Ο καπετάν-Γιώργης σηκώθηκε πρωί-πρωί, την παραμονή της γιορτής της Παναγιάς. Ήταν ξέμπαρκος εδώ και μια εβδομάδα. Ήθελε να είναι στο νησί στη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Όλοι οι καπεταναίοι έπιαναν λιμάνι εκείνες τις ημέρες για να είναι στον τόπο τους.
Ο καπετάν-Γιώργης βγήκε στο μπροστινό μπαλκόνι του αρχοντικού, κάθισε σε μια πολυθρόνα από μπαμπού και άναψε το τσιμπούκι του.
Η ματιά του πλανήθηκε στο πέλαγος. Ένα καράβι πλεύριζε εκείνη την ώρα στο λιμάνι, ένα άλλο στο βάθος για κάπου αλλού τραβούσε. Βαρκούλες αρμένιζαν, γλάροι πετούσαν και βουτούσαν κατακόρυφα στα ήσυχα γαλάζια νερά, για να πιάσουν κανένα ψάρι.
Πήρε βαθιά ανάσα, γέμισε το «μέσα» του με θαλασσινό καθαρό αέρα, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στις σκέψεις του.
Ήταν γιος μιας αρχοντικής οικογένειας του νησιού. Από μικρός αγαπούσε τη θάλασσα.
Συχνά ταξίδευε με τον πατέρα του, είχε γυρίσει όλα τα λιμάνια του κόσμου και δεν έβλεπε την ώρα πότε να πιάσει το… τιμόνι.
Εκεί γύρω στα είκοσι, ο πατέρας του τον πήρε δεύτερο καπετάνιο στο μπάρκο του. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του κυβερνούσαν τα άλλα δύο καράβια.
Πέρασαν κάποια χρόνια ως δεύτερος του καραβιού του πατέρα του και όταν ο πατέρας του… άραξε στο νησί, γιατί είχε και ένα πρόβλημα υγείας, πήρε το τιμόνι στα χέρια του. Εκείνη η πρώτη ημέρα δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Προορισμός του το Αλγέρι.
Ο πατέρας του τον αγκάλιασε στον μώλο, του ευχήθηκε «καλά ταξίδια», η μάνα του κρέμασε στον λαιμό του μια εικονίτσα του Άι-Νικόλα και το πλήρωμα τον… σήκωσε στα χέρια και τον ανέβασε στην καμπίνα του καπετάνιου.
Μία δύναμη, μια υπερηφάνεια… κατέκλυσε το «μέσα» του και αποχαιρέτησε το νησί…
Στα εικοσιπέντε του παντρεύτηκε τη Μαριγώ, μια πεντάμορφη νησιωτοπούλα που αγαπιόταν από παιδιά.
Εκεί, καθισμένος στο μπαλκόνι, θυμάται… Με τη Μαριγώ κολυμπούσαν στη θάλασσα μαζί, έβγαιναν στην παραλία και έψαχναν για κοχύλια και γυαλιστερά πετραδάκια που η Μαριγώ τα ζωγράφιζε, είχε ταλέντο. Έπειτα ανέβαιναν στα βράχια να βρούνε φωλιές των γλάρων και οι γονείς, τους έψαχναν για το… μεσημεριανό φαγητό.
Τι να πρωτοθυμηθεί! Περασμένα, αλλά αξέχαστα…
Ο έρωτάς τους έγινε παραμύθι, όνειρο, θρύλος στο νησί. Οι γονείς και των δύο παιδιών ήταν ευτυχισμένοι και δεν έβλεπαν την ώρα πότε να τους βάλουν στεφάνι και να κρατήσουν και κανένα εγγονάκι στην αγκαλιά τους. Και ήρθε αυτή η ώρα. Ήταν πάλι γιορτή της Παναγιάς όταν έγιναν τα στεφανώματα.
Ήταν καλεσμένο όλο το νησί. Γιατί όλοι οι νησιώτες είχαν και κάποιον που να δουλεύει στα καράβια τους.
Έφαγαν και γλέντησαν και ευχαριστήθηκαν όλοι. Από μια εβδομάδα πριν είχε αρχίσει το γλέντι.
Το επόμενο ταξίδι μετά τον γάμο ήταν για την Αίγυπτο. Ο καπετάν-Γιώργης θα έπαιρνε και την καπετάνισσα τώρα, τη Μαριγώ.
Το ζευγάρι αποφάσισε να μην κάνει παιδιά σύντομα, να χαρούν μερικά ταξίδια και είχαν όλον τον καιρό μπροστά τους, ήταν πολύ νέοι. Έτσι και έγινε.
Μετά από δύο χρόνια η καπετάνισσα έφερε στον κόσμο ένα αγόρι.
«Νικολή» το ονόμασαν, για να τιμήσουν τον Άι-Νικόλα, τον προστάτη των ναυτικών. Και τα χρόνια πέρασαν, κύλησαν σαν το ποτάμι σαν τη βροχή που δεν γυρίζουν πίσω.
Ο Νικολής μεγάλωσε μοναχογιός και λεβεντονιός σαν τον πατέρα του. Στο μεταξύ είχαν αποκτήσει και άλλο ένα μπάρκο. Σε ηλικία που έπιασε το τιμόνι ο πατέρα του, έγινε και εκείνος καπετάνιος στο δεύτερο καράβι.
Η καπετάνισσα, η Μαριγώ, ξύπνησε. Άπλωσε το χέρι της δίπλα, αλλά κατάλαβε πως ο καπετάνιος είχε ξυπνήσει. Βγήκε στη βεράντα. Ο καπετάνιος βυθισμένος στις σκέψεις του, απολάμβανε έναν καφέ που του είχε φτιάξει νωρίτερα η ψυχοκόρη η Ρενιώ.
Η καπετάνισσα τον καλημέρισε και κάθισε κοντά του. Του έπιασε το χέρι. «Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα καπετάνιο; Παραμονή της Παναγιάς, 14 Αυγούστου και περιμένουμε ως το βράδυ να πιάσει λιμάνι ο γιος μας ο καπετάν-Νικολής».
«Ξέρω καπετάνισσα, με το καλό να έρθει κι εκείνος στον τόπο μας να γιορτάσουμε όλοι μαζί».
Κόντευε μεσημέρι. Ένα καράβι είδαν απ’ το παραθύρι στο ανώι, να κόβει ρότα προς το πόρτο. Ήταν το δικό τους.
Βιαστικά κατέβηκαν στο λιμάνι. Είχε μαζευτεί όλο το νησί…
Απ’ τη σκάλα είδαν να κατεβαίνει ο Νικολής πιασμένος χέρι-χέρι με μια… μελαμψή καλλονή. Όταν έφθασαν κοντά τους ο Νικολής τους αγκάλιασε και μετά… αγκάλιασε το κορίτσι…
«Από δω η μέλλουσα νύφη σας… Αϊσέ το όνομά της…» και την έδωσε στην αγκαλιά της καπετάνισσας που την είχε ανοίξει διάπλατα να δεχθεί τον γιο της και εκείνο το μελαμψό κορίτσι…