και χιλιάδες άλλα παιδιά αυτής της πόλης. Εδώ περπατήσαμε και περπατάμε ακόμη, εδώ παίξαμε, εδώ ψαρέψαμε και κολυμπήσαμε κείνα τα παλιά ξερά καλοκαίρια. Κλάψαμε φίλους εδώ και συμμαθητές, ίσαμε με τρεις - τέσσερις θυμάμαι μονάχα εγώ. « - Άμα είσαι μάγκας ρε, πέρνα απέναντι». Χαζά αρσενικά, ψωροπερήφανα, έπεφταν άσκεφτα στα θολά κι ανυπόταχτα νερά, έτσι για ένα στοίχημα, για το «νταηλίκι». Και κάποιοι έμεναν για πάντα εκεί. Ένας θρήνος σκέπαζε τότε τη γειτονιά, παντού ουρλιαχτά και κατάρες για το ποτάμι κι ο επίλογος πάντα στην εκκλησία της Παναγίας. «Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, την ψυχήν του δούλου σου, Σώτερ, ανάπαυσον...».
Έτσι ήταν πάντα αυτό το ποτάμι. Ζωή και θάνατος μαζί για τους ανθρώπους του. Στα καφενεία στα Ταμπάκικα, αλλά και σε Πέρα Μαχαλά, Νέα Σμύρνη και Σφαγεία, οι παλιοί ψαράδες με τα αρθριτικά και τα σακατεμένα πλεμόνια θα μπορούσαν να σου μιλάνε ώρες πολλές για τις πλημμύρες του Πηνειού. Φούσκωνε το ποτάμι, γινόταν ένα με τους δρόμους, έφτανε στις αυλές, έμπαινε στα σπίτια, μα, «τι να κάνουμε, έτσι τα ’δωκε ο Θεός». Το πλημμύρισμα του ποταμιού ήταν απόλυτα εγγεγραμμένο στη λογική της παραποτάμιας ζωής. Η νέα κοίτη δεν υπήρχε, κι έτσι, όσο νερό ερχόταν απ’ τα μέρη των Καραγκούνηδων, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Τσιότι, Κουτσόχερο, εισέβαλε ορμητικά μέσα στην πόλη της Λάρισας, υπερήφανος κατακτητής. Μα ούτε πανικός ούτε τίποτα. Η πόλη ήταν πολύ αραιά κτισμένη, το νερό κυλούσε ανεμπόδιστο. Μοναχά γαμοσταυρίδια ξέφευγαν απ’ τα αψιά αρσενικά για την τύχη τους τη μαύρη, που τους έφερε να ζουν στο Σαλαμπριά. Αμέσως έπιαναν δουλειά οι στενές ξύλινες ποταμόβαρκες, μετέφεραν τους ανθρώπους στα στεγνά. Και μετά οι άνθρωποι απλώς περίμεναν, Όχι βέβαια τους ... «αρμόδιους» της Πολιτικής Προστασίας και τους διασώστες, να περάσουν οι μέρες περίμεναν, με υπομονή και στωικότητα. Να πάρουν τα νερά τον δρόμο τους, να φτάσουν ρέοντας σε Λασποχώρι, Τσάγεζι, Μεσάγγαλα, να χυθούν στη θάλασσα κι αυτοί να επιστρέψουν στα χαμόσπιτά τους. Να βγάλουν έξω τα κλινοσκεπάσματα, κουβέρτες, βελέντζες και χαλιά, να τ’ απλώσουν στον ήλιο που πάντα ελεούσε αυτούς τους σύγχρονους Νώε και που πάντα έβγαινε μετά τη βροχή να ζεστάνει ντουβάρια και καρδιές.
Κι έτσι η ζωή κύλησε και ξαναπήρε τα πάνω της. Οι δρόμοι ξαναφτιάχτηκαν, αναχώματα στήθηκαν γύρω απ’ τις γειτονιές, ηρέμησε ο τόπος. Και οι άνθρωποι επισκεύασαν τα σπίτια, ξαναπήγαν στις δουλειές τους, ξαναβρέθηκαν και ξανακάθισαν σε χαρούμενα τραπέζια, μεγάλωσαν και πάντρεψαν παιδιά, κήδεψαν γονείς, γέρασαν και οι ίδιοι... Η ζωή... Με τις χαρές και τις λύπες της. Με τα πάνω της και τα κάτω της.
Σεπτέμβρης 2023 και οι Λαρισαίοι κοιτούν ξανά στον ουρανό. Ελικόπτερα πάνε κι έρχονται πάνω από μια πόλη που μυρίζει κιόλας μούχλα και υγρασία. Κάποια μεταφέρουν κυβερνητικούς παράγοντες, άλλα πετούν δυτικά, στο «Τρικαλοκάρδιτσο», να πάνε να σώσουν τους παππούδες και τις γιαγιάδες που απέμειναν να κατοικούν στα μαραζωμένα αυτά χωριά.
- «Μα γιατί έμειναν εκεί;» εγκαλεί ο μεγαλοδημοσιογράφος από την ασφάλεια του στούντιο. Μα, γιατί δεν το πίστευαν ότι θα συμβεί. Κι έπειτα, άιντε έτσι αφήνεις εσύ το σπίτι σου ρε φίλε; Και να πας πού;
Η Λάρισα ζει διπλή ζωή. Στις παραπήνειες συνοικίες αγωνία, πανικός, απόγνωση. Νερά και λάσπη. Παντού λάσπη. Στο κέντρο και πιο μέσα η ζωή δείχνει κανονική, αλλά ο γοερός ήχος του 112 χτυπά για όλους. Μια σκιά φόβου πέφτει τότε επάνω σου. «Πλημμυρικά φαινόμενα στην περιοχή σας. Παραμείνετε σε ετοιμότητα».«Εκκενώστε». Μα να πάμε πού; Και η μάνα; Να την πάρουμε σπίτι. Ετοίμασέ την, και φέρτην. Και μην ξεχάσεις και τα φάρμακά της...
Στον φόβο του 112 αντιπαραβάλλεται κι ένα κύμα αλληλεγγύης. Φίλοι από παντού. Που σε νοιάζονται. «Έλα, τι κάνετε, είστε καλά; Πώς είναι η κατάσταση;». Τέτοιες ώρες οι άνθρωποι, γίνονται ξανά άνθρωποι
Έκρυθμη κατάσταση, αρμόδιοι σε πανικό κι αυτοί. Στη γέφυρα του Αισθητικού Άλσους όπου τα νερά του Πηνειού θυμίζουν ... Νιαγάρα, καμιά εκατοστή «χαβαλέδες», μαθητές, φοιτητές, στέκονται τραβάνε βίντεο, ή βγάζουν σέλφι. «Φύγετε από κει, θα πέσετε, είναι επικίνδυνο γαμώτη μου», φωνάζει ένας κατάκοπος πυροσβέστης κι αναρωτιέται. «Μα καλά, η Αστυνομία τι κάνει; Πώς τους αφήνει;».
Στο ανάχωμα στα Ταμπάκικα, η πιτσρικάδα δεν κάνει πλάκα. Εικοσάχρονα παιδιά έχουν σηκώσει μανίκια, έχουν σχηματίσει αλυσίδα και υψώνουν τείχος με σακιά άμμου. Τους καμαρώνω, μα είναι τόσο ...άσχετοι και τα αραδιάζουν τόσο άτεχνα, που θα γελούσε και ... το νερό. Ένας παλιός γείτονας τους δείχνει τον τρόπο. Έτσι, πλεχτά τα βάζουμε, να μην μένουν κενά.
-«Βλέπεις, ρε συ; Δεν ξέρει ο κόσμος από πλημμύρες. Από τίποτε δεν ξέρουν τα χαϊβάνια... Δωσ’ τους κινητό, μηχανές και φρέντο...».
Ας το δεχθούμε. Είμαστε μια κοινωνία ανεκπαίδευτων, μια κοινωνία μαλθακή, όπως οι περισσότερες σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, που ξέρει πολύ καλά ωστόσο να γράφει οργισμένη σχόλια στο Facebook και να ρίχνει παντού ευθύνες. Όλοι έχουμε άποψη για τα πάντα, όλοι ζητούμε κεφαλές αρμοδίων επί πίνακι. Για τα έργα που δεν έγιναν, για τις μίζες και τις ρεμούλες, για τα λεφτά που φαγώθηκαν αλλού. Χορτάσαμε εξυπνάδα κι επιστημοσύνη από τους ξερόλες.
Κυριακή χτες και τα ελικόπτερα κάνουν ...παρέλαση στον ουρανό της Λάρισας, περισσότερο από κάθε άλλη μέρα. Πιθανόν καταγράφουν την κατάσταση. Οι κάμερες των καναλιών σε ατέλειωτες ζωντανές μεταδόσεις περιοδεύουν στις πλημμυρισμένες γειτονιές και αποτυπώνουν τα απελπισμένα βλέμματα των ανθρώπων. Στο βάθος, πλημμυρισμένες καλλιέργειες. Πόσο μα πόσο χαμένο εισόδημα... Πόση μα πόση φτώχεια ξανά...
Για άλλη μία φορά η Λάρισα λαβώθηκε από το ίδιο της το σπλάχνο, τον Πηνειό. Μα θα τα καταφέρουμε και θα τα ξαναφτιάξουμε όλα καλύτερα. Αυτή η πόλη στο βάθος της ιστορίας της, χτυπήθηκε από σεισμούς, πλημμύρισε, κάηκε, βομβαρδίστηκε ισοπεδώθηκε, πείνασε, υπέφερε από λοιμούς. Κι άντεξε. Και τώρα θα αντέξει. Κατά πώς έλεγαν κάποτε γενιές πιο βασανισμένες απ’ τις τωρινές, «ό,τι γίνεται με λεφτά, μην σε φοβίζει, θα γίνει»... Θα στεγνώσει ο τόπος. Θα γυρίσουμε πίσω και θα καθαρίσουμε τα σπίτια μας. Θα ξανασπείρουμε τα χωράφια μας και θα ξαναγίνουν τα κοπάδια με τα ζωντανά. Και – πού ξέρεις;- η εμπειρία που είχαμε, ο φόβος που νιώσαμε βλέποντας τα νερά να μας ζώνουν από παντού μπορεί να μας βγει σε καλό. Να ξαναδούμε πράγματα και να τα δούμε αλλιώς.
Συνεχίζει να καίει ο ήλιος στη Λάρισα, ασυνήθιστα ζεστός. Καλό αυτό. Βοηθά ώστε το νερό να εξατμίζεται... Μπορεί να το πεις και σημαδιακό. Μπορεί οι Θεοί πέρα στον Όλυμπο να μας λυπήθηκαν...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr