Του Κώστα Γιαννούλα
Άρχισα να γνωρίζω ουσιαστικά και σε βάθος τον κ. Γ. Σουφλιά από τον Ιούνιο του 1991, όταν μου ζήτησε και αποδέχθηκα να ενταχθώ στο δυναμικό του πολιτικού του γραφείου στην Αθήνα με την ιδιότητα του συμβούλου του για θέματα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ήταν η εποχή, που 5 μήνες πριν κλήθηκε εσπευσμένα να ενισχύσει την παραπαίουσα κυβέρνηση Μητσοτάκη διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα Β. Κοντογιαννόπουλο στο Υπουργείο Παιδείας, ύστερα από τα αιματηρά γεγονότα σε σχολείο της Πάτρας, που οδήγησαν στο θάνατο τον καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα και άλλους 4 πολίτες στο κέντρο της Αθήνας.
Θητεύοντας, λοιπόν, πλάι του πάνω από ένα χρόνο είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας του σε όποιο πόστο κι αν αναλάμβανε. Διαπίστωσα ότι διέθετε τετράγωνη λογική και οξυδέρκεια, κατανοητό, μεστό και πειστικό λόγο, στέρεα επιχειρηματολογία, σπάνια εργασιομανία και τελειομανία, αλλά και μια τάση συγκεντρωτισμού, καρπός των παθημάτων από καμώματα συναδέλφων του αλλά και συνεργατών του. Αυτό το τελευταίο γινόταν αρκετές φορές αιτία να μην παράγεται έργο με τους ρυθμούς που επιθυμούσε και την πλήρωναν τότε, όσοι βρίσκονταν κοντά του. Το χιούμορ του, όμως, και τα ανέκδοτά του γρήγορα ξαναέφτιαχναν το κλίμα.
Στην αρχή της συνεργασίας μου ζήτησε, αν επιθυμώ να του είμαι χρήσιμος, να τεκμηριώνω με επιχειρήματα τις απόψεις και προτάσεις μου και να επιμένω, όταν είμαι σίγουρος για την ορθότητά τους, αγνοώντας τα «γαλλικά», με τα οποία συνήθιζε να συνοδεύει τις ενστάσεις του. Ακολούθησα τη συμβουλή του και δεν έχασα, γιατί διαπίστωσα ότι όταν είχα δίκιο, άκουγε και άλλαζε γνώμη. Σημειωτέον ότι δεν μιλούσε πολύ στα ΜΜΕ και, όταν είχε κάτι να πει ή να ανακοινώσει, έψαχνε να βρει την κατάλληλη χρονική στιγμή προκειμένου να ακουστεί.
Το καθημερινό πρόγραμμά του στο ΥΠΕΠΘ περιελάμβανε: άφιξη στο Υπουργείο, αν δεν είχε κυβερνητική επιτροπή και κοινοβουλευτικό έλεγχο, γύρω στις 8:30. Πρωινό καφέ και κουβέντα, συνήθως, με λίγους στενούς συνεργάτες του. Εργασία ως τις 3 με 4 το μεσημέρι. Διακοπή για φαγητό σε κάποιο γειτονικό εστιατόριο. Επιστροφή στο Υπουργείο, ξεκούραση μικρής διάρκειας σε ειδικό δωματιάκι πλάι στο γραφείο του και μετά εργασία ως αργά τα μεσάνυχτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες συντροφιά με τα μέλη των επιτροπών κατάθεσης και μελέτης προτάσεων για τις μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Το πενθήμερο δεν ίσχυε γι’ αυτόν και τους στενούς συνεργάτες του, αφού εργαζόταν συνήθως και το Σάββατο, ενίοτε και τις Κυριακές.
Κοντολογίς, δεν είχε μόνο την υψηλή εποπτεία στην παραγωγή έργου αλλά μελετούσε και ρωτούσε για να μάθει, εξαντλώντας το διάλογο με τους ενδιαφερομένους και παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς ο ίδιος τα πάντα. Γι’ αυτό και ό,τι ανακοίνωνε ύστερα από μεγάλη βάσανο, ήταν στέρεα δομημένο και αποφεύγονταν, έτσι, προχειρότητες, λάθη και υπαναχωρήσεις. Κατόπιν αυτού, ενδεικτική της σταθερότητας στις απόψεις του αποτελεί και η έκφραση, που τον χαρακτηρίζει: «Στου κωφού την πόρτα, πάρε την πόρτα και φύγε».
