* Από την Άννα Μανωλοπούλου
Με αφορμή τα χορικά της Ηλέκτρας του Ευριπίδη, που είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε το καλοκαίρι, θα ήθελα να τονίσω την προσφορά του κ. Κώστα Τσιάνου με την αναβίωση του φιλοσοφικού δράματος, καθώς ανανεώνουμε στη μνήμη μας την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και την «Ηλέκτρα», που, με τόση επιτυχία σκηνοθέτησε ο ίδιος με πρωταγωνίστρια την επιβλητική και ιεροπρεπή Λυδία Κονιόρδου. Αλλά και τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου, την «Ελένη» του Ευριπίδη… συνεργαζόμενος με διάσημους σκηνοθέτες και επικυρώνοντας έτσι, την ωριμότητα του μικρού, αλλά θαυμαστού Θεσσαλικού μας θεάτρου.
Εξάλλου, η αρχαία τραγωδία είναι ένα ιστορικό φαινόμενο μοναδικό, πάντα επίκαιρο, που σημαδεύει όχι μόνο τους αιώνες που πέρασαν και θα περάσουν, αλλά και την οικουμενική σκέψη με την γήινη και ουράνια δύναμη της θέλησης, την γυμνή αλήθεια, την λεύτερη επιλογή που ξεχωρίζει τον τραγικό ήρωα από τον τραγικό άνθρωπο, μιας και ο τραγικός ήρωας προχωρεί προς την τέλεση του χρέους με απόλυτη ελευθερία, δίχως φόβο για τις απρόβλεπτες μεταμορφώσεις του κινδύνου. Γι’ αυτό, όταν συντρίβεται, η Αντιγόνη π.χ., συντρίβεται θριαμβικά δοξάζοντας την «κάθαρση», ως πεμπτουσία όλων των πολιτισμών της ΓΗΣ, που φύτρωσε απ’ τα άγρια πάθη μας. Ενώ ο τραγικός άνθρωπος, είναι αυτός που αυτοσυντρίβεται απ’ την αλαζονεία της άγνοιας και ύστερα ζητά ευθύνες από χρησμούς και μαντείες, σκιάχτρα του μέλλοντος, για την τεράστια πλάνη του. Και για του λόγου το αληθές, ας θυμηθούμε την απόγνωση του Κρέοντα ή το σπαραγμό της Κλυταιμνήστρας, ακροβατώντας στο σκοινί του πεπρωμένου, όπου «η πτώση της είναι βεβαία». Αυτό είναι το θέατρο! Αποκαλυπτικό, με εμβέλεια πάντα το αβέβαιο μέλλον, γι’ αυτό σκληρό και αγέρωχο σαν τη ζωή, ελπιδοφόρο σαν το όνειρο και συναρπαστικό σαν την αρμονία της γλώσσας με το Στοχασμό και τη Σκέψη, που σημαίνει πολιτισμική ταυτότητα και πατρίδα.
Ας έρθουμε όμως τώρα στην Ηλέκτρα, μια γυναίκα τολμηρή, ανελέητη, σκληρή σαν το χώμα των αγρών, όπου καταφεύγει συνομιλώντας με τα στοιχεία της φύσης, και… αδιάλλακτη σαν το χρησμό του Απόλλωνος, που διαποτίζοντας την όλη δράση των «πανέμορφων φθαρτών θυμάτων…» Ορέστη και Ηλέκτρας, θέλει να επιβάλλει την δική του τάξη. Και αυτό ο Ευριπίδης το καθιστά εμφανές!
Πράγματι στην «Ηλέκτρα», ο Ευριπίδης, σχεδιάζει έναν ακραίο χαρακτήρα, σαν της Μήδειας π.χ., που αγγίζει τα όρια μιας εξωκοσμικής αμαρτίας, αφού το Ανεπανόρθωτο είχε ήδη συντελεστεί. Γι’ αυτό, ίσως, ο Κώστας Τσιάνος τόλμησε να κάνει πράξη τον «ηδυσμένο λόγο», μέσα από τη μορφολογία της λαϊκής παράδοσης, συνδυάζοντας με πολλή ευστοχία, τις αρμονικές κινήσεις του χορού, τον λυρισμό, την ενδυματολογία με το τραγικό μεγαλείο, όχι απλά για μια αισθητική απόλαυση, αλλά για ένα αισθητικό ανέβασμα που τόσο λείπει στην κρίση και τη θλίψη του καιρού μας.
Ο Χορός, είναι το αντίπαλον δέος που γεμίζει προς στιγμή, τα χάσματα του χρόνου στην εξέλιξη του μύθου, είναι η κρίση και η απόκριση στους ήρωες του δράματος. αλλά είναι και ο αντίλογος της πραγματικής ζωής που δεν μετεωρίζει το χρόνο, μετεωρίζεται στο χρόνο. Επειδή… με τις εκστατικές σιωπές του, τις υψιπετείς εκρήξεις που οιστρηλατούν τον πόθο της ύπαρξης ως την αγωνία της μη ύπαρξης, τις ικετευτικές επικλήσεις των χεριών κάτω απ’ την έμπειρη σκηνοθετική ματιά του Κώστα Τσιάνου, αλλά και τον θυμοσοφικό Ευριπίδειο λόγο, συνδέεται άμεσα με τα δρώμενα, εκφράζει τον αρχέγονο νόμο της αυτοδικίας και συμπάσχει ως πόλη, ως κοινωνική συνείδηση δηλαδή, την ώρα ακριβώς, που ο νόμος αυτός χάνει την ισχύ του, ως δυσβάσταχτο βάρος για τους ώμους του ανθρώπου.
