Από τη Μαρίνα
Αποστολοπούλου
Το νέο επιτραπέζιο «παιχνίδι» λέγεται: «Ποιος δεν θέλει να γίνει πρωθυπουργός».
Παίζεται δε ως εξής: όλοι τυπικά ζητάνε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας, φυσικά θέλουν να μας… σώσουν-όπως μας «σώζουν» εδώ και τόσα χρόνια- αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη και να υποστεί το πολιτικό κόστος που έρχεται. Γιατί «έεεερχεται» το πολιτικό κόστος δεν υπάρχει αμφιβολία.
Σε αυτό «βολεύει» βεβαίως και το γεγονός ότι δεν τίθεται θέμα αυτοδυναμίας ενός κόμματος. Δεν τίθεται θέμα στην παρούσα εκλογική αναμέτρηση αλλά και γενικώς έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση φαίνεται ότι θα κάνουμε πολύ καιρό να ξαναδούμε αυτοδύναμη κυβέρνηση στην Ελλάδα, αν την ξαναδούμε. Όμως, το γεγονός είναι ότι όποιος αναλάβει την καυτή πατάτα της Πρωθυπουργίας, της Κυβέρνησης η οποία θα προκύψει από τις εκλογές της Κυριακής, τόσο ο ίδιος όσο και το κόμμα του θα έχουν να διαχειριστούν εκτός από το τρίτο και επαχθέστερο των μνημονίων και το πολιτικό κόστος που θα το συνοδεύει. Καθώς θα βρουν απέναντί τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σύμπασες τις κοινωνικές ομάδες που «θίγονται» και «κατακρεουργούνται» για μία ακόμη φορά από τα μέτρα που έρχονται.
Αλήθεια, κι έτσι παρεμπιπτόντως αυτή η λαμπρή ιδέα να συνδεθεί το ύψος της σύνταξης με τα περιουσιακά στοιχεία του συνταξιοδοτούμενου, τι θέλει να μας πει ακριβώς;
Ότι ένας άνθρωπος που εργάστηκε όλη τη ζωή για να δημιουργήσει μία κάποια περιουσία για τον ίδιο και τα παιδιά του, που πλήρωσε με συνέπεια έναν πακτωλό εισφορών προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, τώρα «τιμωρείται» γι’ αυτό; Και πώς τιμωρείται; Δεν παίρνει τη σύνταξη που δεν του «χαρίζει» το κράτος, αλλά προηγούμενα την έχει ο ίδιος πληρώσει αδρά και με το παραπάνω και του επιβάλλεται και «ποινή» επειδή κατάφερε να κάνει πέντε πράγματα στη ζωή του. Πού επιτέλους σταματάει αυτός ο παραλογισμός;
Αυτά και άλλα παρόμοια βρίσκονται μπροστά μας και μπροστά στη νέα κυβέρνηση που όταν θα τελειώσει το πανηγύρι των πρόωρων εκλογών θα μπουν και πάλι στην κλίνη του Προκρούστη. Και βεβαίως δεν θα αφήσουν κανέναν αδιάφορο. Και υπό την έννοια αυτή είναι να αναρωτιέται κανείς, για μία κυβέρνηση που ακόμη δεν έχει προκύψει αλλά θα προκύψει εντός των ερχόμενων ημερών πόση ζωή θα έχει.
Προς το παρόν αναλωνόμαστε στο επικοινωνιακό κομμάτι.
Με το σόου της τηλεοπτικής μονομαχίας των δύο, Τσίπρα και Μεϊμαράκη, να αποτελεί την κορωνίδα αυτού του επικοινωνιακού παιχνιδιού που στοχεύει στους αναποφάσιστους ή έστω στους αποφασισμένους αλλά καταταλαιπωρημένους πολίτες που ακόμη και αν ψηφίζουν χωρίς δεύτερη σκέψη ένα κόμμα, κάνουν πλέον πολλές δεύτερες σκέψεις σχετικά με το πόσο αποτελεσματικός και συνεπής σε όσα λέει θα είναι ο πολιτικός αρχηγός που επέλεξαν και το κόμμα του μετά τις εκλογές. Έχουμε και πρόσφατη αλλά και απώτερη πικρή και μακρά πείρα. Εκείνο που δεν έχουμε πλέον ως πολίτες είναι την «πολυτέλεια» να κάνουμε λάθη ή να ψηφίζουμε… ψυχοπονιάρικα. Διότι εμάς δεν μας έχει… ψυχοπονέσει κανείς. Μπορεί να έχουμε κλειστεί στον προεκλογικό μικρόκοσμο μας, αλλά εκεί έξω «φίλοι», «δανειστές» και «εταίροι» παραμονεύουν και μας στέλνουν μηνύματα για να μην ξεχνιόμαστε, σχετικά με την πραγματικότητα που μας περιμένει και περιμένει και τους νέους κυβερνώντες, μετά το «πάρτι» των εκλογών.
