Λάρισα, Αύγουστος 09. Χωρικός με τραγιάσκα, τσιγκελωτό μουστάκι και τορβά περασμένο στραβά από την πλάτη και το στήθος του περπατάει μαζεμένος στην οδό Ολύμπου ερχόμενος από το ΚΤΕΛ και κατευθυνόμενος προς την οδό Παναγούλη όπου βρίσκεται ο συγχωριανός οδοντίατρος. Στο δρόμο του βρίζει μέσα από τα δόντια του αφού αναγκάζεται να λοξοδρομεί συνέχεια για να αποφεύγει τα κατειλημμένα, από τα υπό ανέγερση κτίρια, πεζοδρόμια.
Οι βιτρίνες των καταστημάτων αριστερά και δεξιά κάνουν τα μάτια του ν' ανοίγουν κάθε τόσο και το στόμα του να κρεμάει με κατάπληξη. Περνώντας μπροστά από μια βιτρίνα με ρούχα και κοιτώντας αφηρημένα μέσα, βλέπει μια κοπέλα με σχιστά μάτια και χλωμό δέρμα να τον κοιτάει με ύφος μπλαζέ πίσω από ένα ταμείο. Παραπέρα ένας παρόμοιος άνδρας να δείχνει μια μπλούζα σε μια κυρία. Σταματάει τους κοιτάει εμβρόντητος και σταυροκοπιέται.
«Αιντέεε... καλά αυτοί τώρα είνι Κινέζοι;» αναρωτιέται.
«Ναι, ναι, το μαγαζί είναι δικό τους...» τον πληροφορεί κυρία που κοιτάει δίπλα του τα ρούχα.
«Κι πώς άνοιξαν ιδώ μαγαζί; Παράξινο....»
«Μήπως είναι οι μόνοι κύριέ μου... ένα σωρό εμπορικά έχουν ανοίξει οι Κινέζοι στη Λάρισα...»
Ο χωρικός σταυροκοπιέται ξανά με κατάπληξη. «Δεν ίμαστι καλά...»
Συνεχίζει τον δρόμο του κουνώντας το κεφάλι όταν στη στροφή του τετραγώνου μια ζητιάνα γύφτισσα του πετάει μια χερούκλα μπροστά στη μούρη.
«Δώσε κάτι στη φτωχή μπάρμπα». Εκείνος κοντοστέκεται. «Τι να σε δώσου κουρίτσι μ'. Σάμπως ιγό ίμι κάνας πλούσιους; Τράβα να βρείς καμιά δλειά. Άι στην ιφχή τς παναγίας».
Η ζητιάνα τον κοιτάει αποσβολωμένη. Ακούς εκεί θράσος ο χωριάταρος! Δεν την φτάνει η δυστυχία της...
Ο χωρικός συνεχίζει το δρόμο του με καθαρή συνείδηση. Λίγα τετράγωνα από τον προορισμό του τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Ένας μαύρος πλανόδιος με ριχτή ενδυμασία κεντρικής Αφρικής έρχεται από απέναντι. Ο γέρος κοντοστέκεται δεύτερη φορά. Τον κοιτάει τον ξανακοιτάει και γουρλώνει τα μάτια. Έλα χριστέ και παναγιά, τι μαυρίλα είναι αυτή! Ούτε που μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά που είχαν τα μούτρα του. Σκέψου να ήταν νύχτα! Ο μαύρος τον κοιτάει με τα τεράστια μάτια του αδιάφορος. Προφανώς δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει στο γέρο, κάνας τρελός θα ναι σκέφτεται και συνεχίζει το δρόμο του. Ο χωρικός είναι τόσο εκστασιασμένος που τον ακολουθεί και σταυροκοπιέται. Μέσα στη σαστιμάρα, τον σταματά νεαρή γυναίκα.
«Του ίδις αυτό γιέμι!;» αναφωνεί. Η κοπέλα γελάει. «Πρώτη φορά βλέπεις μαύρο μπάρμπα; Τηλεόραση δεν έχεις;»
Πώς δεν έχει. Και τηλεόραση έχει και ραδιόφωνο έχει, αλλά εκεί στη... στάνη που βοσκάει τα πρόβατα δεν έχει πολύ χρόνο για να τα απολαύσει. Και μαύρους χίλιες φορές είδε στο γυαλί αλλά όπως και να το κάνεις άλλο είναι... το ζωντανό!
Ανεβαίνοντας την οδό Παναγούλη σκοντάφτει σχεδόν πάνω σε κυρία φορτωμένη ψώνια. Ο χωρικός βρίσκει την ευκαιρία. «Συγγνώμη, μήπους ξέριτι που είναι το γιατρείου του γιατρού Φαφούτη; Μια ώρα ψάχνου...»
Η ξενιχιασμένη κυρία χαμογελά ηλίθια. «Ντέν ξέρει... ιγκό Αλμπανία».
«Άιντι χάιντι... ποιόν άλλου θα δω... κάναν... Ινδό;»
Ινδό δεν είδε, είδε όμως μια παρέα τριών Αμερικανών του ΝΑΤΟ που συζητούσαν μεγαλόφωνα σταματημένοι έξω από το ταμιευτήριο. Σταμάτησε κι αυτός για να ακούσει τη γλώσσα που άκουγε κατά κόρον από την τηλεόραση έχοντας την περιέργεια ζωγραφισμένη πάνω του. Όταν άκουσε μάλιστα να αναφέρουν τη λέξη «μάνι» έσκασε ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο.