Ίσως, γιατί ο Χορός, εκπροσωπεί τον διαιώνιο άνθρωπο, που γκρέμισε τη Σφίγγα απ’ το βάθρο της, το αίνιγμα όμως παραμένει και τα ερωτηματικά συνωστίζονται:
Υπάρχει Θεός; Υπάρχει χρησμός, πυξίδα για το μέλλον μας; Ή είμαστε μόνοι, χωρίς να ξέρουμε από πού ερχόμαστε και πού πάμε; Τα ερωτηματικά αναπάντητα και ο Χορός… πάντα καταμεσής στα θεματικά κοιτάσματα της αρχαίας δραματουργίας, από τη μαρμάρινη λευκότητα της νιότης ως την γκρίζα ματαιότητα του γήρατος, σκάβει βαθιά… για τα μεγάλα μυστήρια, τον έρωτα και το θάνατο, στην ψυχή του ανθρώπου. Αυτή την απύθμενη άβυσσο όπου ο Χορός ως κοινή γνώμη, ή έστω, ως συλλογική κρίση, ανιχνεύει την αιτιότητα του τραγικού, πέρα από χρησμούς και δεισιδαιμονίες, εκεί, που το Θείον γίνεται θέαση του Αληθινού και του Ωραίου.
Ο Ευριπίδης, εξάλλου, αμφισβητεί το θρησκευτικό δόγμα, που συνωμοτεί με τον φόβο της θνητότητάς μας, για μια ρωγμή φωτός αθανασίας. Έτσι, ο Χορός, μέσα απ’ το θαύμα της ζωής που μας περιβάλλει, παρακολουθεί όλα τα διλήμματα των ηρώων, στη σκοτεινή νύχτα των παθών τους. Άρα το απόσταγμα του τραγικού, είναι μια θλίψη, μια θλίψη όμως που συνιστά την «τέρψη της τραγωδίας», που στα χορικά της «Ηλέκτρας», μας δίνεται ως εικαστική τελετουργία στο βωμό του πεπρωμένου.
Γι’ αυτό και ο Χορός στην «Ηλέκτρα», του φεγγαριού κύκλος μισός, μόνος του στην ορχήστρα, σκηνοθετική ίσως καινοτομία του Κώστα Τσιάνου, συναρπάσσει όχι μόνο σαν ιεροτελεστία κινήσεων, αλλά και σαν αφήγηση ιδεών, τόσο καταλυτικών, που, δίχως να προλάβουν να υπακούσουν σε κάποιο συνειρμό, προβάλλονται άμεσα στους θεατές σαν δικές τους απόψεις αισθήματα και όνειρα ταυτίζοντας το Χθες με το Σήμερα.
Και αυτό σημαίνει αιώνιο έργο.
Η γοητεία της αρχαίας τραγωδίας, είναι να πετύχουμε την ωριμότητα των εκπλήξεων, την μύηση στο Αναπάντεχο, την ώρα που συγκρούονται το επικίνδυνο μεγαλείο του πάθους με την αυστηρότητα… του χρέους στην καρδιά του ανθρώπου. Η διπλή αυτή ενόραση ονομάζεται τραγικό και ασκεί μια απαράμιλλη έλξη προς τη βαρύτητα της γης που είναι φτιαγμένη από χώμα. Τέλος;
Η αισθητική προτίμηση του ποιητή, αφορά την ελεύθερη βούληση ως ειμαρμένη και τη μοναξιά του ανθρώπου ως τα όρια του υπερανθρώπου, μπροστά στην τάξη που επιβάλλει η Ανάγκη, όπως εκφράζεται στα χορικά της Ηλέκτρας που τόσο ευφυώς απομόνωσε ο Κ. Τσιάνος, στο αρχαίο μας θέατρο, σαν αρχή του νέου καθαρμένου κόσμου του Ευριπίδη.
Το δράμα, συνεπώς. βιβλικό για την κατάρα των τύψεων, διαχρονικό και ακέραιο για την ευθύνη της ενοχής, κάνει τους ήρωες Ηλέκτρα και Ορέστη να σιωπούν, συνειδητοποιώντας μέσα από τα ελεγειακά Στάσιμα, πως η Αγάπη είναι μια δύναμη που λυτρώνει και σκοτώνει και πως …
το θέατρο είναι το μεγάλο ταξίδι της ζωής,
σκηνικά οι εμπειρίες μας. Και …
μύθος η υπαρξιακή μας αγωνία.
Χρωστάμε, λοιπόν, μεγάλη χάρη στην αιωνιότητα που διάλεξε ως μύστες τους μεγάλους μας τραγικούς, επειδή, ίσως, ήξεραν πως στην ενδοχώρα του ανθρώπινου πόνου, δεν υπάρχουν βασιλικοί οίκοι και παλάτια, αλλά κάποιες στέγες ελπίδας, για το βαθύπλουτο στοχασμό και τη σκέψη που αφυπνίζουν οράματα για έναν καλύτερο κόσμο.
Χρωστάμε χάρη και στον Κώστα Τσιάνο
που μας προσέφερε, επί σκηνής, τα άνθη, τούτα,
τ’ ουρανού για την ευημερία των δακρύων μας.
* Η Άννα Μανωλοπούλου είναι ποιήτρια και συγγραφέας