Από τον Νίκο Νάκο
Απορροφημένοι από τα προβλήματα της καθημερινότητας, από τα σκάνδαλα και τη διαφθορά της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και βεβαίως βυθισμένοι σε μια θερινή ραστώνη που τελειωμό δεν έχει, αργήσαμε κάπως να αντιληφθούμε ότι και φέτος, όπως κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, η μισή Ελλάδα έχει παραδοθεί στις φλόγες. Φυσικά δεν είναι η μοναδική περίπτωση που η χώρα μας καταστρέφεται από τους ίδιους τους κατοίκους της. «Ποτέ κανείς κατακτητής δεν κατέστρεψε έτσι μια χώρα όπως οι Έλληνες την Ελλάδα», έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Τσαρούχης.
Με τις φωτιές συμβαίνει το παράδοξο να γνωρίζουμε τις αιτίες, να δοκιμαζόμαστε από τα αποτελέσματα, αλλά να παραμένουμε ανίκανοι και ανήμποροι, αν όχι απαθείς, για οτιδήποτε που θα σταματούσε αυτή την πύρινη τραγωδία.
Κι αν αυτό συμβαίνει με τις πυρκαγιές που δίνουν άμεσα τα τραγικά αποτελέσματά τους και είναι τόσο ορατές οι αιτίες που τις προκαλούν, σκεφτείτε τι συμβαίνει με την καταστροφή της φύσης, του περιβάλλοντος από μια ατέλειωτη σειρά άλλες αιτίες που έχουν την αφετηρία τους στην αλόγιστη ανθρώπινη δραστηριότητα.
Ο απότομα αστικοποιηθείς σύγχρονος πολεοκάτοικος δεν γνωρίζει φραγμούς στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Οι πυρκαγιές του δασικού πλούτου που μας απέμεινε έρχονται να αποτελειώσουν ένα καταστροφικό έργο που άρχισε πριν από πολλές δεκαετίες. Αφού καταστρέψαμε όλα τα παραδοσιακά στοιχεία λαϊκής και νεοκλασικής αρχιτεκτονικής των αστικών κέντρων, με το κύμα της αστυφιλίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, οι σημερινοί πολεοκάτοικοι επιστρέφουν τώρα στην ύπαιθρο χώρα, από όπου προήλθαν, για να αποτελειώσουν οτιδήποτε συνθέτει το χαρακτήρα των χωριών και των μικρών πόλεων της υπαίθρου μας.
Έτσι μετά τις πόλεις σειρά έχει το τοπίο, το φυσικό μας περιβάλλον, το οποίο βιάζεται και πληγώνεται ποικιλοτρόπως όχι μόνον από τις φωτιές αλλά και από την άναρχη, αισθητικά και αρχιτεκτονικά, δόμηση και τέλος από την άγρια και ανεξέλεγκτη λατόμευση. Σ’ αυτή την τελευταία δραστηριότητα που συμπληρώνει το έργο της φωτιάς δεν έχει δυστυχώς δοθεί ποτέ η δέουσα προσοχή. Το καταστροφικό έργο της μπουλντόζας περνάει συχνά απαρατήρητο καθώς απουσιάζει ο εντυπωσιασμός και η φρίκη που προκαλεί η πυρκαγιά ενός δάσους. Και στο σημείο αυτό δεν ευθύνονται μόνον ιδιώτες αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση η οποία επιτρέπει εκτεταμένες εκχερσώσεις, εκσκαφές και εκμεταλλεύσεις ολόκληρων περιοχών ευνοώντας ιδιωτικά συμφέροντα και κερδοσκοπικούς σκοπούς, με το αζημίωτο φυσικά. Η ανοχή και οι υποβολιμιαίες πολιτικές αποφάσεις με προεξάρχον το κερδοσκοπικό συμφέρον, καταστρέφουν έτσι τεράστιες περιοχές φυσικού κάλλους τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα το τοπίο με τη λατόμευση και την αυθαίρετη δόμηση, ως ότου έρθει η φωτιά να αποτελειώσει την καταστροφή. Αυτά είναι αλληλένδετα.