«Του ξέρου αυτό! Για λιφτά λιέτε ε; Αμ γιατί άλλου, όλοι γι' αυτό λέν!»
Οι Νατοικοί του 'ριξαν ένα ενοχλημένο βλέμμα και ο χωρικός έφυγε χαμογελώντας ακόμα.
Όταν βρήκε τελικά το ιατρείο του συχωριανού του οδοντίατρου εκείνος του ξεπετάει κατόπιν απαιτήσεώς του δύο σφραγίσματα και μια εξαγωγή. «Τι σι χρουστάου παλικάρι;» ρωτάει τον γιατρό πιάνοντας τα μάγουλά του. «Για σένα φιλική τιμή διακόσια ευρώ» του λέει κι εκείνος τον κοιτάει σαν χάνος. «Ε... κι πόσα είνι αυτά σε ελληνικά λεφτά γιατί τόσα χρόνια κι ακόμα δεν σκαμπάζου απού αυτό το κινούργιου;» Εξήντα οχτώ χιλιάδες του λέει ο γιατρός κι εκείνος πιάνεται για να μην πέσει. «Δηλαδή καλόπιδου αν ήταν ιχθρική η τιμή τι θα μ' έπαιρνις, ένα ικατομύριου;»
Ο χωρικός ζαλισμένος από το αναισθητικό και την τσουχτερή τιμή των δοντιών που του άδειασε το κομπόδεμα, βγαίνει στην κεντρική πλατεία. Εκεί κάτι η ταλαιπωρία του τόση ώρα στην καρέκλα μ' ανοιχτό το στόμα κάτι ο κατίμαυρος που του είχε καρφωθεί στο κεφάλι, θέλησε να πάει προς νερού του. Και τώρα τι γίνεται;
«Μήπους ξέριτε που μπουρώ να κάνου την ανάγκη μ';» ρωτάει κύριο συνωμοτικά. Εκείνος του δείχνει το ουρητήριο στην πλατεία.
«Είκοσι λεπτά» του λέει μια νυσταγμένη κυρία όταν εκείνος πάει να μπεί μέσα.
«Ε όχι και είκοσι λεπτά ρε κοπέλα μ' ένα λιπτό θα κάνω μόνο!»
«Το χαζό κάνεις μπάρμπα; Είκοσι λεπτά για να μπείς στην τουαλέτα!»
«Διόδια και στο κατούρημα ε; Πάρτα. Ας όψιτι που έσκασα αλλιώς θα σου ΄λιγα τι είκοσι θα πιρνις!»
Το λεωφορείο του ήθελε μιάμιση ώρα να φύγει και για να περάσει την ώρα του κάθισε σε μια καφετέρια να πιεί έναν βαρύ γλυκό καφέ. Τον ήπιε καλά καλά τον φχαριστήθηκε, αλλά όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει έγινε παπόρι γιατί το γκαρσόνι του ζήτησε τριάμισι ευρώ.
«Τριάμιση σακούλια καφέ έπαιρνα από το μπακάλικο πιδάκι μ'! Απά πα τι είνι αυτό! Χαζέψαν όλοι!»
Στο δρόμο της επιστροφής προπορεύονται μπροστά του δύο νεαρά δεκαεξάχρονα αγόρια. Αθελά του ακούει τη συζήτηση:
«Μεγάλη φάση σου λέω ρε μ..., ο γέρος μου τα πήρε στο κρανίο με το λογαριασμό, πέταξε το Νόκια από το μπαλκόνι και πήρε στο κύρ ελέησον τον επιπλοποιό από απέναντι. Στο γενικό τον πήγανε...»
«Το Ζίμενς να πάρεις τώρα, «φυσάει» έχει, φωτό, βίντεο, τηλεόραση, e - mail, φάξ και σύνδεση με το Ιντερνέτ, μέχρι και τηλεόραση βλέπεις ρε μ...» Ο χωρικός γουρλώνει τα μάτια και τεντώνει τα αυτιά μπάς και καταλάβει για τι στο καλό μιλούσαν...
Φτάνει στο ΚΤΕΛ συγχυσμένος, μπαίνει στο λεωφορείο του και σταυροκοπιέται. Ελπίζει να μην ξαναχρειαστεί να κατεβεί στη Λάρισα γιατί κάθε φορά που το κάνει - μια φορά στα δέκα χρόνια και μόνο όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, όπως το να φτιάξει τα δόντια του - την βρίσκει τόσο αλλαγμένη που δεν την γνωρίζει. Όπως τώρα, μέσα σε μια βόλτα είχε δει το πρόσωπο της σημερινής πόλης. Πολυκατοικίες υπό ανέγερση παντού, ζητιάνους σε κάθε γωνιά, καινούργιες πανευρωπαϊκές και παγκόσμιες φάτσες να αναμιγνύονται άνετα με τους εμπόρους και τους δημότες, τσουχτερές τιμές και καινοτομίες που κάνουν τη ζωή υποτίθεται εύκολη.
Ξαναγύρισε στο χωριό του και στη στάνη του ευτυχισμένος που τελείωσε η περιπέτειά του στη μεγάλη πόλη. Το ταξίδι όμως του άφησε κι ένα μεγάλο ερωτηματικό που τον απασχολούσε κάθε φορά που έβλεπε τηλεόραση και το μοιραζόταν με όλους στο καφενείο του χωριού: Πώς ένας μαύρος ξεχωρίζει έναν άλλον στο σκοτάδι;
Φωτεινή Στεργιούλα