Είχε οργανώσει έτσι το πολιτικό του γραφείο στο Υπουργείο, ώστε η ικανοποίηση αιτημάτων παραγόντων και πολιτών να γίνεται από το διευθυντή του και τους υπευθύνους τομέων. Ο ίδιος, λόγω φόρτου εργασίας, σπάνια άνοιγε την πόρτα του γραφείου του, για να δώσει λύση σε κάποιο προσωπικό πρόβλημα φίλου, συναδέλφου του ή οπαδού. Και αυτό, γιατί βασική έγνοια του ήταν όχι η ρουσφετολογία αλλά το πώς θα παραχθεί έργο για το καλό του συνόλου του ελληνικού λαού. Για το λόγο αυτό και υπήρχε δυσφορία σε βάρος του, αδικαιολόγητη κατ’ εμέ.
Κάποτε, που ένας επώνυμος ξημεροβραδιαζόταν τρία μερόνυχτα έξω από την πόρτα του γραφείου του, δεν άντεξα και τον ρώτησα να μάθω το γιατί, η απάντησή του ήταν η εξής περίπου: Για την επίλυση προσωπικών προβλημάτων έχω ορίσει ανθρώπους να φροντίζουν και ξέρεις το γιατί. Όσοι παρόλα αυτά επιμένουν να θέλουν, σώνει και καλά, να δουν εμένα, αν έχουν αξιοπρέπεια, κάθονται για λίγο έξω από το γραφείο μου και ή πάνε στους υπευθύνους του γραφείου μου ή φεύγουν. Όσοι επιμένουν να κάθονται με τις ώρες και τις μέρες μη σεβόμενοι τους κανόνες λειτουργίας μου, μην πολυνοιάζεσαι γι’ αυτούς κάποια, μάλλον, πολύ σοβαρή προσωπική προβληματική υπόθεση έχουν, γι’ αυτό και επιμένουν. Τον κύριο, που λες, τον ξέρω ζητά από μένα μια απλή υπογραφή, που γι’ αυτόν, όμως, σημαίνει πολλά εκατομμύρια. Αλήθεια! Πώς θα νιώσεις, αν βάζοντας την υπογραφή μου, δεις αργότερα το όνομά μου να φιγουράρει σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων ως συμμέτοχο σκανδάλου; Έκτοτε δεν ξαναμίλησα, γιατί ήταν η εξήγηση επαρκής για να καταλάβω πολλά άλλα, αλλά και την πολεμική του κυρίου αυτού κατόπιν εναντίον του κ. Σουφλιά.
Επειδή σε εμφανές σημείο του γραφείου του είχε γραμμένη σε πλαίσιο τη φράση «Φοβού την εκδίκησιν των υπό σου ευεργετηθέντων», γεμάτος απορία ζήτησα να μάθω κάποια μέρα, γιατί σε τόσο περίοπτη θέση δεν προβάλλει κάτι άλλο. Η απάντησή του ήταν, πως θα τον νιώσω με τα χρόνια και θα καταλάβω το γιατί. Τώρα, πλέον, το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα, αν κρίνω από τις πρόσφατες αντιδράσεις και τις μικρόψυχες δημόσιες τοποθετήσεις παραγόντων και αξιωματούχων του κόμματος.
Παρότι δεν είναι και αυτός, όπως όλοι μας, αναμάρτητος, για το πλούσιο έργο, που άφησε μέχρι τώρα πίσω του, του άξιζαν, πιστεύω, και του αξίζουν λιγότερη αχαριστία και καλύτερα στερνά.
Ο ίδιος, έστω και αν κινδυνεύω να χαρακτηριστώ λιβανιστήρι και προσωπολάτρης, αν μη τι άλλο, νιώθω τυχερός και περήφανος, που υπήρξα στενός συνεργάτης του, χαλάλι του η κούραση, το ξενύχτι, η ένταση, η αγωνία και το τρέξιμό μου για το έργο του στην Παιδεία και ας όψεται ο ανεκδιήγητος εκείνος Φατούρος που επεχείρησε χωρίς περίσκεψη να το καταργήσει μέσα σε μια νύχτα ευτυχώς, αποδείχθηκε πιο δυνατό απ’ αυτόν.