«Η μικρός παντρέψου ή τρανός καλογερέψου» ήταν η ρήση, που έδινε το στίγμα σχετικά με τη στάση που έπρεπε να κρατήσει ένας νέος αναφορικά με το γάμο μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του 20ού αιώνα. Εννοούσαν δε μ΄αυτή κατάλληλη ηλικία των κοριτσιών για γάμο, αυτή της ενηλικίωσής τους, δηλαδή λίγο πριν – λίγο μετά τα 18 τους, ενώ για τα αγόρια λίγο μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων. Ο χρυσός κανόνας, μάλιστα, ήθελε μια διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός περίπου 5-8 χρόνια, για να είναι το ζευγάρι ισορροπημένο και με προδιαγραφές για μακροημέρευση.
Υπάρχουν, βέβαια, αρκετοί λόγοι, για τους οποίους καλούνταν ή αναγκάζονταν σχετικά νωρίς οι νέοι του χθες να δημιουργήσουν οικογένεια. Καταρχήν, πρέπει να υπενθυμίσω ότι παλιότερα δεν νοιάζονταν πολύ για το αύριο, ούτε ιδιαίτερα για τις συνθήκες διαβίωσής τους. Οι άνθρωποι, αγρότες ή κτηνοτρόφοι της υπαίθρου στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν μαθημένοι να είναι ολιγαρκείς τους αρκούσε π.χ. μία κάμαρα σπίτι, και κυρίως να εξασφαλίζουν το ψωμί της χρονιάς για το μέλλον είχε ο Θεός.
Γράμματα δεν μάθαιναν πολλά, παρά μονάχα τα εντελώς απαραίτητα και συνήθως αυτά του Δημοτικού, αφού σπάνια συνέχιζαν μακριά απ΄τα χωριά τους σπουδές στα Γυμνάσια και Λύκεια, πόσο μάλλον Πανεπιστήμια.
Επαγγελματικά, δε, κουτσοβολεύονταν, συνήθως, με τα επαγγέλματα, που δημιουργεί μια κλειστή αγροτοκτηνοτροφική κοινωνία. Γι΄ αυτό και δεν είχαν λόγους να καθυστερούν την αναζήτηση ετέρου ημίσεως.
Όταν ρωτούσαν ένα γονιό, πόσα παιδιά έχει, αν είχε ένα αγόρι και ένα κορίτσι, δεν απαντούσε δύο, αλλά ένα παιδί και ένα κορίτσι. Αυτό είναι ενδεικτικό εκείνη την περίοδο και για τη θέση του κοριτσιού, που το θεωρούσαν, σχεδόν, ξένο σώμα στην οικογένεια, φρόντιζαν, γι΄ αυτό, να το ξεφορτωθούν όσο το δυνατόν νωρίτερα, προσφέροντας, μάλιστα, και την ανάλογη προίκα, για να συγκινήσουν περισσότερο τον ενδιαφερόμενο γαμβρό. Όταν, μάλιστα, η υποψήφια νύφη διέθετε ως προίκα και μονοκατοικία ή διαμέρισμα σε πολυκατοικία, ε! τότε ήταν πολύφερνη και έβρισκε γρήγορα τον άνθρωπό της.
Οι προγαμιαίες και εξωσυζυγικές σχέσεις, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν επιτρεπόντουσαν και συνοδεύονταν από κοινωνική κατακραυγή, όταν αυτές αποκαλύπτονταν, ενώ η μοιχεία θεωρούνταν ποινικό αδίκημα. Γι΄ αυτό τη σεξουαλική επιθυμία νόμιμα μόνο μέσω του γάμου μπορούσε να ικανοποιήσει κανείς. Σημειωτέον ότι σ΄ αυτή την κοινωνία δύσκολα έβρισκαν θέση μονογονεϊκές οικογένειες, ενώ οι γεροντοκόρες και τα γεροντοπαλίκαρα ήταν κοινωνικά στιγματισμένα. Όλα αυτά, εξωθούσαν τους νέους σε γάμο βιώσιμο, μια που θεωρούνταν, επιπλέον, ντροπή να αποτυγχάνει ένας γάμος και να χωρίζει ένα ζευγάρι.
Επειδή, συνήθως, οι γυναίκες ασχολούνταν μόνο με τα οικοκυρικά, δεν υπήρχε πρόβλημα στο μεγάλωμα και στην ανατροφή των παιδιών, αφού πάντα υπήρχε άνθρωπος στο σπίτι να τα φροντίζει, άλλωστε είτε η μαμά, είτε η πεθερά ήταν, συνήθως, τόσο κοντά, για να βοηθήσουν πότε-πότε, αφού ένα άλλο σύνθημα της εποχής έλεγε: «παπούτσι απ΄ τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο».
Σ΄ όλη αυτή την υπόθεση ο άνδρας έπαιζε το ρόλο του κουβαλητή, το ρόλο του προστάτη και παρότι μόνο αυτός ασκούσε βιοποριστικό επάγγελμα, λίγο με τη δουλειά του, λίγο με την περιουσία, που του έδωσε ο πατέρας του, λίγο με την προίκα της γυναίκας του, κατάφερνε, έστω και με δυσκολία, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Γνώριζαν, άλλωστε, νύφη και γαμβρός μια άλλη σημαντική αρχή της εποχής, το «ότι πήρες νύφη από Δευτέρα», που σήμαινε, ό,τι πήρατε, πήρατε τώρα πια, κάντε το κουμάντο σας εσείς και μακριά από μας αυτό ήταν το τυχερό σας και κόψτε το λαιμό σας και βγάλτε τα από εδώ και πέρα μόνοι σας. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να περιμένουν και να αναβάλλουν τον γάμο; Άλλωστε, και να ήθελε κάποιος να ξεχαστεί και να καθυστερήσει δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί οι προξενήτρες και προξενητάδες.
Κάπως έτσι, λειτουργούσε το κοινωνικό σύστημα μέχρι πριν λίγες δεκαετίες αναφορικά με το γάμο και για όλους αυτούς τους λόγους οι γάμοι συνάπτονταν σε μικρή σχετικά ηλικία, ενώ οι νέοι της εποχής έπαιρναν την απόφαση χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.
Και επειδή στις μέρες μας άλλα ισχύουν σχετικά με το γάμο, η στενότητα του χώρου δεν επιτρέπει να εξηγήσουμε τώρα το γιατί θα το κάνουμε, όμως, σε επόμενη ευκαιρία.