Με τροπολογία στα μέσα Ιουλίου η κυβέρνηση επανέφερε την ισχύ του προηγούμενου Νόμου που αφορά στην απαγόρευση δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπικών ερευνών των εταιριών 15 ημέρες προ των εθνικών εκλογών. Με άλλα λόγια οι εταιρίες δεν θα μας κοινολογούν ποιο κόμμα έρχεται πρώτο, ποιο δεύτερο και ούτω καθεξής, στις προτιμήσεις των πολιτών της ελληνικής δημοκρατίας.
Η αιτιολογία, που αναπτύχθηκε από τους κυβερνητικούς αρμοδίους είναι ότι «η πρόσφατη εμπειρία των ευρωεκλογών απέδειξε ότι ο στόχος για τον οποίο είχε γίνει αυτή η ρύθμιση (δηλ. της δυνατότητας γνωστοποιήσεως των συμπερασμάτων των εταιριών δημοσκοπήσεων μέχρι την Παρασκευή προ των εκλογών) δεν απέδωσε τα αναμενόμενα».
Τι είναι οι δημοσκοπήσεις, πού αποβλέπουν, είναι αξιόπιστες και ως ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο;
Πρέπει πρώτα απ' όλα να διευκρινιστεί ότι δημοσκοπήσεις χρειάζονται (και αυτά είναι τα καλά νέα) μόνο σε περιόδους όπου η δημοκρατική συναίνεση είναι το κεντρικό σημείο του πολιτικού συστήματος, τέτοιου όπως στην αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, στον 1ο αιώνα της Ρώμης, στην Ιταλική Αναγέννηση και κάποια μέρη στον 20ο αιώνα. Το γεγονός ότι δημοσκοπήσεις πλημμυρίζουν στην κυριολεξία τα μέσα ενημέρωσης τα τελευταία έτη φανερώνει ότι βρισκόμαστε σε ατμόσφαιρα δημοκρατικής καταρχήν διακυβέρνησης, όπου τα κόμματα της πολιτικής σκηνής αναζητούν τη συναίνεση των πολιτών για τα προγράμματά του, ατμόσφαιρα που συμβαδίζει με τον εορτασμό αποκατάστασης της δημοκρατίας εδώ και 35 έτη τον Ιούλιο μήνα.
Ο πυρήνας της έννοιας της δημοσκόπησης είναι η διερεύνηση της προτιμήσεως -στάσεως είτε θετικής είτε αρνητικής, ενός ατόμου σε αναφορά με κάποιο κόμμα ή άλλο αγαθό ή θέμα. Και πρόκειται για εκείνο το είδος των προτιμήσεων, που ποικίλλουν ανάμεσα στους ανθρώπους και έτσι τους διακρίνουν τον ένα από τον άλλο.
Και οι ερευνητές που διεξάγουν τις δημοσκοπήσεις ψάχνουν να βρουν πως «εκπηγάζουν» -προκύπτουν αυτές οι ανθρώπινες προτιμήσεις και πώς τροποποιούνται στο διάβα του χρόνου, εάν τροποποιούνται. Το βέβαιο είναι ότι η στάση -επιλογή καθενός μας είναι αμέσως συνυφασμένο με την ατομικότητά μας, δηλαδή ποιοι είμαστε ως πρόσωπα.
Στο ερώτημα πώς προκύπτουν οι προτιμήσεις, ειδικοί ψυχολόγοι απάντησαν ότι δημιουργούνται από διάφορες πληροφορίες του εαυτού, που αφορούν: 1. Ιδέες και γεγονότα, που θυμόμαστε 2. Συναισθήματα και 3. (Πρώτιστος ρυθμιστής της προτιμήσεως) το πώς αντιδράσαμε στο παρελθόν, εννοώντας την πρόσφατη συμπεριφορά μας και όχι απλώς τις ιδέες μας.
Έχει συναχθεί πάλι από ειδικούς ότι ο πλέον σημαντικός λόγος που οι ερευνητές -ειδικοί των δημοσκοπήσεων μελετούν τις θέσεις-προτιμήσεις των πολιτών είναι, για να αναπτύξουν τεχνικές να αλλάξουν αυτές τις προτιμήσεις των πολιτών (και αυτά είναι τα κακά νέα). Τεράστια χρηματικά ποσά ξοδεύονται σε τέτοιες έρευνες με το στόχο αυτό! Εκείνο που πρέπει να τονίσει κανείς είναι ότι υπάρχει διάσταση ανάμεσα στη λεκτικά εκπεφρασμένη προτίμηση του πολίτη και στη συμπεριφορά του, δηλαδή το τι κάνει στην πράξη. Είναι επίσης σημαντικό να θυμάται κανείς ότι η προσπάθεια έρευνας των προτιμήσεων των πολιτών είναι μια μορφή κοινωνικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον ερευνητή (δημοσκοπική εταιρία) και στον πολίτη, που μετέχει στην έρευνα, και ότι δεν είναι δυνατόν τέτοια κοινωνική αλληλεπίδραση να λάβει χώρα σε ψυχολογικό κενό. Και ψυχολογικό κενό νοείται όταν ο συμμέτοχος στην έρευνα πολίτης, επειδή αναρωτιέται τι θα σκεφτεί ο ερευνητής γι’ αυτόν, για παράδειγμα πιθανό να μη θέλει να φανεί ρατσιστής στα μάτια ενός φιλελεύθερου ερευνητή, δεν μοιράζεται την αληθινή του προτίμηση με αυτόν τον ερευνητή, γιατί του είναι ένα ψυχολογικά άγνωστο άτομο! Έτσι η δημοσκόπηση οδηγείται να είναι απατηλή.
Έχει διατυπωθεί και γίνει δεκτό ότι για να καταλάβουμε τις σχέσεις πολίτη και κομμάτων, πολίτη και συνανθρώπων του, αλλά και ιδεών κ.λπ., είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη τη βιωματική -ζώσα εμπειρία του και να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να μοιράζονται μαζί μας (με τους άλλους δηλαδή, έστω και με δημοσκοπήσεις) τι σκέπτονται και αισθάνονται. Και τούτο γιατί η κάθε αλλαγή προτίμησης δεν χρειάζεται ειδική τεχνική από τους ερευνητές, όπως για παράδειγμα διαφοροποίηση των επιρροών πάνω στη συμπεριφορά κάθε ανθρώπου, με το να δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεως 15 μέρες πριν τις εθνικές εκλογές ή 15 ώρες πριν από αυτές, όπως στην αρχή εκτέθηκε.
Χειροκροτώ μαζί με άλλους ψυχολόγους ότι χρειάζεται οι άνθρωποι να ανοίγονται στο να δημιουργούν σχέσεις με άλλους και σε πολιτικό επίπεδο, που τις εκδηλώνουν στις εταιρίες δημοσκοπήσεων και εκπροσώπους τους, γιατί έτσι μπορεί να επέλθει η μόνη αληθινή και εφικτή αλλαγή, αυτή της από τον εαυτό του καθενός καθοδηγούμενης αλλαγής. Αυτή οδηγεί στην έκφραση της δημοκρατικής προτίμησής του και στην διατήρηση της Δημοκρατίας.
Η Ελένη Ι. Αξιόγλου είναι δικηγόρος υπ. ευρωβουλευτής ΛΑ.Ο.Σ.- πολιτευτής.