Για τον πόλεμο του 1940, για το έπος αυτό της Αλβανίας μπορεί να γράφει κανείς σελίδες ατελείωτες. Εγώ θα προσπαθήσω με λίγα λόγια, απλά, χοντρά να σας δώσω τη σημασία και αν θέλετε το νόημα της επετείου του ΟΧΙ του πολέμου του 1940, αφού σας αφηγηθώ πρώτα συνοπτικά το τι προηγήθηκε προς της 28ης Οκτωβρίου.
Η κατάσταση, η ατμόσφαιρα που μπορούμε να πούμε ότι επικρατούσε στην προ του ΟΧΙ εποχή ήταν: Πρώτον η Ευρώπη που στέναζε κάτω από τις μπότες των στρατευμάτων του φασίστα Χίτλερ. Δεύτερον η εποχή που η Σοβιετική Ενωση ήταν σύμμαχος του Χίτλερ, ανεξάρτητα αν ο Χίτλερ σχεδίαζε να επιτεθεί εναντίον της, παραβιάζοντας τη συμμαχία της. Και τρίτον ήταν η εποχή που όλες οι βαλκανικές χώρες ήταν σε επαφή με τον Χίτλερ και γενικά ο άξονας Γερμανίας - Ιταλίας κ.λπ., ήταν στις δόξες του, και θριάμβευε.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ο συνέταιρος του Χίτλερ, μαυροχιτώνας φασίστας Μουσολίνι, που είχε καταστρώσει προ πολλού σχέδιο επίθεσις κατά της Ελλάδας, άρχισε να παραβιάζει με πτήσεις αεροπλάνων τον εναέριο χώρο της Ελλάδας. Να προωθεί στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα Αλβανίας - Ελλάδας και συγκοινωνιακά μέσα και να μηχανεύεται προσχήματα περί δήθεν δολοφονικών επιθέσεων κατά αλβανικών φυλακίων από μέρους των Ελλήνων, αλλά και εντός του αλβανικού εδάφους και διάφορα άλλα μυθεύματα, που να δικαιολογούν την επικείμενη επίθεση, που είχε αποφασίσει κατά της Ελλάδας.
Τις προθέσεις και ενέργειες αυτές του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας, είχαν πληροφορηθεί οι πρέσβεις μας της Ουγγαρίας, Ρώμης και Βέρνης και άλλοι και έστειλαν τηλεγραφήματα στο υπουργείον Στρατιωτικών στην Αθήνα, προειδοποιώντας ότι ετοιμάζεται επίθεση, πράγμα που βοήθησε πολύ, στην έγκαιρη επιστράτευση της Ελλάδας και στη λήψη και άλλων απαραίτητων μέτρων.
Θυμάμαι την Πέμπτη, προς της Δευτέρας που κηρύχθηκε ο πόλεμος, εδώ στη Λάρισα είχε έλθει το Τάγμα Πατρών που κατέλυσε στο τότε κτήμα Αβέρωφ.
Αυτά προηγήθηκαν μέχρι τις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Γκράτσι, ύστερα από μια περιπλανητική δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία, ζήτησε τον Ελληνα πρωθυπουργό, Ιωάννη Μεταξά, για να του επιδώσει το αισχρό και κακοήθη τελεσίγραφο του Μουσολίνι για την παράδοση της Ελλάδας μέσα σε 3 ώρες, για να εισπράξει βέβαια το γνωστό και περίφημο «ΟΧΙ» από τον Μεταξά και στη συνέχεια από τον ελληνικό λαό.
Την επίθεση των Ιταλών, η οποία άρχισε την 5.30 πρωινήν, ημέρα Δευτέρα, ο ελληνικός λαός με απερίγραπτη πατριωτική ομοφροσύνη και πρωτοφανή ενθουσιασμό, έσπευσε στο κάλεσμα της πατρίδας του, με συνέπεια να επιτύχει πλήρως η έγκαιρη και γενική επιστράτευση, και γέροι, νέοι, γυναίκες και παιδιά με καμάρι χαιρετούσαν, αγκάλιαζαν και ζητωκραύγαζαν τους επιστρατευθέντες φαντάρους που ξεκινούσαν για το μέτωπο με την ευχή τους «Στο καλό παιδιά μας και με τη νίκη».
Οι Λαρισαίοι, τον πόλεμο του 1940, εκτός από τις πρώτες ημέρες της εισβολής των Ιταλών, που πανικοβλήθηκαν, προβληματίστηκαν και ένιωσαν και κάποια ανασφάλεια, τον αντιμετώπισαν με ψυχραιμία. Φρόντισαν να μεταφέρουν τις οικογένειές τους σε χωριά εκτός Λαρίσης, αφού τους εφοδίασαν με τα απαραίτητα και ιδίως με σιτάρι, αλεύρι και λάδι. Φρόντισαν και μετέφεραν ένα μέρος του εμπορεύματος των καταστημάτων τους, εκεί όπου κατέφυγε η οικογένεια, συμμορφώθηκαν με τις σχετικές οδηγίες για την αντιμετώπιση των βομβαρδισμών, δηλαδή έκαναν καταφύγια, ορύγματα, συσκοτισμό, κόλλημα χονδρού μπλε χαρτιού χιαστί στα τζάμια, για να συγκρατούνται τα θραύσματα από τα τζάμια των παραθύρων από τους βομβαρδισμούς, οργάνωσαν πολιτοφυλακή, σχολές αεράμυνας και εθελοντριών νοσοκόμων, έξω από την απ’ ό,τι θυμάμαι στη Γιάννουλη. Αρχισαν να στέλνουν δέματα με ποτά, τρόφιμα, τσιγάρα κ.λπ., όπως και να στέλνουν μάλλινες φανέλες, πουλόβερ και μάλλινες κάλτσες, που έπλεκαν οι γυναίκες, γιατί ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και τα κρυοπαγήματα βασάνιζαν τους ήρωές μας. Τις επιτυχίες δε του στρατού μας οι Λαρισαίοι τις υποδέχονταν με ζητωκραυγή, χορούς στους δρόμους, γλέντια, ποτά, τραγούδια και με απερίγραπτη χαρά και ρίγη συγκινήσεως και πολλές φορές μαζί με τους συμμάχους στρατιώτες Εγγλέζους, Καναδούς, Νεοζηλανδούς που τύχαιναν να βρίσκονται στη Λάρισα, υπηρετώντας σε βοηθητικά σώματα.
Και οι μαχητές μας νίκησαν και αποδείχθηκαν ήρωες, πολέμησαν σαν τα λιοντάρια, με παντός είδους στερήσεις. Με κρύο και με χιόνια. Χωρίς τον κατάλληλο οπλισμό, με γκράδες και ξιφολόγχες, με κρυοπαγήματα και πολλές φορές νηστικοί, χωρίς ούτε ένα κομμάτι κουραμάνας και με τη φωνή «Αέρα», κατάφεραν μέσα σε λίγο χρόνο, στα βουνά της Πίνδου να αμυνθούν και να αποκρούσουν με επιτυχία την αιφνιδιαστική και μαζική επίθεση των Ιταλοφασιστών, που υπερείχαν σε στρατό, αεροπλάνα, άρματα μάχης και πυροβολικά και η επιτυχία τους αυτή να μείνει ως το μεγαλύτερο φωτεινό μετέωρο στην ιστορία του κόσμου.
Κατάφεραν στη συνέχεια, αφού ανακατέλαβαν τα μέρη που είχαν εισβάλλει οι Ιταλοί να προελάσουν στην αφιλόξενη Αρβανιτιά, συλλαμβάνοντας 5.000 αιχμαλώτους και καταλαμβάνοντας τον Νοέμβριο την Κορυτσά και το Πόγραδετς και τον Δεκέμβριο την Πρεμετή, Αργυρόκαστρο, Χειμάρα και Αγίους Σαράντα.
Πολλούς από τους αιχμαλώτους έφεραν στη Λάρισα. Τους θυμάμαι όταν έσκαβαν ορύγματα στην πλατεία Ταχυδρομείου.
Εκείνο όμως που παρέμεινε ως το μεγαλύτερο στρατιωτικό κατόρθωμα ενός μικρού στρατού, τον οποίον δεν λύγισαν, ούτε ο αριθμός των επιτιθεμένων, ούτε τα σύγχρονα της τότε εποχής μέσα, ήταν η απόκρουση της εαρινής επίθεσης 9-16 Μαρτίου 1941 (Επιχείρηση Πρίμα Βέρα όπως την ανέφεραν οι Ιταλοί), την οποία διηύθυνε ο ίδιος ο Ντούτσε, ο οποίος παρέταξε προς των θέσεων που κρατούσαν οι ελληνικές δυνάμεις πυκνό πυροβολικό, που έχυνε επί μέρες καυτό σίδερο και σφυροκοπούσε τις ελληνικές γραμμές αδιάκοπα με τα πολλά αεροπλάνα του.
Και οι ολίγοι Ελληνες φαντάροι αποφασιστικοί, σίγουροι για την ηθική του αγώνα εκράτησαν και η δόξα της Ελλάδας έφθασε ως τα άστρα.
