Η ανακοίνωση του Υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Δένδια για την επιλογή της νέας ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, συνοδεύτηκε από αρνητικά σχόλια, επιφυλάξεις και βολές για προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης από μέρους της κυβέρνησης. Αυτό βέβαια δεν εξέπληξε κανέναν αφού το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί σημείο μόνιμης αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων και όχι μόνον. Μια αντιπαράθεση από την οποία δυστυχώς δεν λείπουν και τα στοιχεία της υποκρισίας και του φαρισαϊσμού κυρίως μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, αφού η θέση την οποία λαμβάνουν απέναντι σ’ αυτούς που επιλέγονται κάθε φορά, υπαγορεύεται από την θέση την οποία έχουν στο πολιτικό σύστημα δηλαδή της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης. Παρά όμως την αναγκαία αυτή επισήμανση, είναι αλήθεια ότι ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας δικαιολογημένα δέχεται κριτική αφού έχει να κάνει με το ουσιαστικό ζήτημα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Μια κριτική που καμιά φορά αδικεί και πρόσωπα άξια, τα οποία εξαιτίας ακριβώς του τρόπου επιλογής εκτίθενται στην αιτίαση ή και στη συκοφαντία της εξάρτησής τους από την εκάστοτε κυβέρνηση. Υπάρχουν όμως και πρόσωπα τα οποία ενισχύουν την κριτική, όπως ο ήδη πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδάς, ο οποίος στη διάρκεια της θητείας του με παρεμβάσεις και ενέργειές του προκάλεσε τις έντονες αλλά δικαιολογημένες από πλευράς τουλάχιστον των δικηγορικών συλλόγων αντιδράσεις.
Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης ο οποίος βέβαια δεν συνιστά ελληνική πρωτοτυπία και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, συχνά καταγγέλλεται με πειστικά επιχειρήματα και παραδείγματα, ως ομφάλιος λώρος μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας αλλά και ως μεθόδευση προώθησης κυβερνητικών εντολών προς τους δικαστές. Επίσης η διάταξη αυτή, η οποία δικαίως θεωρείται ότι αλλοιώνει τη θεμελιώδη κατά το άρθρο 110 παρ.1 του Συντάγματος αρχή περί διάκρισης των λειτουργιών, έχει υποστεί τη βάσιμη κριτική ότι επιδιώκει την επιλογή στην ηγεσία της Δικαιοσύνης δικαστών που υποτάσσουν τη συνείδησή τους στο βωμό της ανέλιξής τους στα ύπατα αξιώματά της και σε κάθε περίπτωση προθύμων να ανταποδώσουν την «ευεργεσία» που έτυχαν από την εκτελεστική εξουσία, η οποία τους αναζητά με «βουτιά» στα βάθη της επετηρίδας.
Παρά όμως την κριτική και τον προβληματισμό που διατυπώνεται δημόσια για τον τρόπο αυτό της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, η συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος παραμένει σε ισχύ και θα παραμένει για χρόνια αφού για την αλλαγή της απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση η οποία υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς. Αλλαγή η οποία δεν έγινε στην αναθεώρηση του 2001, παρότι ζητήθηκε και υπήρχαν οι απαιτούμενες από το άρθρο 110 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Είναι αξιοσημείωτο επίσης, ότι στην προδικασία που διεξήχθη στη Βουλή κατά τη διάρκεια της πρόσφατα επιχειρηθείσας αναθεώρησης η οποία κατέληξε μόνο στην αλλαγή της διάταξης για το ασυμβίβαστο των βουλευτών (Ψήφισμα 27/03/2008 Η’ Αναθεωρ. Βουλής), προτάθηκε η αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 90 παρ.5 του Συντάγματος. Μάλιστα στις τότε προτάσεις των λεγομένων κομμάτων εξουσίας, παρότι διατυπώνεται η ομολογία τους ότι ο ισχύον τρόπος παρέχει πλήρη διακριτική ευχέρεια στην εκάστοτε εκτελεστική εξουσία η οποία εκδηλώνεται συνήθως με την παραβίαση της επετηρίδας, εν τούτοις επιμένουν στη τελική αρμοδιότητα του υπουργικού συμβουλίου για την επιλογή. Είναι αλήθεια ότι και σήμερα η συζήτηση γίνεται με άξονα «την τελική αρμοδιότητα του υπουργικού συμβουλίου» είτε μέσω της θεσμοθέτησης επιλογής του προέδρου μόνο μεταξύ των αντιπροέδρων του οικείου δικαστηρίου και αυτών από τους 10 αρχαιότερους, είτε με συμμετοχή της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία με προεπιλογή από ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα κ.λπ. Με μόνο σχεδόν επιχείρημα την «έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης του δικαστικού σώματος» το οποίο δεν φαίνεται να πείθει τουλάχιστον για την ειλικρίνειά του μετά και από την μακρόχρονη αρνητική εμπειρία, η κρατούσα πολιτικά άποψη αποκρούει σταθερά εδώ και χρόνια κάθε συζήτηση και πρόταση για την ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την ίδια. Ωστόσο, αυτή τη πρόταση οφείλουν οι δικηγορικοί σύλλογοι να φέρουν τη φορά αυτή στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης και διαλόγου, με την ελπίδα μιας συμφωνίας επί της αρχής της αυτοδιοίκησης της Δικαιοσύνης για μια λύση στο πρόβλημα ανάδειξης της ηγεσίας της, η οποία θα είναι σύμφωνη με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και θα οδηγεί σίγουρα στην αποκοπή του ομφάλιου λώρου μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας το οποίο αποτελεί και το διαχρονικό ζητούμενο.
* Ο Δημήτρης Κατσαρός είναι αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας και επικεφαλής της «Σύγχρονη Πρότασης Δικηγόρων»