Η παρέα ανησυχούσε πολύ... για τον Θρασύβουλο. Τι να ’παθε, άραγε ρε παιδιά, αναρωτιόντουσαν κι ακόμα να φανεί; Στο βαθύσκιωτο ενός πλάτανου της μικρής πλατείας - απέναντι από την εκκλησία - ήταν όλοι παρόντες, όταν οι δείχτες του ρολογιού της σημάδευαν την 10η πρωινή ώρα. Αυτός ήταν ο χρόνος της ανταμωσής τους καθημερινά, χειμώνα καλοκαίρι. «Έγγλέζοι», στο ραντεβού τους οι συγχωριανοί, μαζί και ο Θρασύβουλος. Ένα γεροδεμένο και ντόμπρο γεροντάκι, με σταράτες κουβέντες, μεγάλη καρδιά και φιλότιμο. Κάποιοι τον φώναζαν «μπεσαλή» και άλλοι «προφήτη» γιατί όσα έλεγε κι επέμενε σ' αυτά επαληθεύονταν! Ήταν ευφυής, αληθινός, πειστικός και γι' αυτό «μαγνήτιζε» τους πάντες! Νάτος, έρχεται, αυτός είναι, είπαν μ' ένα στόμα όλοι. Όταν τους πλησίασε, τους ζήτησε μια «μεγάλη συγνώμη» γι' αυτή την καθυστέρησή του. Εκείνοι, σηκώθηκαν με θαυμασμό όρθιοι απ' τις θέσεις τους και του παραχώρησαν να καθίσει. Δεν πρόλαβε, όμως, να πάρει το λόγο - ήθελε πολλά να τους πει 'κείνη τη μέρα - και το πειραχτήρι της παρέας, τον αποδοκίμασε τότε και είπε: Καλά, ρε φίλε, γιατί μας την έστησες σήμερα; Ούτε, μια «κλήση» από το κινητό σου, δεν καταδέχτηκες να μας κάνεις; Ο Θρασύβουλος, σιώπησε... Δεν έδωσε συνέχεια, στην πρόκληση του φίλου του Τζίμη.
Τον ήξεραν, για «μεγαλόπνοο, και «ανεχτικό» σ' όλα, οι φίλοι και συγχωριανοί του. Το πόσο, ανώτερος άνθρωπος ήταν, αλλά και συγχωρητικός!... Είχε όμως, ένα ατύχημα στο διάβα της ζωής του από μικρός, κι ήρθαν τα πάνω – κάτω. Χάνοντας, την όρασή του... από τα δεκαεννιά!
Κείνο το μοιραίο βράδυ καβάλα στο μηχανάκι του Πατέρα του. Όμως, το βλέμμα του δεν αλλοιώθηκε... καθόλου. Ήταν φωτεινό, όπως και το πρόσωπό του το ίδιο. Παρά, τις δυσκολίες ολάκερα χρόνια, που αντιμετώπιζε με τη φυσική του όραση. Είχε όμως ο χαρακτήρας του μια άλλη πιο δυνατή όραση, «ψυχική και πνευματική», που τον έκανε να νιώθει ακόμη περισσότερο ικανό, σαν να μην υπήρχε ποτέ το πρόβλημα... Και, όχι μόνο αυτό, αλλά ο «λεβέντης» Θρασύβουλος είχε και μια σταθερή και μεγάλη αυτοπεποίθηση για όλα, σε αντίθεση με πάρα πολλούς ανθρώπους, που ενώ δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα κι είναι αρτιμελείς, εν τούτοις πολλές φορές, πολύ εύκολα απογοητεύονται κι υποφέρουν. Η τύφλωση, του νέου παλικαριού, δεν εμπόδισε καν να βλέπει... πιο καθαρά, λαμπερά και ώριμα τα πράγμα της ζωής γενικότερα. Εκ φύσεως ήταν ολιγαρκής, μετριόφρων κι αισιόδοξος άνθρωπος ο Θρασύβουλος. Γι' αυτό, όσο κανείς άλλος συγχωριανός του δεν «θαυμάστηκε» τόσο πολύ. Μα πάνω απ' όλα, ήταν «ανθρώπινος» σε κάθε δύσκολη στιγμή του άλλου, και διαρκώς συμπαραστάτης του. Ποτέ, δεν αισθάνονταν ότι οι άλλοι γύρω του τον συμπονούσαν γιατί ήταν τυφλός και ιδιαίτερα γι' αυτό τον αγαπούσαν. Αλλά, γιατί έβλεπε τα πάντα με ανθρώπινη διάσταση αλλά και με δικαιοσύνη. Και, το σπουδαιότερο, πάντοτε να χρησιμοποιεί τη γλώσσα: την πυρωμένη της αλήθειας παντού ελεύθερα όπου κι αν πήγαινε. Δεν είχε ο φίλος μας μέσα του σύνδρομα «φοβίας», αλλά παλικαριάς! Σέβονταν τις διαφορετικές θέσεις, απόψεις, των άλλων. Κομματικές «παρωπίδες και γυαλιά» δεν φορούσε ποτέ. Ήταν πραγματικός δημοκράτης και αγνός πατριώτης.
