Όταν μια ολόκληρη κοινωνία «κολλάει» διαρκώς με ένα καινούργιο θέμα και οι πολίτες ανάγουν τους εαυτούς τους σε ειδήμονες - κριτές, μιλάμε άραγε για μια ομαδική φρενίτιδα ή απλώς πρόκειται για την απτή επιβεβαίωση της σύγχρονης μιζέριας που έχει κατακλύσει τη ζωή μας;
Οι κοινωνικές αντιδράσεις ή μάλλον καλύτερα, τα κοινωνικά αντανακλαστικά, απέναντι στα γεγονότα δεν αποτελούν το αποτέλεσμα των επικοινωνιακών επιλογών και πρακτικών. Το αντίθετο. Είναι η αιτία κινητοποίησης και ενδυνάμωσης των μέσων χειραγώγησης, όποια μορφή κι αν λαμβάνουν αυτά.
Μάλιστα, όσο περισσότερο «κίτρινη» είναι η διάσταση ενός γεγονότος ή όσο πιο απεχθής, τόσο περισσότερο ελκύει το κοινωνικό ενδιαφέρον. Και αυτό, ατυχώς, δεν συμβαίνει σε ένα πλαίσιο επεξεργασίας της πληροφορίας και προσπάθειας αυτοβελτίωσης, αυτοσυγκράτησης και αυτοπροσδιορισμού. Μοιάζει με ρουφήχτρα που τραβάει στη δίνη της συνολικά όλη την κοινωνία, σε μια ξέφρενη πορεία προς το εκάστοτε χειρότερο. Αν δεν μοιράζεσαι τη «γνώμη» των πολλών, αυτή που τουλάχιστον λανσάρεται ως η «καθεστηκυία γνώμη», τότε κινδυνεύεις να τεθείς στο περιθώριο. Ο δημοκρατισμός της οκάς δηλαδή, εξαντλείται στο να μην αντέχει και να μην ανέχεται οποιαδήποτε άλλη γνώμη. Κι αν βρεθεί δε, κανείς τολμηρός και υψώσει διαφορετικό λόγο, τότε φιμώνεται, στο όνομα της δημοκρατίας! Ούτε λόγος άλλωστε, να περιοριστεί αυτός ο εθισμός στην κοινωνική σήψη.
Πέραν των διαπιστώσεων όμως, που φυσικά είναι χρήσιμες, αλλά σίγουρα δεν είναι παραγωγικές, σημασία έχει η διάγνωση των αιτιών αυτής της τάσης.
Είναι προφανές, ότι οι κοινωνικές αντοχές δοκιμάζονται συνεχώς από το 2009 και πέρα. Επί 13 χρόνια δηλαδή, υπάρχουν παιδιά που γαλουχήθηκαν εν μέσω της οικονομικής κρίσης, γονείς που δεν κατάφεραν να προσφέρουν αυτά που επιθυμούσαν στα παιδιά τους, νέοι οι οποίοι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, μεσήλικες που ανακόπηκε ή φρέναρε η επαγγελματική τους διαδρομή και συνταξιούχοι που προσάρμοσαν τη ζωή τους σε αρκετά λιγότερα υλικά (και άυλα) αγαθά σε σχέση με τον εργασιακό τους βίο. Όλη αυτή η συθέμελη διαταραχή του κοινωνικού οικοδομήματος, διόγκωσε τον εγωισμό, ο οποίος παρεισέφρησε για τα καλά στις ανθρώπινες σχέσεις.
Και ναι μεν, ίσως ήταν διδακτική εμπειρία το «τσεκάρισμα» των αντοχών των σχέσεων που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε άτρωτες και άμεμπτες, η μοιραία συνέπεια όμως, ήταν η διάσπαση των οικογενειακών δεσμών, η έκρηξη των διαζυγίων, η αύξηση των ανθρώπων που δεν παντρεύονται και δεν (θέλουν να) κάνουν παιδιά, η επικυριαρχία της μοναξιάς.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της απογοήτευσης και της απώλειας των πάλαι ποτέ κεκτημένων, ο κορονοϊός ήρθε σαν ένα κινηματογραφικό σενάριο, να μονοπωλήσει τις ζωές μας για σχεδόν δυο χρόνια. Τόσο περίπου χρειάστηκε για να προσαρμοστούμε στη νέα συνθήκη. Αν όντως έχουμε προσαρμοστεί, διότι περισσότερο για αποδοχή πρόκειται παρά για προσαρμογή. Ο κορονοϊός έστρεψε ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους προς τον εαυτό τους, όχι μόνο λόγω της μείωσης των κοινωνικών συναναστροφών αλλά κυρίως, διότι χώρισε τη ζωή στις ξέγνοιαστες διαπροσωπικές συμπεριφορές προ κορονοϊού και στις καχύποπτες διαπροσωπικές επαφές μετά κορονοϊού.
Όσο λοιπόν ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του, τόσο πιο εύκολο είναι να χειραγωγηθεί. Μάλιστα, παρότι αντιλαμβάνεται ότι καθιστά τον εαυτό του αντικείμενο χειραγώγησης, το επιτρέπει (αν όχι το επιδιώκει) γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να κρατάει τη μοναξιά του σε ύπνωση. Δεν έχει σημασία ο αριθμός των ανθρώπων γύρω μας, ούτε ο αριθμός των μελών μιας οικογένειας. Η δοκιμασία των ανθρώπινων σχέσεων έγινε βίαια και τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Αυτό αντανακλάται στις κοινωνικές αντιδράσεις του σήμερα και δυστυχώς θα αναζωπυρώνεται συνεχώς, αν δεν πάψουμε οι ίδιοι να επιτρέπουμε την δική μας εργαλειοποίηση.
* Η Αικατερίνη Κ. Γανίδη είναι δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και σπουδάστρια ΠΜΣ «Ιατροδικαστική - Ψυχιατροδικαστική» Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