Όπως στις περισσότερες περιοχές της χώρας έτσι και στο νομό Λάρισας είναι αμέτρητα τα παραδείγματα όπου η ασύδοτη λατόμευση αλλά και οι πυρκαγιές μετέβαλαν και μεταβάλλουν υπέροχα τοπία σε σεληνιακές ερήμους. Καταπράσινα βουνά κατατρώγονται από τα ανθρώπινα εργαλεία και μεταβάλλονται σε σωρούς χωμάτων, πέτρας και χαλικιών για τις οικοδομικές ανάγκες πόλεων και χωριών, χωρίς καμία αρμόδια υπηρεσία να δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την παράνομη αυτή κερδοσκοπική δραστηριότητα. Και υπάρχουν αρμόδιες υπηρεσίες στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση που θα έπρεπε να ασκούν άγρυπνο έλεγχο στις δραστηριότητες αυτές, τόσο των ιδιωτών όσο και των Δήμων και Κοινοτήτων.
Οι πυρκαγιές των δασικών εκτάσεων που μας έχουν απομείνει αποτελούν την τελευταία πράξη του δράματος που εκτυλίσσεται στην ύπαιθρο χώρα μας και έχει ως συνέπεια την ολοκληρωτική και συστηματική καταστροφή του περιβάλλοντος.
Είναι χαρακτηριστικό ένα κείμενο του μεγάλου αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, όπου ο φωτισμένος διανοητής εκφράζει την οργή και την πικρία του για τα έργα και τις ημέρες της ανθρώπινης αγριότητας με την ασυγκράτητη λατόμευση και καταστροφή του περιβάλλοντος. Αν ζούσε στις μέρες μας και έβλεπε τη δραστηριότητα της μπουλντόζας και των εμπρηστών οικοπεδοφάγων δεν ξέρω κι εγώ τι θα μπορούσε να πει και να γράψει.
Στο κείμενο αυτό, λοιπόν, με τίτλο «Γαίας Ατίμωσις» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αιξωνή» το 1964, ο Πικιώνης έγραφε:
«Η λατομία εξακολουθεί το επάρατο έργο της. Εκεί που δεν αφανίζει, κάτι χειρότερο: κολοβώνει τα σχήματα, διαστρέφει το χαρακτήρα των περιγραμμάτων. Η ασυστηματοποίητη λατομία ανεβαίνει ήδη ως την ακρώρειά της. Η Γη τούτη κείτεται τώρα ως το πριν όμορφο σώμα ενός θεϊκού πλάσματος όπου κατατρώγει τις σάρκες του η αρρώστια. Και αν είχε μιλιά – και έχει αλλά δεν την ακούμε – θάλεγε: Δείλαιοι και αμαθείς και βάρβαροι τι κάνετε; Τι αφανίζετε; Δεν ξέρετε ότι είμαι η μητέρα κ‘ η τροφός, το λίκνο, η κοιτίδα, η μήτρα της περασμένης δόξας και της μελλούμενης; Μάταια θαυμάζετε τα μνημεία που έστησαν κάποτε τα παιδιά μας. Δεν ξέρετε πως είναι σαρξ εκ της σαρκός μου και πως όταν η μορφή μου αφανιστεί η δικιά τους θα χάσει το νόημά της;.. Δεν βλέπω πια βωμούς των θεών επάνω εις τα όρη μου και τους λόφους, πάρεξ τα γραφεία και τις μηχανές των εταιριών σας. Εκείνοι ήταν σημάδι λατρείας, σε σας δεν απόμεινε παρ’ η κατώτερη μορφή της σχέσης με τη Φύση, η εκμετάλλευση…»
Η «γαίας ατίμωσις» εξακολουθεί δεκάδες χρόνια από τότε ενισχυμένη από τους εμπρησμούς και τις πυρκαγιές, «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ». Ποιος θα σταματήσει την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της γης μας, την καταστροφή του περιβάλλοντος, του ήμερου και γλυκού τοπίου της ελληνικής υπαίθρου από την άγρια λατόμευση, τη φωτιά και το σίδερο και την ασυγκράτητη κερδοσκοπία;
Ρομαντισμοί, θα πουν οι προσγειωμένοι ρεαλιστές. Ας μην περιμένουμε πολλά πράγματα όσο δημόσιοι φορείς και ιδιωτικό κεφάλαιο, σε αγαστή συνεργασία, πορεύονται τον «εκσυγχρονιστικό» δρόμο της αλλοίωσης της ζωής μας και της φύσης μας, φτιάχνοντας νόμους και διατάξεις στα μέτρα συμφεροντολογικών κερδοσκοπικών και ψηφοθηρικών σκοπών. Η χώρα μας θα εξακολουθήσει να σκάβεται και να καίγεται…