Απεχθάνονταν, τον «ψεύτικο και υποκριτικό λόγο» των πολιτικών. Στο καφενείο, συχνά τους έλεγε: «Μωρέ, αυτούς... ψηφίζετε, τους «άθλιους»; Τέτοιους, θέλετε, να σας κυβερνήσουν;
Δεν τους βλέπετε... εσείς, που έχετε «άπειρο φως στα μάτια σας...» πώς σας «δουλεύουν»; Καλά, τυφλωθήκατε;.... Και να βλέπουμε όλα τούτα τα παράδοξα τ' ανορθόδοξα, τα τρελλά γύρω μας μόνο εμείς οι «τυφλοί», φίλοι μου;» Σε άλλη, αποστροφή του λόγου του, ξεσπάθωσε το θαρραλέο γεροντάκι και τους μίλησε, πια, με ειρωνεία διάχυτη: «Σε ποια χώρα ζείτε, το ξέρετε αυτό; Αμ δεν το ξέρετε... Γιατί, είστε «τυφλά...», όχι βέβαια από τη φυσική σας όραση, αλλά από την τυφλωμένη ενόρασή σας που παγιδεύτηκε ολότελα μέσα στον κομματισμό. Και, συνεχίζει ο φίλος Θρασύβουλος, πιο αιχμηρός ακόμη! Ενώ, οι συγχωριανοί που τον παρακολουθούν, κρέμονται πάνω στα χείλη του με απόλυτη ησυχία. Να, τι θα πει: «Μη περιμένετε, αδέρφια μου, καμιά άλλη... Ανάσταση!.. Αυτή, είναι η Ελλάδα μας... που ζείτε... Έτσι, μας την κατάντησαν οι Νεοέλληνες κυβερνήτες. Ένα θαύμα!, και μια κοινωνική λαϊκή επανάσταση χρειάζεται, για να σταματήσει αυτή η εθνική πολιτική και οικονομική κατηφόρα! Εμείς, όλοι ενωμένοι μπορούμε αν το θελήσουμε ν' αλλάξουμε τη «μοίρα» της φυλής μας. Φίλοι κι αδέρφια, επιτέλους γκρεμίστε... τον «ωχαδερφισμό και την ηττοπάθεια» από πάνω σας, για να γεννηθεί... μια «νέα Ελλάδα των μεγάλων προσδοκιών μας!» Υπάρχει ακόμη «φως ελπίδας». Υπάρχουν, διέξοδα, μες στ' αδιέξοδα της ζωής, καταλήγει, αυτός ο μέγιστα λαμπερός τυφλός άνθρωπος στην ομιλία του. Το ακροατήριο, όρθιο, τον χειροκρότησε στο τέλος με βαθιά ικανοποίηση για τα λεγόμενά του. Εκείνος, αμέσως, τους ευχαρίστησε θερμά, για την τιμή! που του έγινε και με την πολυάριθμη παρουσία τους. Μετά, ο Θρασύβουλος, φορώντας λοξά το ψάθινο καπέλο - έτσι το συνήθιζε και πριν τους αποχαιρετήσει, τους ξαναείπε ανησυχώντας πιο πολύ: «Προσέχτε... προσέχτε,, πολύ φίλοι μου. Να μη σας αλλάξουν τα μυαλά ανάποδα..., οι κολπαδόροι... πολιτικοί μας». Και ολοκληρώνει πια, τη φράση του: «Μπορούμε και μόνοι μας, να φτιάξουμε τη ζωή... και τον κόσμο... καλύτερα! Δεν τους χρειαζόμαστε, άλλο, τους φαύλους και τους τεμπέληδες «πάσης αρχής».
Τούτα, τα «σφαιροβόλα» μηνύματα του σοφού τυφλού τους προβλημάτισαν... όλους. Αλλά, ταυτόχρονα, τους εξημέρωσε γιατί έφυγαν από τη συγκέντρωση αφενός με υψηλό ηθικό, κι αφετέρου πιο διαφωτισμένοι... κι ενημερωμένοι πολίτες. Την άλλη μέρα, οι χωριανοί, ήταν περισσότερο αισιόδοξοι! για όλα... Πίστευαν, τελικά, σ' ένα ελπιδοφόρο μέλλον, δικό τους και των παιδιών τους!
Από την ανέκδοτη πνευματική σειρά,
μικρών διηγημάτων: «Αλλον κόσμο... ονειρευόμαστε!...»