεότατη το σύζυγό της, ενώ είχε διαθέσει τα πάντα για την προκοπή του, ο Ιωάννης λύγισε. Δεν εγκατέλειψε βέβαια ούτε στιγμή τους ιερούς στόχους του. Εκανε όμως για λίγο υπομονή και στα δύο χρόνια, που έζησε στο εξής κοντά στη μητέρα του, στάθηκε στο πλευρό της με αφοσίωση, ξεπληρώνοντας λίγο από το χρέος του προς τη μάνα εκείνη, που προκαλούσε το θαυμασμό και του γέροντα διδασκάλου του Λιβανίου, ώστε να αναφωνεί στη θέα της το «βαθαί, οίση παρά Χριστιανοίς γυναίκες είσαι».
β) Ο παραδειγματισμός του από τον Αγιο Μελέτιο
Υστερα από τα χρόνια των φιλολογικών σπουδών του κοντά στο Λιβάνιο, ο Ιωάννης αποφάσισε να σπουδάσει και στην περίφημη την εποχή εκείνη Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας, που ονομαζόταν Ασκητήριον, εξαιτίας της ακτινοβολίας του προσώπου του ιδρυτού της σχολής Δωδώρου, για τον οποίο ο ίδιος έγραψε αργότερα ότι «Τον άπαντα χρόνον διετέλεσε αποστολικόν επιδεικνύμενος βίον, μηδέν ίδιον έχων, αλλά παρ΄ ετέρων τρεφόμενος, αυτός τη προσευχή και τη διδασκαλία του λόγου προσκαρτερών». Κατά τη διάρκεια των σπουδών του αυτών ακριβώς ο Ιωάννης γνωρίστηκε και συνδέθηκε και με τον επίσκοπο της πόλης του Μελέτιο, που επισκεπτόταν κάθε τόσο τη σχολή εκείνη, απαστράπτοντας από τη θεία χάρη και συγκινώντας με την πραότητα και τα θεόσοφα λόγια το νεαρό μαθητή. Για το λόγο δε αυτό έγραψε αργότερα για το Μελέτιο, που έγινε το ιδανικό και το πρότυπο της ζωής του, ότι «τρυφή ην μεγίστη το της αγίας όψεως απολαύειν εκείνης. Ου γαρ δη διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς ικανός ην άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν εισαγωγείν (Μ.50,517). Και ο γέροντας όμως Μελέτιος είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα το νεαρό εκείνο σπουδαστή, γιατί έβλεπε «προβλεπτικώ όμματι του νεανίσκου την έκβασιν, δηλ. το ότι θα γινόταν στο μέλλον «των του Θεού σοφός και οφθαλμός της Εκκλησίας θεοφόρος και πάνσοφος.
γ) Η ματαιότητα των ανθρωπίνων
Στα χρόνια που ο άγιος ήταν πατριάρχης, πρωθυπουργός ήταν ένας αλαζονικός άνθρωπος, που ονομαζόταν Ευτρόπιος. Επειδή δε ο άγιος τόνιζε με τα πολύ δυνατά του κηρύγματα το άβατο των ιερών ναών, που ίσχυε και στην αρχαιότητα, ο Ευτρόπιος αντέδρασε με πείσμα, εκδίδοντας και ένα νόμο ειδικό, που καταργούσε την ασυλία των ναών. Στο λάκκο όμως, που έσκαβε για τους άλλους, έπεσε σε λίγο καιρό ο ίδιος μέσα, γιατί έπεσε στη δυσμένεια του βασιλιά, που έστειλε δύο χιλιάρχους του για να τον αποκεφαλίσουν. Στη δύσκολη εκείνη στιγμή ο Ευτρόπιος θυμήθηκε την ασυλία των ναών, παρότι ο ίδιος την είχε προ ολίγου καταργήσει. Ετρεξε για τούτο να βρει έντρομος μέσα στη νύχτα καταφύγιο στον ιερό ναό της του Θεού Σοφίας, ενώ και ο στρατός εισόρμησε στο ναό εκείνο για να τον συλλάβει. Τη στιγμή όμως εκείνη ανέλαβε δράση ο ηρωικός πατριάρχης, που, ανεβαίνοντας στον άμβωνα, εκφώνησε έναν από τους πιο υπέροχους λόγους του, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης».
Πού είναι τώρα οι ψεύτικοι φίλοι σου; που σε κολάκευαν; Που είναι τα σπουδαία για σένα συμπόσια και τα δείπνα… Όλα εκείνα δραπέτευσαν… και μόνο η Εκκλησία, που εσύ πολεμούσες με μανία, άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχτηκε.
Ο Ευτρόπιος όμως δεν πίστεψε στη δύναμη της Εκκλησίας και για τούτο ζήτησε να βρει σε λίγο άσυλο έξω από την Εκκλησία, όπου οι άνθρωποι του βασιλιά τον συνέβαλαν και τον θανάτωσαν. Πόσο διαφορετικά όμως θα ήταν γι΄ αυτόν τα πράγματα, αν συμφιλιωνόταν με το μεγάλο εκείνο διδάσκαλο και πατέρα της Εκκλησίας και τον καθιστούσε προς το Θεό και προς τους ανθρώπους πρεσβευτή και μεσίτη; Αυτό όμως που δεν έκανε εκείνος, πρέπει να κάνουν σήμερα τουλάχιστον όλοι οι εχθροί και πολέμιοι της Εκκλησίας, που επιδιώκουν με μανία το διασυρμό και τον υποβιβασμό της, γιατί είναι πλέον βέβαιο ότι «η Εκκλησία πολεμουμένη νικά» ενώ όλοι οι πολέμιοι και εχθροί της έχουν την τύχη του Ευτρόπιου και του Ιουλιανού του Παραβάτη.
- Μεσίτη όμως προς το Χριστό και χειραγωγό στην αρετή πρέπει να έχουμε τον άγιο Ιωάννη όλοι οι πιστοί, εφόσον, σύμφωνα με τη διδασκαλία του, «αεί οι άγιοι θαυμαστοί και πολλείς γέμνυσι χάριτος». Αυτή δε τη χάρη είχε, κατά τους υμνογράφους της Εκκλησίας και ο ίδιος ο άγιος. Για τούτο αναφέρεται στο απολυτίκιο της εορτής του χαρακτηριστικά ότι «Η του στόματός σου, καθάπερ πυρσός, εκλάμψασα χάρις», την οικουμένην εφώτισεν, αφιλαργυρίας τω κόσμω θησαυρούς εναπέθετο, το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν
αλλά σοις λόγοις παιδεύων
πάτερ Ιωάννη Χρυσόστομε
πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών».