«Ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων;»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μωρέ οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν δέκα καντάρια δίκαιο, με τις σοφές και συνάμα διδακτικές παροιμίες τους. Πολλές αναφέρονται στη νοήμονα σιωπή. «Το σιγάν κρείττον του λαλείν», «Η σιωπή είναι χρυσός». «Όσο λιγότερο μιλάς τόσο περισσότερο σκέφτεσαι» κ.λ.π. Τους χρυσούς αυτούς κανόνες, ξεχνούν σήμερα εντελώς όλοι οι Εθνοπατέρες μας. Όταν μάλιστα βρεθούν μπροστά στα τηλεπαράθυρα καταλαμβάνονται από μια ψευδαίσθηση για τη ρητορική τους δεινότητα και τη σοφιστική τους ικανότητα, που νομίζουν, πως θεόθεν είναι, οι επαΐοντες παντός επιστητού. Ανοίγουν το στόμα τους και εκστομίζουν πράγματα, για τα οποία ή πρέπει να ντρέπονται ή πρέπει να διαγραφούν από το κόμμα τους.
Το μέτρο, μας το δίνει ο «Πολύμητις» ο πολυμήχανος Οδυσσέας, αυτός ο άκρως συνετός και ευφυέστατος. Με τις λέξεις «Ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων», δηλ. ποιος λόγος ξέφυγε από το φράγμα των δοντιών σου και απλούστατα ποια κουταμάρα και ανοησία είπες: Αυτά είπε ο Οδυσσέας στον μεθυσμένον από την εξουσία, άρχοντα Αγαμέμνονα, όταν εκείνος σε στιγμές υπερεκτίμησης του εαυτού του, εκφράστηκε απρεπώς.
Έτσι λοιπόν όπως πάνε τα πράγματα, θα πρέπει κάποιοι πολιτικοί να παραγγείλουν σε κάποιον καλλιτέχνη να τους γράψει με ωραία και ευανάγνωστα γράμματα σε μια πλακέτα το παραπάνω ομηρικό ρητό. Και να το βάλουν σε κάποια περίοπτη θέση, έτσι ώστε να το βλέπουν εύκολα καθημερινά, πριν βγουν από το σπίτι τους για να ασκήσουν το εθνοσωτήριο έργο τους. Μήπως έτσι και μπορέσουν να αναχαιτίσουν τη φόρα που πήραν για να μην λένε αρλούμπες. Να φρενάρουν στη βιάση τους, αλλά και να φρονιματίζονται. Γιατί είναι πια φανερό, πως μικρό ή μεγάλο σκήπτρο κι αν κρατούν, η υπεροψία τους και η εξουσιαστική μέθη τους, καιροφυλακτούν για να τους γελοιοποιήσουν.
Βουλευτές ή υπουργοί, βγαίνουν στα τηλεπαράθυρα και υπό το κράτος της δύναμης, που τους παρέχει η εξουσία παρασύρονται και λένε πράγματα, που τους εκθέτουν. Πολύ μάλιστα περισσότερο, όταν «ανακρίνονται» από κάτι δημοσιογράφους σαΐνια, πέφτουν σε επικίνδυνες λακκούβες και γίνονται κατά το κοινώς λεγόμενον «ρόμπα».
Εκστομίζουν μαργαρίτες φραστικούς και λεκτικούς, ή ψεύδονται ασύστολα ισχυριζόμενοι θέσεων, που από τα ίδια τα πράγματα, αναγκάζονται στη συνέχεια να αναιρέσουν. Ο Βουλγαράκης λ.χ. στην περίπτωση των Πακιστανών μάς έλεγε πως ήταν προβοκάτσια ή φάρσα, ενώ τα γεγονότα τον διέψευσαν. Όπως άσκεπτα κατηγόρησε τους πάντες, για δήθεν πολιτική του εξόντωση, στο θέμα του Βατοπεδίου. Ενώ πριν λαλήσει τρις ο αλέκτωρ, διεψεύσθη και σαν τον απλό εμποράκο φοροφυγάδα, τα μάζεψε και πιστεύω αδιάντροπα, απεσύρθη από την πολιτική σκηνή, κάτω από την αγανακτισμένη λαϊκή στάση.
