Η παλιότερη ρωμαϊκή ονομασία του ήταν Primus, δηλαδή πρώτος μήνας του ρωμαϊκού έτους, που ήταν πρώτα δεκάμηνο. Αλλά ήδη πολύ νωρίς, στις αρχές κιόλας της Ρωμαϊκής Ιστορίας, ο Ρωμύλος, ο ιδρυτής της Ρώμης, τον μετονόμασε σε Μάρτη, επειδή αυτόν τον μήνα της άνοιξης οι Ρωμαίοι άρχιζαν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους. Ο Νουμάς ο Πομπίλιος, ο μεγάλος νομοθέτης, συμπλήρωσε το δεκάμηνο σε δωδεκάμηνο, το εξάρτησε από τον Ήλιο και μετάθεσε την αρχή του έτους στον μήνα Ιανουάριο, δηλαδή στην περίοδο της χειμερινής τροπής του Ήλιου. Ωστόσο, και μετά τη μετάθεση αυτή, η πρώτη Μαρτίου εξακολουθούσε να θεωρείται πρωτοχρονιά για τους Ρωμαίους. Έτσι, έχουμε τρεις πρωτοχρονιές στο ρωμαϊκό έτος που δηλώνουν τις αντίστοιχες τομές στη Ρωμαϊκή Ιστορία: α) 1η Μάρτη - αρχή των πολεμικών επιχειρήσεων, β) 1η Ιανουαρίου - αρχή ηλιακού έτους και γ) 1η Σεπτεμβρίου - αρχή λογαριασμού για τη συγκομιδή των φόρων από τους υπηκόους. Η πρώτη του Μάρτη ήταν για τους Ρωμαίους αργία και ήταν η γιορτή του Αρμιλλούστριου (εξαγνισμός των όπλων, μέτρα για την υγεία).
Για τον Μάρτη ο λαός μας, από την αρχαιότητα ως σήμερα, προσπαθεί να αποτρέψει το κακό, με το γνωστό έθιμο του Αποδιοπομπαίου Τράγου. Φράση που έμεινε στην καθημερινότητα.
Ο Μάρτης, λέγεται, Ανοιξιάτης, γιατί είναι η αρχή της άνοιξης, ενώ στις 25 του Μάρτη έχουμε ισημερία, οπότε αρχίζει να ζεσταίνει λίγο η φύση και να βλασταίνει.
Ο ερχομός της άνοιξης συνδέεται με την επιστροφή των χελιδονιών. Την πρώτη Μαρτίου τα παιδιά στα χωριά γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι μ’ ένα ξύλινο χελιδόνι στολισμένο και τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα.
Το χελιδόνισμα είναι τραγούδι και παρουσιάζει ομοιότητα με το χελιδόνισμα που μας σώθηκε από τον αρχαίο συγγραφέα Αθήναιο. Είναι σαφές ότι τα χελιδονίσματα έχουν αρχαίες καταβολές.
Στη Θράκη, την πρώτη του Μάρτη, σπάζουν στην αυλή, λαγήνια, κουτρούλια και λένε: «Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα γεια, μέσα χαρά, έμπα καλόχρονε, έβγα κακόχρονε», ενώ οι νοικοκυρές, πρωί-πρωί, έπαιρναν μια χούφτα στάχτη απ’ το δικό τους σπίτι, την πετούσαν στα άλλα σπίτια και έλεγαν: «Ο Μάρτης σε μας, οι ψύλλοι σε σας».
Ο Μάρτης προοιωνίζει την κάψα του καλοκαιριού, γι’ αυτό και τα κορίτσια φοράνε γύρω από τον καρπό του χεριού τους την πρώτη του Μάρτη μια κόκκινη και άσπρη κλωστή, που τη λένε Μάρτη. Τον φορούσαν ώσπου να βγει ο μήνας κι όταν το έβγαζαν από το χέρι τον κρεμούσαν στις τριανταφυλλιές, για να κοκκινίσουν τα μάγουλα τους ή τον τυλίγανε σε μια πέτρα και τον έβρεχαν στο πηγάδι για να ‘ναι δροσερές. Τέλος, τον έβαζαν στη λαμπάδα της Ανάστασης για να καεί. Αρκετοί κτηνοτρόφοι στη Θεσσαλία κρεμούσαν και στα αρνάκια πολύχρωμο Μάρτη, για να μην τα κάψει και αυτά ο ήλιος και χάσουν το βάρος τους.
Το κατεξοχήν περιεχόμενο του Μάρτη είναι ο άστατος καιρός. Γι’ αυτό και τον είπαν πεντάγνωμο: «Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές εχιόνισε, και πάλι το μετάνιωσε και δεν εξαναχιόνισε». Τον λένε και γδάρτη, γιατί τελειώνουν τότε τα αποθέματα των δημητριακών. Ο Μάρτης δεν έχει μέτρο μια γελάει μια κλαίει. Αιτία του για αυτήν την αστάθεια, πιστεύει ο λαός μας, είναι η ιδιωτική του ζωή. Στη Μακεδονία λένε πως ο Μάρτης έχει δύο γυναίκες, μια καλή και ανοιχτόκαρδη και μια σκουντουφλιάρα που πάντα κλαίει. Όταν πάει στη γελαστή ο καιρός γίνεται καλός, όταν πάει στην άλλη ο καιρός χαλάει. Ένα παλιό έθιμο ήταν αυτό της Σαρακοστής, δηλαδή ένα αυτοσχέδιο ημερολόγιο, που μετρούσε τις εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής, σαν επίσημη έναρξη της οποίας οριζόταν η Καθαρά Δευτέρα. Το ημερολόγιο αυτό στα περισσότερα σπίτια το έφτιαχναν με χαρτί. Ζωγράφιζαν μια γυναίκα με φαρδιά φούστα, μ’ έναν σταυρό στο κεφάλι, με σταυρωμένα χέρια λόγω προσευχής, χωρίς στόμα, λόγω νηστείας, και με επτά πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής. Ξεκινώντας από την Καθαρά Δευτέρα, κάθε Σάββατο που περνούσε τής έκοβαν και από ένα πόδι και έτσι ήξεραν πόσες εβδομάδες απέμειναν μέχρι το Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο έκοβαν και το τελευταίο της πόδι. Εκτός από χαρτί, σε πολλά μέρη της Ελλάδος έφτιαχναν την κυρά Σαρακοστή από ζυμάρι, με αλεύρι, αλάτι και νερό, όπως αναφέρει και το παρακάτω ποίημα: Την Κυρά Σαρακοστή που ‘ναι έθιμο παλιό, / οι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν, / με αλεύρι και νερό. / Για στολίδι της φορούσαν / στο κεφάλι έναν σταυρό. / Μα το στόμα της ξεχνούσαν, / γιατί νήστευε καιρό. / Και τις μέρες τις μετρούσαν, / με τα πόδια τα επτά. / Κόβαν ένα τη βδομάδα, / μέχρι να ‘ρθει Πασχαλιά. Στην περιοχή του Έβρου και της Θράκης καλωσόριζαν τον Μάρτη με το άναμμα και το πήδημα της φωτιάς, καίγοντας ό,τι παλιό του σπιτιού. Πίστευαν ότι με το κάψιμο αντικειμένων δε θα φανούν φίδια το καλοκαίρι και θα εξαφανιστούν τα κουνούπια.