Στην Τρίτη Λυκείου ερωτεύτηκε μια συμμαθήτριά του, την Έφη. Το ίδιο και εκείνη. Αγαπήθηκαν πολύ. Κάθε βράδυ συναντιόταν σε μια καφετέρια στο κέντρο, κάθονταν σε ένα απόμερο τραπεζάκι και εξομολογούνταν τα όνειρά τους… - Αν δεν είναι έτσι η ευτυχία, πώς είναι…;
Η Έφη ήταν κόρη μιας γνωστής οικογένειας της πόλης. Οι γονείς της είχαν ένα μεγάλο κατάστημα στο κέντρο, γυναικείων ειδών και δούλευαν καλά. Η Έφη σκόπευε να σπουδάσει οικονομικά και να διαδεχθεί τους γονείς της μαζί με τον αδερφό της που ήταν μεγαλύτερος και είχε μπει κι αυτός στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στις Πανελλήνιες, πράγματι, η Έφη μπήκε εκεί που είχε δηλώσει, οικονομικά, και ο Δημήτρης στη Φαρμακευτική. Και οι δύο πέρασαν στη Θεσσαλονίκη. Τους βόλεψε πολύ γιατί κατάγονταν από μία πόλη της Θεσσαλίας. Κάποια στιγμή τελείωσαν το Πανεπιστήμιο, και οι δύο χωρίς καθυστέρηση, και κατέβηκαν στην πόλη τους.
Η Έφη είχε εξασφαλισμένη δουλειά όπως είπαμε, αλλά ο Δημήτρης όχι.
Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος και η μάνα του νοικοκυρά. Απ’ τον πρώτο χρόνο κιόλας έστειλε το βιογραφικό του σε όλα τα φαρμακεία της πόλης και όχι μόνο. Το έστειλε και σε διάφορες φαρμακευτικές εταιρείες.
Εκείνο το πλούσιο βιογραφικό του, με το πτυχίο της φαρμακευτικής, το μεταπτυχιακό και άλλα τρία πτυχία ξένων γλωσσών πίστευε πως θα έπαιρνε απάντηση γρήγορα από κάποιο φαρμακείο ή εταιρεία.
Όμως τα χρόνια περνούσαν και παρέμενε άνεργος. Παρέδιδε βέβαια κάποια μαθήματα Αγγλικής, Γαλλικής και Γερμανικής γλώσσας σε μερικά παιδιά γνωστών οικογενειών που ήθελαν να κάνουν ιδιαίτερα και αυτό ήταν.
Έβγαζε τουλάχιστον το χαρτζιλίκι του να μην είναι κρεμασμένος στον… πενιχρό μισθό του πατέρα του.
Η σχέση του με την Έφη δεν προχωρούσε. Οι γονείς της άρχισαν να δυσανασχετούν. «Ως πότε θα τραβήξει αυτό, ή αρραβωνιαστείτε ή χωρίστε…», της είπε κάποια μέρα ο πατέρας της. Τα παιδιά όμως αγαπιόταν πολύ και δεν ήθελαν να χωρίσουν. Όμως όταν παρεμβαίνουν αρνητικά οι άλλοι, η σχέση κάπως ψυχραίνεται.
Αραίωσαν τα τηλεφωνήματα, αραίωσαν οι συναντήσεις τους στη γνωστή καφετέρια και γενικά υπήρχε μία… παγωμάρα. Όλα αυτά βέβαια απ’ τη μεριά της Έφης, γιατί ο Δημήτρης εξακολουθούσε να της τηλεφωνεί και να την περιμένει στο στέκι τους.
Εκείνη όμως με διάφορες δικαιολογίες καθυστερούσε ή δεν πήγαινε καθόλου στο ραντεβού τους.
Η σχέση τους όπως έδειχναν τα πράγματα κρεμόταν από μια… κλωστή. Κι αυτήν την κλωστή θα την έκοβε η Έφη. Το διαισθανόταν ο Δημήτρης και η διαίσθησή του δεν τον ξεγέλασε.
Κάποιο πρωί χτύπησε το κινητό του. Το σήκωσε, ήταν εκείνη. Η φωνή της ψυχρή και απόμακρη.
«Καλημέρα Δημήτρη…».
«Γεια σου Έφη, αν είναι καλή η μέρα μου θα δείξει στη συνέχεια της κουβέντας μας».
Ένας λυγμός έπνιξε τη φωνή της.
«Δημήτρη… θέλω… θέλω να χωρίσουμε, δεν πάει άλλο. Εσύ δουλειά δεν βρίσκεις, οι γονείς μου γκρινιάζουν, δεν την αντέχω αυτήν τη γκρίνια…».
Ένα βέλος κάρφωσε την καρδιά του Δημήτρη, αλλά… συγκέντρωσε την ψυχραιμία του.
«Όπως θέλεις. Αφού δεν σου έμεινε τίποτα καλό απ’ αυτήν τη σχέση, να… χωρίσουμε. Και εύχομαι οι γονείς σου να σου βρούνε έναν καλό… γαμπρό, άξιο να σταθεί δίπλα σου…»!
Αυτά της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο… Ξαπλωμένος τώρα ακούγοντας τη σιγανή βροχούλα, όλα αυτά τα έφερνε στο μυαλό του.
Χτύπησε η πόρτα. Ήταν η μάνα του.
«Δημήτρη, κοιμάσαι;».
«Όχι μάνα δεν κοιμάμαι… Ονειρεύομαι ξυπνητός...».
«Σήκω παιδί μου, πρωί-πρωί πήραν τηλέφωνο από ένα φαρμακείο, θέλουν να πας από εκεί. Έχω κρατήσει το όνομα και τη διεύθυνση».
Ο Δημήτρης πετάχτηκε επάνω, αγκάλιασε τη μάνα του.
«Μανούλα μου, καλύτερο ξύπνημα απ’ αυτό δεν έχω ζήσει».
Σε μια ώρα βρισκόταν στο φαρμακείο.
Ο φαρμακοποιός τον υποδέχτηκε χαμογελαστός.
«Είσαι ο Δημήτρης, έτσι δεν είναι;» και του έδωσε το χέρι του… «Από σήμερα προσλαμβάνεσαι βοηθός μου. Ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε και δεν θα τον έχουμε εδώ… Μήπως εργάζεσαι κάπου αλλού»;
«Όχι… όχι», είπε ο Δημήτρης… Άπλωσε και πάλι το χέρι του ο φαρμακοποιός στο δικό του, το έσφιξε φιλικά.
«Καλορίζικος…».
«Ευχαριστώ… σας ευχαριστώ πάρα πολύ».
«Το βιογραφικό σου ήταν απ’ τα πιο πλούσια, δεν ήταν δυνατόν να σε αγνοήσουμε…», του είπε ο φαρμακοποιός και του έδωσε την… άσπρη μπλούζα…
συγγραφέα