Ανθρωπάκια αξιολύπητα κάνουν δηλώσεις κι όταν ο αρχηγός τους, τους τραβήξει το αυτί, αναδιπλώνονται, αναιρούν τα λεχθέντα και διαμαρτύρονται για παραποίηση των όσων δήλωσαν. Τάχα πως παρερμηνεύτηκαν. Δηλ. την πρώτη πλάνη της αμετροέπειας, ακολουθεί μια δεύτερη, αυτή της ψευδολογίας. Γιατί σίγουρα ψεύδονται όταν αναιρούν, εκείνα τα οποία ευσυνείδητα είπαν.
Σπάνιοι είναι εκείνοι οι λεβέντες, που επιμένουν στα λεγόμενά τους, αναλαμβάνουν ευθαρσώς τις ευθύνες τους αλλά και τις συνέπειές τους.
Κι ας μην φτάσουμε κι ακόμα πιο πέρα και αναφερθούμε στους μαγεμένους των τηλεπαραθύρων, αλλά και γιατί όχι και μέσα στη Βουλή, ως αγνοούντες την ελληνική γλώσσα. Γιατί πέραν από τα σαρδάμ, διακρίνονται για τα ελλιπή τους Ελληνικά. Πού είναι άραγε εκείνοι οι παλαιοί καιροί, όπου πολιτικοί μεγάλου μεγέθους και εκτοπίσματος, κεντούσαν με τον λόγο τους από το βήμα της Βουλής. Αρχαιογνώστες, μάστοροι μεγάλοι του πολιτικού λόγου, λόγοι με περιεχόμενο, ρήτορες αδιαφιλονίκητοι, άφησαν μνημεία γραπτού και προφορικού λόγου. Και από το έρκος των οδόντων τους, διέφευγαν πάντοτε λόγοι ηλεγμένοι, σοβαροί και σοφοί, που τίμησαν το Κοινοβούλιο.
Και πάνω απ' όλα, ήταν άνθρωποι με ευθιξία, με φιλότιμο και με μπέσα. Όταν έσφαλαν το ανεγνώριζαν και αποχωρούσαν. Δεν επικαλούνταν τάχα την από δόλου επίκριση των άλλων, που δήθεν αποσκοπούν στην πολιτική τους εξόντωση. Αντίθετα σήμερα, η εξουσιομανία τους, τους κρατά σαν στρείδια κολλημένους στην καρέκλα της εξουσίας, δεν ακούν την αγανάκτηση του κόσμου, δεν αισθάνονται στο ακατέργαστο πετσί τους, την κοινωνική κατακραυγή.
Οι φήμες οργιάζουν, για συμμετοχή τους σε σκάνδαλα ολκής, για πράξεις κολάσιμες από το κοινό Ποινικό Δίκαιο κι αυτοί σφυρίζουν αδιάφοροι, ως τη στιγμή, που το τσουνάμι της λαικής οργής, τους γκρεμίζει από τον πολυπόθητο θώκο τους.
«Ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων...» Ανίκανοι να αρθρώσουν ένα σοβαρό πολιτικό λόγο, με επιχειρήματα και ντοκουμέντα αδιάσειστα. Αμιλλώνται σε κοκορομαχίες, σε φτηνές αντικρούσεις, σε ανοίκειους χαρακτηρισμούς και σε διαλόγους ανθρώπων της πιάτσας. Άσε που τους βλέπουμε στα τηλεπαράθυρα, να φωνασκούν και να επικαλύπτουν ο ένας τον άλλον, με σίγουρη πρόθεση να κρύψουν τη γύμνια τους και να μην ακουσθεί κανείς.
Ξεχνούν οι δήθεν αμύντορες της Δημοκρατίας το βασικότερο, πως «ο διάλογος είναι η πεμπτουσία της Δημοκρατίας».
Και τι δεν είπαν: «Ανθέλληνες, πουλημένοι στους ξένους, ένοχοι εσχάτης προδοσίας, Καραγκιόζηδες, λαοπλάνοι»...
Παρόμοιες φραστικές εκφράσεις στελεχών από όλα τα κόμματα, δεν περιποιούν τιμή στον πολιτικό μας κόσμο. Ξενίζουν και αποκαρδιώνουν τους πολίτες. Και συνάμα παραδειγματίζουν και φανατίζουν άσχημα το κοινό. Το σημερινό κοινό, που περιμένει εναγωνίως από τους πολιτικούς λύσεις στα καυτά προβλήματα, που το βασανίζουν.