* Του Γιάννη Μήτσιου, φυσικού νομικού
Έχει λεχθεί με επιτυχία ότι η πατρίδα όλων των ανθρώπων είναι η εφηβική τους ηλικία. Αυτή είναι η γειτονιά μας, το χωριό μας, η πόλη μας. Και η πόλη αυτή πάντα μας ακολουθεί. Όπου και αν πάμε εκεί θέλουμε να επιστρέφουμε, κατά τον Καβάφη. Στους δρόμους της θέλουμε να γυρνάμε και στις γειτονιές της να γερνάμε. Για να πάρουμε θάρρος και αισιοδοξία, για να αντιμετωπίσουμε το παρόν και να προχωρήσουμε στο μέλλον.
Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι στην ηλικία αυτή συμβαίνουν στον καθένα μας έντονες βιολογικές και ψυχολογικές μεταβολές. Από ανώριμα παιδιά γινόμαστε ώριμοι άντρες και γυναίκες, με δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. Ίσως πάλι επειδή με το τέλος της τελειώνει και η εποχή της αθωότητας.
Πέρασαν περίπου 60 χρόνια από την εποχή που πηγαίναμε στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Λαρίσης. Δεύτερο, όνομα και πράγμα: Δεν είχε δικό του διδακτήριο, δεν διδασκόταν κάποια ξένη γλώσσα, είχε πάντα ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό και στους μαθητές που, γενικά, προέρχονταν από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις της Λάρισας και της περιοχής της, την πλειοψηφία την κατείχαν τα χωριατόπαιδα. Παρόλα αυτά τα μειονεκτήματα και τις ελλείψεις, όλοι οι απόφοιτοι βρήκαν τελικά τον δρόμο τους. Χωρίς να υστερούν σε τίποτα από τα "σοκολατόπαιδα", όπως αποκαλούσαμε με ζήλια τους συμμαθητές μας του Α' Γυμνασίου και των ιδιωτικών λυκείων, έγιναν σωστοί επαγγελματίες, επιστήμονες, καλλιτέχνες, πολίτες και πολιτικοί.
Όπου και αν βρίσκεται ο καθένας όλοι μας θυμόμαστε με νοσταλγία το σχολείο μας και με συγκίνηση και αγάπη όλους τους καθηγητές μας. Από τον Α. Θεμελή, τον γυμναστή, τον χωρατατζή και μεγαλόκαρδο άνθρωπο, που επέμεινε να βοηθάει όλους τους μαθητές και ιδιαίτερα τους "αδύνατους", έως τον μαθηματικό Β. Μεζάρη: Τον εκλεκτό επιστήμονα που μας έμαθε γράμματα, τον αυστηρό και αδέκαστο καθηγητή, που γέμιζε με την προσωπικότητά του ολόκληρο το σχολείο και ήταν πανταχού παρών, στο γραφείο, στο προαύλιο, στον διάδρομο, στην αίθουσα διδασκαλίας.
Είναι κοινό μυστικό ότι σπάνια οι καθηγητές έχουν την ίδια ακτινοβολία σήμερα. Και ακόμη σπανιότερα έχουν κάποια επίδραση στους μαθητές τους. Αυτή η απαξίωση των καθηγητών και η υποβάθμιση του Γυμνασίου και του Λυκείου, γενικότερα, είναι έκδηλη παντού: Στις καταλήψεις, στις λεηλασίες, στους εμπρησμούς και σε κάθε είδους βανδαλισμούς, που γίνονται σε βάρος των σχολείων, χωρίς λύπην, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ. Στη βίαιη διείσδυση και διάβρωση των σχολείων από τις κομματικές παρατάξεις, οι οποίες για κάποιες εντυπώσεις και λίγες ψήφους, εννοούν να καταστρέφουν το κλίμα της φιλίας και της συντροφικότητας μεταξύ των μαθητών και εκπορνεύουν αδιάντροπα τη ζωντάνια, τα ιδανικά και τα οράματα της νεολαίας.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι υπάρχουν και πολλές φωτεινές εξαιρέσεις οι οποίες, δυστυχώς, επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα. Και που δεν αναιρούν τη μετατροπή του σχολείου σε ξέφραγο αμπέλι και σε πεδίο δράσεως τόσων και τόσων κακοποιών. Στο ερώτημα ποιος ευθύνεται γι' αυτή την εξαθλίωση της παιδείας μας, η απάντηση είναι απλή: Όλοι, γονείς, καθηγητές και προπαντός η πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου. Όλων των κομμάτων και των ιδεολογικών χρωμάτων. Όλοι αυτοί που επιμένουν να αντιμετωπίζουν τον καθηγητή με τα γνωστά "ενιαία μισθολόγια" και άλλες πονηρές μεθοδεύσεις σαν οποιονδήποτε άλλο εφησυχασμένο δημόσιο υπάλληλο και να τον αμείβουν χειρότερα από τον οδηγό αυτοκινήτου της ΔΕΗ και τον κλητήρα του ΟΤΕ. Όλοι αυτοί που αδιαφορούν αν ο καθηγητής είναι υποχρεωμένος να μεταγγίζει καθημερινά τα αποθέματα της ψυχής του και είναι αναγκασμένος να βελτιώνεται αδιάκοπα, να ενημερώνεται ακατάπαυστα, να επιμορφώνεται συνεχώς και να μετεκπαιδεύεται διαρκώς, για να μπορεί να στέκεται στο ύψος της αποστολής του.
Τελευταία, πληροφορούμαστε ότι γίνεται μια κίνηση από αποφοίτους του Β' Γυμνασίου Αρρένων και του Β' Λυκείου Λαρίσης με σκοπό την ίδρυση συλλόγου αποφοίτων των δύο σχολείων. Εκ των προτέρων θα πρέπει να εκφρασθούν συγχαρητήρια στους πρωτεργάτες αυτής της προσπάθειας και πραγματικούς ρέκτες διότι τέτοιες πρωτοβουλίες πάντα έχουν θετικά αποτελέσματα τα οποία δεν ευεργετούν μόνον τους καθηγητές και τους μαθητές, αλλά ολόκληρη τη λαρισαϊκή κοινωνία.