Του Γεωργίου Ν. Ξενόφου
Είναι γνωστό, ότι τα τελευταία χρόνια στη γηραιά Ήπειρο, ιδρύθηκε ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Πρόληψη του Εγκλήματος (EUGPN, δηλαδή EU Crime Prention NetworK), που συντονίζει τη δράση των κρατών στον τομέα αυτόν και καθιστά ευρύτερα γνωστές τις λεγόμενες «καλές πρακτικές», που εφαρμόζουν διάφορες χώρες για την πρόληψη της παραβατικής συμπεριφοράς. Στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1988, ιδρύεται στο Υπ. Δημόσιας Τάξης ένα πολυπληθές Συμβούλιο Πρόληψης Εγκληματικότητας, που όμως δεν μπόρεσε να λειτουργήσει. Το 1999 ακολούθησε ο νόμος 2713 αρθρ. 16, που δίνει τη δυνατότητα πλέον σε όλους τους Δήμους και Διαμερίσματα της χώρας να ιδρύσουν Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης Εγκληματικότητας. Ο θεσμός αυτός διαπνέεται από τρεις κυρίως βασικές ιδέες. α. Την αντιμετώπιση του εγκλήματος, ει δυνατόν με πρόληψη και όχι με καταστολή (πριν δηλαδή συμβεί το κακό) και μάλιστα, ακόμη και σε περιοχές με μειωμένη εγκληματικότητα. β. Την πρόληψη του εγκλήματος, που μπορεί να αφορά τη λήψη μέτρων είτε για την εξάλειψη των ευκαιριών που ευνοούν τη δράση του εγκληματία, είτε και για την καταπολέμηση των κοινωνικών παραγόντων, που ευνοούν την εξώθηση προς το έγκλημα ορισμένων συμπολιτών μας, κυρίως όσων ανήκουν στις λεγόμενες «ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως αποφυλακισμένοι, ουσιοεξαρτημένοι ή απεξαρτημένοι, αλλοδαποί, άνεργοι, εγκαταλειμμένα παιδιά, κακοποιημένες γυναίκες κ.λπ. (κοινωνική πρόληψη). γ. Το σημαντικό ρόλο πρόληψης που μπορεί να διαδραματίσει, πέρα από την επίσημη Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ο ίδιος ο πολίτης. Η συμμετοχή αυτή των πολιτών στην πρόληψη της εγκληματικότητας δεν μπορεί να έχει ασφαλώς, τη μορφή αυτοδικίας ή κακόβουλων ενεργειών, αφού τέτοιες συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε μια δικαιοκρατούμενη κοινωνία. Η Πολιτεία δηλαδή χαράσσει τις γενικές κατευθύνσεις της αντεγκληματικής πολιτικής και οι πολίτες, σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, την τοπική Αστυνομία και τους κοινωνικούς φορείς, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης παραβατικότητας σε επιμέρους περιοχές. Για τη διευκόλυνση των Δήμων προετοιμάστηκε μάλιστα και ένα λεπτομερές και εύκολο στη χρήση του εγχειρίδιο, στο οποίο περιλαμβάνονται συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις για τις παρεμβάσεις στις οποίες μπορούν να προβαίνουν τα Τοπικά Συμβούλια, ώστε να μειώσουν, κατά το δυνατόν, την παραβατικότητα στις περιοχές τους. Οι βασικές δραστηριότητες των Τοπικών Συμβουλίων είναι οι ακόλουθες: Καταγράφουν και μελετούν την παραβατικότητα στο συγκεκριμένο Δήμο ή Κοινότητα. Σχεδιάζουν και προωθούν ειδικές δράσεις για την πρόληψη της παραβατικότητας και την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της βίας στην οικογένεια, του κοινωνικού αποκλεισμού και της κοινωνικής ανασφάλειας. Μεριμνούν για την ευαισθητοποίηση των πολιτών και την ενεργό συμμετοχή τους σε προγράμματα πρόληψης παραβατικότητας. Αναλαμβάνουν τον συντονισμό και την πλαισίωση πρωτοβουλιών άλλων κοινωνικών φορέων, όπως συλλόγων γονέων, εθελοντών, θεραπευτικών μονάδων κ.ά. που στοχεύουν και πάλι στην πρόληψη. Φροντίζουν για τη σύσταση δικτύων βοήθειας, αρωγής και πληροφόρησης θυμάτων, εγκληματικών πράξεων σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, ιδίως δικηγορικούς και ιατρικούς συλλόγους, κοινωνικού χαρακτήρα ιδρύματα κ.λπ. Ενισχύουν τα προγράμματα μέριμνας των εγκαταλειμμένων παιδιών και ατόμων που χρήζουν βοήθειας και μια τεράστια ακόμη λίστα συγκεκριμένων μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση, που λόγω περιορισμού του χώρου της εφημερίδας μας αδυνατούμε ολοκληρωμένα να περιγράψουμε. Βασική επιδίωξη των Τοπικών συμβουλίων Πρόληψης Εγκληματικότητας είναι η ενίσχυση των θεσμών της γειτονιάς για την ενδυνάμωση της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής. Τα συμβούλια καλούνται, να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά αίτια που προκαλούν τη - μικρομεσαία κυρίως - παραβατικότητα, και όχι να ασκούν αστυνόμευση μέσα από τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν. Συνεργάζονται, ωστόσο, στο πλαίσιο της αποστολής τους για κοινωνική πρόληψη, με την Αστυνομία, το Υπ. Δημόσιας Τάξης, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Πρόληψη της Εγκληματικότητας και με άλλους αντίστοιχους φορείς. Παρ' όλες όμως τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια, στην κοινή συνάντηση εργασίας της Επιτροπής Κοινωνικής Πολιτικής της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) με τα μέλη του κεντρικού Συμβουλίου του Υπ. Δημ. Τάξης, τον Ιανουάριο του 2006, κοινή διαπίστωση αποτέλεσε το γεγονός ότι όσα Τοπικά Συμβούλια έχουν συσταθεί στους Ο.Τ.Α. βρίσκονται σε υπολειτουργία και γι' αυτό το λόγο κρίνεται απαραίτητο μια ολοκληρωμένη παρεμβατική πολιτική. Σήμερα, με την επιστημονική στήριξη και το συντονισμό του Κεντρικού Συμβουλίου Πρόληψης Παραβατικότητας και την παρότρυνση της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., έχουν συσταθεί και λειτουργούν με ουσιαστικό τρόπο Τοπικά Συμβούλια σε αρκετούς μεγάλους Δήμους της χώρας, αλλά υπολείπονται πολλά ακόμη να γίνουν για να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφαλείας των πολιτών, που προφανώς αποτελεί προϋπόθεση για μια καλύτερη ποιότητα ζωής των ανθρώπων μιας κοινωνίας.