* Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Ένα ακόμα σχέδιο νόμου για την Πολιτική Δικονομία, από τα πολλά τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται στο στάδιο της τελικής επεξεργασίας το οποίο θεωρητικά τουλάχιστον φιλοδοξεί και αυτό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της βραδύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης που χρόνια τώρα δεν εννοεί να βρει τη λύση του, παρά τις διαχρονικές διακηρύξεις και δηλώσεις των αρμοδίων του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Όμως και αυτή τη φορά, όπως και τις άλλες που προηγήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν με τους Ν. 2915/2001, 3043/2002, καθώς και τους 3160/2003, 3346/2005 δεν λαμβάνονται υπόψη οι μεγάλες ελλείψεις στις πάσης φύσεως υποδομές [υλικοτεχνικές, δικαστές, γραμματείς] οι οποίες αποτελούν τη βασική αιτία του προβλήματος. Με το σχέδιο νόμου αυξάνεται η αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου από 12.000 ευρώ στα 20.000 ευρώ, του Μονομελούς από 80.000 ευρώ στο ποσό των 200.000 ευρώ ενώ πέραν αυτού έχουμε αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Αν τελικά θεσπιστεί αυτή η αύξηση της υλικής αρμοδιότητας είναι πολύ πιθανό ότι στις μεγάλες διαφορές δηλ. ποσού πέραν των 200.000 ευρώ, θα υπάρξει αποσυμφόρηση και θα επιτευχθεί η επιτάχυνση εκδίκασης, ειδικά στα πρωτοδικεία της περιφέρειας που οι διαφορές αυτές είναι λιγότερες. Είναι όμως και προφανές, ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έχουμε υπερφόρτωση με υποθέσεις στο Ειρηνοδικείο και στο Μονομελές Πρωτοδικείο τα οποία εκδικάζουν διαφορές μικρότερων ή και μικρών ποσών όταν μάλιστα προτείνεται να περιέλθουν στο Ειρηνοδικείο και μια σειρά από άλλες διαφορές εκουσίας κυρίως δικαιοδοσίας [βεβαίωση γεγονότων, κήρυξη αφάνειας, κ.λπ.] που μέχρι τώρα βρίσκονταν εκτός του αντικειμένου της υλικής αρμοδιότητας αυτού του δικαστηρίου. Έτσι, θα είναι απλώς θέμα χρόνου, η περαιτέρω επιβάρυνση της ήδη δυσκίνητης από άποψη προσδιορισμού δικασίμων διαδικασίας στα Ειρηνοδικεία και Μονομελή Πρωτοδικεία, η οποία βαθμιαία θα εξελιχθεί σε μια τελματώδη κατάσταση από την οποία και μετά πάροδο ελάχιστου χρονικού διαστήματος, θα ζητείται εναγωνίως τρόπος διαφυγής ο οποίος φυσικά δεν θα υπάρχει. Μια τέτοια εξέλιξη είναι κοινωνικά άδικη αφού γι’ αυτούς που έχουν υποθέσεις ποσού πάνω από 200.000 ευρώ και είναι λιγότεροι, ο μηχανισμός απονομής Δικαιοσύνης θα είναι ταχύτερος, ενώ γι’ αυτούς που έχουν υποθέσεις μικρότερων ποσών και είναι οι περισσότεροι θα είναι βραδύτερος, παράλληλα όμως θα πλήξει και την πλειοψηφία των μαχόμενων δικηγόρων και ειδικά των νέων οι οποίοι δυνητικά χειρίζονται τις υποθέσεις τους, ιδιαίτερα μάλιστα σε εποχή γενικευμένης και ομολογημένης οικονομικής κρίσης.
Δηλαδή για μια ακόμη φορά η πολιτεία ενώ αποφεύγει τη διάθεση των απαραίτητων κονδυλίων για τη δημιουργία των υποδομών, επιχειρεί τη θέσπιση διατάξεων που θα έχουν σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης, η οποία δεν μπορεί να βελτιωθεί με πειραματικές απόπειρες οι οποίες βέβαια δεν απαιτούν δαπάνες, όπως η διεύρυνση της συμβιβαστικής προσπάθειας (διαμεσολάβηση) του Ειρηνοδίκη [άρθρο 208 Κ. Πολ. Δ. και στους Δικαστές και η δυνητική αυτή τη φορά επέκταση της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς στο Ειρηνοδικείο και στο Μονομελές Πρωτοδικείο και όχι μόνο στο Πολυμελές όπου ήταν υποχρεωτική και παρά τα μηδαμινά αποτελέσματα που απέδωσε μετά την εφαρμογή της με το Ν.2915/2001. Ακόμη και η προτεινόμενη ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση αγωγών [άρθρα 119, 122 σχεδίου νόμου] η οποία σε κάθε περίπτωση για την εφαρμογή της θα απαιτήσει σχετικό προεδρικό διάταγμα, δίδει το δικαίωμα να υποστηρίζεται βασίμως ότι υπακούει στη λογική της δημιουργίας εντυπώσεων, αφού πέραν των άλλων δυσχερειών είναι γνωστό ότι τα Δικαστήρια της χώρας στερούνται των απαραίτητων υλικοτεχνικών υποδομών. Όπως είναι γνωστό ότι ουδεμία μέριμνα έχει ληφθεί για την επέκταση της μαγνητοφώνησης και απομαγνητοφώνησης των πρακτικών σε όλες τις δίκες πολιτικές και ποινικές, η οποία βέβαια προαπαιτεί ηλεκτρονικό εξοπλισμό και κάλυψη κενών θέσεων σε γραμματείς, οι οποίοι και μόνον έχουν τη θεσμική αρμοδιότητα της τήρησης των πρακτικών και όχι οιαδήποτε ιδιωτική εταιρία που και ασυμβίβαστη είναι η εμπλοκή της στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης και η εμπειρία εφαρμογής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο έδειξε ότι μπορεί να δημιουργήσει σοβαρό κώλυμα με τη λήξη του χρόνου της σύμβασης.