Και διερωτούνταν ο κόσμος όλος πώς αυτοί οι φαντάροι με τόσες ταλαιπωρίες και κακουχίες πολέμησαν σαν τα λιοντάρια, αψηφώντας κρύο, χιόνια, λάσπες, βροχές, ξυπόλητοι πολλές φορές με κρυοπαγήματα κ.λπ. Πώς κατάφεραν αυτό το θαύμα;
Και έδιναν διάφορες απαντήσεις, γιατί δεν γνώριζαν ότι οι Ελληνες γαλουχημένοι και μεγαλωμένοι με την ιστορία του λαού μας, που μας δίδαξε ότι το έθνος αυτό, από παλαιοτάτων χρόνων συνέτριβε πάνω στα βράχια τον κάθε βάρβαρο επιδρομέα, δεν ήταν δυνατόν, σ’ αυτόν τον πόλεμο να μη συνεχίσει την ιστορία του. Υποχρέωση του Ελληνα απέναντι στην ιστορία.
Αποτέλεσμα οι νίκες αυτές των Ελλήνων να συγκλονίσουν το φασιστικό καθεστώς και το ηθικό του ιταλικού λαού και στρατού, να γεμίσουν τις ψυχές των καταπιεσμένων τότε λαών της Ευρώπης με αίσθημα ελπίδας και υπομονής, να αποτρέψουν τρίτες χώρες να συμπράξουν με τον άξονα και γενικά βοήθησε τους συμμάχους διαφοροτρόπως.
Όμως τη μεγάλη φθορά και τον εξευτελισμό των Ιταλών είδε ο Χίτλερ, ο οποίος θέλοντας να εξασφαλίσει τα νώτα του, στην επίθεση που ετοίμαζε κατά της Ρωσίας, αποφάσισε να τους βοηθήσει.
Αρχισε λοιπόν με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ, όπως αποκαλούσαν τον στρατό τους με τις μηχανοκίνητες φάλαγγες και με ισχυρή δύναμη των Στούκας, όπως αποκαλούσαν τα αεροπλάνα τους καθέτου εφορμήσεως, όπως με αλεξιπτωτιστές και πυροβολικό, να επιτίθενται εναντίον της οχυρωμένης γραμμής Μεταξά «Ρούπελ», που ήταν μόνιμα οχυρωματικά έργα, κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου και να βομβαρδίζουν πόλεις και χωριά της Ελλάδας.
Εξι χιλιάδες βόμβες έριξαν και στη Λάρισα τη Μεγάλη Εβδομάδα οι Γερμανοί και τις περισσότερες τη Μεγάλη Τρίτη 15 Απριλίου, αποτέλεσμα με ελιγμούς να προελάσουν και να ανακόψουν τις ελληνικές μονάδες, να τις υποχρεώσουν σε συνθηκολόγηση την 20η Απριλίου, να τις διαλύσουν και να επακολουθήσει η γνωστή καταραμένη για τη χώρα μας κατοχή με τα φοβερά δράματα και το ολοκαύτωμα των πόλεων και χωριών. Κατά την εισβολή των Γερμανών η Λάρισα ερημώθηκε εντελώς του πληθυσμού της. Καμία αρχή της πόλης δεν βρέθηκε να την παραδώσει στον γερμανικό στρατό και ως αντίποινο διετάχθη από τους εισβολείς η γενική λεηλασία της πόλης, το πλιάτσικο. Για το στρατιωτικό σταυροδρόμι της Λάρισας η κατοχή υπήρξε μια ατελείωτη νύχτα κολάσεως, αλλά μέσα στην αφόρητη κόλαση υπήρξαν απαράμιλλη έξαρση ανάτασης της πόλης, έξαρση φρονήματος και αλληλεγγύης και ανάταση πνεύματος καθολικής εθνικής αντίστασης και θυσιών.
Έτσι η Ελληνική Αντίσταση κατά του Άξονα, το μεγάλο αυτό Έπος κατάφερε να μπορέσουν οι Ρώσοι να κρατηθούν στο Στάλινγκραντ και Καύκασο, αφού με τις δυνάμεις που απασχόλησε ο Χίτλερ στην Ελλάδα, μειώθηκε η δυναμικότητα του στρατού στο μέτωπο αυτό, με το να μην ενδώσει δε η Ελλάδα στις απαιτήσεις του Αξονα, διασώθηκαν η Συρία, το Ιράκ, Ιράν και Κύπρος, διασώθηκε η Μέση Ανατολή και όλη η Ευρώπη.
Οι νίκες των Ελλήνων, όπως δήλωσε τον Φεβρουάριο του 1942 ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής Oυίλσον, άλλαξαν την πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γι’ αυτές τις νίκες λοιπόν αξίζει να τιμούμε τους αγωνιστές και να γονατίζουμε μπροστά στους νεκρούς ήρωές μας, που μας έδωσαν την πανανθρώπινη λευτεριά.