Όσον αφορά στη «μονομαχία» των δύο αυτή καθεαυτή;
Σοφότεροι δεν γίναμε αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ό,τι ξέραμε πριν τα ίδια ξέρουμε και μετά. Απλώς δεν μας πήρε ο ύπνος. Υπήρχε μία ζωντάνια, μία ένταση στιγμές-στιγμές και μία «ανάγνωση χαρακτήρων» εν πολλοίς γιατί η μεγαλύτερη ελευθερία στην έκφραση έδινε στους δυο τη δυνατότητα να εκφραστούν καλύτερα. Ένα καλό βήμα γενικώς προκειμένου αυτή η διαδικασία των ντιμπέιτ να βγει από τον γύψο που βρίσκεται στην Ελλάδα, επιτέλους.
Τώρα επειδή κάποιοι έσπευσαν να συμπεράνουν ότι μετά τις εκλογές αποκλείεται κυβερνητικός συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ ή ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ ας μην βιαζόμαστε. Ας κρατάμε μικρό καλάθι. Είναι «λογικό» ο Τσίπρας να δηλώνει τώρα ότι δεν θέλει να συνεργαστεί με τη ΝΔ ώστε να αναχαιτίσει τη φυγή αναποφάσιστων ψηφοφόρων προς τον άλλο πόλο εξουσίας, που πιθανόν θεωρούν ότι και να ψηφίσουν ΝΔ επειδή απογοητεύτηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ οι δυο εν τέλει θα συγκυβερνήσουν. Από Δευτέρα θα δούμε ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις.
Είναι να αναρωτιέται κανείς πάντως το προφανές:
Αν το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών θα είναι μία κυβέρνηση συνεργασίας πολλών κομμάτων η οποία θα κληθεί να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο, τότε γιατί αυτή δεν μπορούσε να προκύψει από την προηγούμενη Βουλή και έπρεπε να μπούμε σε αυτή τη νέα περιπέτεια που μας κοστίζει και πάλι σε δυο είδη συναλλαγής που δεν διαθέτουμε: σε χρόνο και σε χρήμα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν συμφωνήσει τα κόμματα, μετά την παραίτηση της προηγούμενης Κυβέρνησης και να έχουν συγκροτήσει μία Κυβέρνηση η οποία θα έκανε αυτή την… άχαρη δουλειά. Θα μου πείτε «πολιτικές σκοπιμότητες». Ναι βεβαίως, αλλά αυτοί που θέλουν τόσο διακαώς να μας… σώσουν (πάλι), δεν είναι που διατείνονται ότι προέχει η χώρα και δεν τους ενδιαφέρει το πολιτικό κόστος; Πότε δεν τους… ενδιαφέρει ακριβώς; Πριν ή μετά τις εκλογές;
Κι έτσι φθάσαμε στο «ποιος δεν θέλει να γίνει Πρωθυπουργός»
Αν το καλοσκεφθεί κανείς πρόκειται για μία καινοτομία στα μεταπολιτευτικά χρονικά, τουλάχιστον. Διότι παγίως αυτοί που διεκδικούν μετά μανίας την Πρωθυπουργία συνήθως και μετά μανίας την επιθυμούν. Ενώ εδώ βρισκόμαστε προ του παραδόξου ναι μεν να τη διεκδικούν-γιατί άλλωστε δεν μπορούν να κάνουν και διαφορετικά-αλλά στην πραγματικότητα να μην την πολυθέλουν γιατί ξέρουν ότι η «προίκα» που σέρνει πίσω της είναι καταστροφική. Οπότε η μόνη «σωτηρία» για τους πολιτικούς είναι να βάλουν όλοι μαζί το κεφάλι τους στον τουρβά (δηλαδή να συμμετάσχουν όλα τα κόμματα ευρωπαϊκού προσανατολισμού-μνημονιακών επιδόσεων στη νέα Κυβέρνηση) ώστε να επιμεριστούν τα βάρη έναντι των ιδίων και έναντι της κοινωνίας που τους παρακολουθεί και στην οποία αργά ή γρήγορα (μάλλον γρήγορα) θα αποταθούν εκ νέου να ζητήσουν την ψήφο της. Οπότε, τότε θα είναι «ίσοι μεταξύ ίσων».