Δυστυχώς, το σχέδιο νόμου δεν στερείται και άλλων αρνητικών πτυχών, όπως η υποχρέωση προσκομιδής πληρεξουσίου του δικηγόρου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, αλλά και η οπισθοδρόμηση στη προθεσμία των 30 ημερών για την κατάθεση προτάσεων πριν τη συζήτηση των υποθέσεων στο δικαστήριο αυτό, όταν και η ήδη ισχύουσα των 20 ημερών είναι κοινά παραδεκτό ότι δεν προσφέρει τίποτε, παρά μόνον ενδυνάμωση της γραφειοκρατίας στις γραμματείες και έναν ακόμη εφιάλτη για το δικηγόρο, οπότε μια τέτοια κίνηση παρίσταται εξόχως αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι απαλείφεται και το εδάφιο σχετικής διάταξης σύμφωνα με το οποίο ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και των εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων.
Κορυφαίο όμως παράδειγμα της χαρακτηριστικής ευκολίας αλλά και της ανευθυνότητας με την οποία αντιμετωπίζονται τα θέματα της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, αποτελεί η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 339 σύμφωνα με την οποία οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή το συμβολαιογράφο υπάγονται στα αποδεικτικά μέσα (!!!) όταν μάλιστα η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται καν υπόψη στην αποδεικτική διαδικασία ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες δίδονται και οι οποίες είναι γνωστές στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ». Η αναγόρευση αυτή των ενόρκων βεβαιώσεων σε αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με τη σχεδόν γενικευμένη άρνηση των δικαστών να εξετάσουν περισσότερο από ένα μάρτυρα στο ακροατήριο είναι βέβαιο ότι θα κακοποιήσει την αλήθεια, θα οδηγήσει σε πρωτοφανή ευτελισμό της διαδικασίας και τελικά της Δικαιοσύνης αφού θα προκαλέσει έξαρση τυποποιημένης παραγωγής των δεδομένου ότι προβλέπεται η προσκομιδή τριών από κάθε πλευρά με τις προτάσεις και άλλων τόσων με την προσθήκη και σε περίπτωση ομοδικίας και των ομοδίκων.
Προς τη θετική κατεύθυνση, υπάρχουν ευτυχώς και διατάξεις μεταξύ των οποίων και ο λεγόμενος προδικαστικός έλεγχος των τυπικών ελλείψεων των αγωγών, αλλά πρέπει να προβλεφθεί τι θα γίνει στη περίπτωση που ο δικαστής καθυστερεί να υποδείξει τη διόρθωση των τυπικών ελλείψεων και υπάρχει ανάγκη επίδοσης π.χ. λόγω παραγραφής, η μη απόρριψη της αγωγής σε περίπτωση μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, μη προσκόμισης κάποιου πιστοποιητικού, η υποχρέωση εγγραφής καταδολιευτικής αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων όπως και οι εμπράγματες, η θέσπιση χρηματικών ποινών [945, 946] για τις περιπτώσεις έμμεσης εκτέλεσης οι οποίες όμως πρέπει να εκλογικευθούν κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση και σε αυτό το σχέδιο νόμου μπορούν να περιληφθούν διατάξεις για τη διευκόλυνση της διαδικασίας, όπως κατάθεση προτάσεων και στο Πολυμελές Πρωτοδικείο όπως και στο Μονομελές Πρωτοδικείο μέχρι τη συζήτηση, αντίκρουση σε όλες τις υποθέσεις όλων των πολιτικών δικαστηρίων μέχρι του πέρατος ωραρίου της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας που προβλέπεται για κάθε δικαστήριο μετά τη συζήτηση και όχι μέχρι την 12η μ.μ., η πρώτη συζήτηση στο συναινετικό διαζύγιο να γίνεται κατά την κατάθεση της αίτησης, η μετά τη ματαίωση της συνεδρίασης του δικαστηρίου λόγω διεξαγωγής εκλογών μεταφορά των υποθέσεων που είναι γραμμένες στη δικάσιμο αυτή σε άλλη συνεδρίαση, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου και όχι με επιμέλεια και δαπάνες των διαδίκων οι οποίοι δεν ευθύνονται για τον λόγο της ματαίωσης κ.λπ. Αρκεί να εισακουστούν οι προτάσεις των ενδιαφερομένων μεταξύ αυτών και του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, όπως αυτές θα διαμορφωθούν και θα προκύψουν από τη συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο.
* Ο Δημήτρης Κατσαρός είναι αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας και επικεφαλής της ««ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ»