Να δημοσιοποιεί κανείς ή να μην δημοσιοποιεί τις διαφωνίες του με το κόμμα του; Ιδού το μετασεξπιρικό ερώτημα, το οποίο ταλανίζει τις τελευταίες μέρες του Λαρισαίους Νεοδημοκράτες, μετά την «καταχωρημένη» πλέον ως «επιστολή των 16», προς τον πρωθυπουργό και το γραμματέα της Νέας Δημοκρατίας. Και στο τοπικό ΠΑΣΟΚ, βέβαια, ταλανίζονται ταυτοχρόνως αλλά για διαφορετικούς λόγους. Φαίνεται πως είναι η εποχή του... ταλανίσματος για τα δύο μεγάλα κόμματα στη Λάρισα.
Όπως έχουμε επισημάνει και όπως άλλωστε είναι προφανές, επί της ουσίας των όσων αναφέρουν και όσων ζητούν οι «16» με την επιστολή τους, δεν διαφωνεί και κανείς. Εκτός ίσως από κάποιους ιδιαίτερα φανατικούς Νεοδημοκράτες, οι οποίοι λειτουργούν με παρωπίδες και ωτασπίδες. Αλλά, σίγουρα δεν αποτελούν την πλειοψηφία. Οι υπόλοιποι και βλέπουν και ακούνε τι συμβαίνει στο κόμμα και στην κυβέρνηση εδώ και αρκετό καιρό και γι’ αυτό άλλωστε, στις ευρωεκλογές έστειλαν διά της κάλπης το καθαρότερο μήνυμα σχετικά με το «πώς» στέκονται απέναντι σε όλα αυτά. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση «δεν έλαβε το μήνυμα» των ευρωεκλογών. Από τούτη δω τη θέση έχει επισημανθεί ότι η Ν.Δ. έλαβε το μήνυμα, αλλά δεν ξέρει τι να το κάνει ακριβώς.
Όπως και να ’χει, όμως, τα προβλήματα παραμένουν ανοιχτά, η κατάσταση μέχρι στιγμής μη αναστρέψιμη και στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός δημοκρατικού κόμματος ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του. Να μην πούμε ότι έχει και την υποχρέωση. Αν υποθέσουμε ότι η συνισταμένη των απόψεων είναι αυτή που γεννά ιδέες και συμβάλλει στην προώθηση και την επίλυση διαφόρων προβλημάτων. Μέχρι εκεί, καλά. Η διχογνωμία υπάρχει στο αρχικό δίλημμα, περί δημοσιοποίησης ή όχι.
Γιατί υπάρχει άποψη και ορθή είναι επίσης, ότι υφίστανται τα αρμόδια κομματικά όργανα όπου μπορεί κανείς να εκφραστεί, να φωνάξει, να θυμώσει, να τα πει έξω από τα δόντια, τέλος πάντων, χωρίς αυτά να γίνουν βούκινο πανταχόθεν και να δίνουν τροφή για πολιτική εκμετάλλευση από άλλα κόμματα και κυρίως από το ΠΑΣΟΚ. Και η Ν.Δ. την επιχείρησε αυτή την εσωκομματική εκτόνωση μετά που το Βατοπαίδι ήταν στα φόρτε του, κάνοντας διευρυμένες ανοιχτές Νομαρχιακές Συνελεύσεις παρουσία υψηλόβαθμων στελεχών (στη Λάρισα είχε έλθει ο Προκόπης Παυλόπουλος) προκειμένου οι δυσαρεστημένοι να βγάζουν τα εσώψυχά τους. Ως είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας, θα έλεγε κανείς. Και πράγματι, η συνέλευση της Λάρισας ήταν «επεισοδιακή» και ειπώθηκαν πολλά. Το πρόβλημα είναι ότι οι οπαδοί, τα στελέχη κ.λπ., αισθάνονται ότι ακούγονται μεν, δεν εισακούγονται δε. Δηλαδή στο πλαίσιο μιας εσωτερικής διαδικασίας, θέλοντας και μη, κάθονται και ακούνε ό,τι έχουν να πούνε αλλά στη συνέχεια δεν βλέπουν καμία βελτίωση. Δηλαδή δεν βλέπουν να έχουν... «αντίκρισμα» τα λεγόμενά τους. Και...
...Και εδώ ακριβώς έρχεται το «εργαλείο» της δημοσιότητας να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης ή και εκβιασμού, κατά μία έννοια, προκειμένου οι... «κομματικοί» και «κυβερνητικοί» να μην κωφεύουν και να μην αισθάνονται τα στελέχη ότι μιλάνε σε «ώτα μη ακουόντων». Αυτή την οδό... «πίεσης» χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ επέλεξαν και οι «16». Προφανώς, γνωρίζοντας ότι θα δώσουν τροφή στο ΠΑΣΟΚ και στα προσκείμενα σε αυτό μέσα να εκμεταλλευτούν μια κατάσταση προς όφελός τους, έκαναν μια συγκεκριμένη επιλογή. Προτίμησαν να δώσουν τροφή στο ΠΑΣΟΚ, «πιέζοντας» έτσι την κυβέρνηση και το κόμμα ν’ ακούσει... Όμως...
...Όμως, όπως κάθε επιλογή έχει και το σχετικό κόστος. Γιατί, βεβαίως, όσο καλοπροαίρετη και να είναι μια τέτοια κίνηση, δεν παύει να επιδέχεται και διαφορετικών ερμηνειών και κινήτρων. Καθότι, όταν αποφασίζει κανείς να εκτεθεί δημόσια, τότε ανάλογες θα είναι και οι αντιδράσεις που θα εισπράξει, καθώς και η κριτική και τα σχόλια.
Οπότε, το δίλημμα εκ των πραγμάτων παραμένει και αντιμετωπίζεται διαφορετικά, όπως άλλωστε και οι συνέπειες. Γιατί σε περιπτώσεις όπως αυτή και η διαδικασία είναι μέρος της ουσίας.
Όπως έχει πει και ο Καβάφης: «σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι να πούνε».