Η ανθρωπότητα βρίσκεται τελευταία μπροστά σε δύο μεγάλες προκλήσεις. Η μία είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της ΚΑ, έχοντας θέσει μέσω της Συμφωνίας των Παρισίων, τον πολύ φιλόδοξο στόχο της κλιματικής ουδετερότητας (δηλαδή μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050) και ο δεύτερος η προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα που διαμορφώθηκαν από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης (1760), δηλαδή στην αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα από 280 σε 420 ppm (μέρη στο εκατομμύριο) και την αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας κατά 1.5oC. Στο διάστημα αυτό εκτιμάται ότι εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα 1,5 τρισεκατομμύριο τόνοι άνθρακα που θα συνεχίσουν να θερμαίνουν την ατμόσφαιρα για πολλούς αιώνες. Επομένως η Πολιτεία πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με το πρόβλημα της προσαρμογής στην ΚΑ. Υπενθυμίζεται ότι με βάση τη σχετική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας στην οποία βασίσθηκε η διαμόρφωση της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή στην ΚΑ (ΕΣΠΚΑ) που αποφασίσθηκε το 2016, στο πιο ευνοϊκό σενάριο (Β1: αύξηση της συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2100 στα 550 ppm) η ΚΑ θα κοστίσει μέχρι το 2100 371 δισεκατ. €, ενώ στο χειρότερο σενάριο (Α2: αύξηση συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2100 στα 850 ppm) το κόστος της ΚΑ θα είναι 516 δισεκατ. €, εάν δεν ληφθούν μέτρα προσαρμογής.
Ο Πρωτογενής Τομέας της Γεωργίας (ΠΤΓ) είναι ο πιο ευαίσθητος τομέας στην ΚΑ διότι τα φυτά, στα οποία βασίζεται η γεωργική παραγωγή έχουν άμεση εξάρτηση από το κλίμα. Πώς όμως αντιδρούν τα φυτά στην ΚΑ; Όπως είναι γνωστό, τα φυτά μέσω της φωτοσύνθεσης, απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, το οποίο μετατρέπουν σε οργανικές ενώσεις (υδατάνθρακες) με τη συμβολή της ηλιακής ενέργειας και τη συμμετοχή νερού και των θρεπτικών στοιχείων, δημιουργώντας έτσι τη φυτική παραγωγή. Συμπεριφέρονται όμως όλα τα φυτά με τον ίδιο τρόπο σε αυτή τη διαδικασία; Η απάντηση είναι όχι και ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών των φυτών που οδηγούν τελικά σε σημαντικά διαφοροποιημένες αποδόσεις.
Τα γεωργικά φυτά σε σχέση με τη φωτοσύνθεση, διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Η μία είναι η κατηγορία C3 και η άλλη η κατηγορία C4. Μεταξύ αυτών των κατηγοριών υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στον κύκλο του άνθρακα εντός των φυτών, η γνώση των οποίων είναι απαραίτητη για την κατανόηση της συμπεριφοράς τους έναντι των μεταβολών των κλιματικών παραμέτρων και συνεπώς της υιοθέτησης μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή στην ΚΑ. Μερικές ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των C3 και C4 φυτών που σχετίζονται με τις κλιματικές παραμέτρους είναι οι παρακάτω: Η φωτοσύνθεση -και επομένως δέσμευση άνθρακα- στα C3 φυτά είναι αργή και λιγότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με τα C4 φυτά, λόγω μιας φυσιολογικής διαδικασίας που ονομάζεται φωτοαναπνοή (photoresipation) που λαμβάνει χώρα μόνο στα φυτά C3. Επί πλέον τα φυτά C3 έχουν πολύ μικρότερη αποτελεσματικότητα στη χρήση του νερού, διότι όταν φωτοσυνθέτουν χάνουν νερό με διαπνοή, σε αντίθεση με τα φυτά C4 τα οποία μπορούν να φωτοσυνθέτουν χωρίς να διαπνέουν νερό. Αυτό σημαίνει ότι τα φυτά C4 έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν σε πολύ θερμές περιοχές σε σύγκριση με τα φυτά C3, δηλαδή τα φυτά C4 προσαρμόζονται καλύτερα από τα C3 σε θερμά και ξηρά περιβάλλοντα. Η άριστη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας για την ανάπτυξη των φυτών C3 είναι 20-25oC, ενώ για τα φυτά C4 είναι 30-45oC. Η άριστη θερμοκρασία του εδάφους για την ανάπτυξη των φυτών C3 είναι 4-7oC, ενώ στα φυτά C4 16-21oC.
Τα φυτά της κατηγορίας C3 αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία σε ολόκληρη τη γη. Από τις σημαντικές ελληνικές καλλιέργειες στην κατηγορία C3 ανήκουν τα σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη), το ρύζι, το βαμβάκι, τα σακχαρότευτλα, ο καπνός, ο ηλίανθος, τα περισσότερα φρούτα και πολλά κηπευτικά (ντομάτες, αγγούρια, σπανάκι, πιπεριές, μελιτζάνες, καρότα, πατάτες). Στην κατηγορία C4 ανήκουν τα φυτά καλαμπόκι και ορισμένα κηπευτικά (λάχανο, μπρόκολο, κουνουπίδι, κρεμμύδι). Τα φυτά C3 σε συνθήκες αύξησης της θερμοκρασίας, προκειμένου να αποφύγουν απώλεια νερού, μέσω της φωτοαναπνοής μειώνουν την δέσμευση CO2 και την παραγωγή οργανικών ενώσεων, δηλαδή τις αποδόσεις τους. Αντίθετα τα φυτά C4, στα οποία η φωτοαναπνοή ελαχιστοποιείται, δεν μειώνουν τις αποδόσεις τους όταν η θερμοκρασία αυξάνεται. Αυτός είναι ο λόγος που τα φυτά C4 πλεονεκτούν έναντι των φυτών C3 σε αυξημένες θερμοκρασίες της ατμόσφαιρας. Όλες αυτές οι διαφορές συνεπάγονται διαφορετική αντίδραση των φυτών στην ΚΑ και στις αποδόσεις τους, όπως φαίνεται στον πίνακα. Τα φυτά C3 (βαμβάκι, σιτάρι, ελιές, ακρόδρυα-φρούτα) σε σύγκριση με τα φυτά C4 (καλαμπόκι και ορισμένα κηπευτικά) είναι πιο ευαίσθητα στην ΚΑ και θα έχουν μεγαλύτερες μειώσεις στις αποδόσεις τους ιδιαίτερα στο χειρότερο σενάριο Α2.
Σημειώνεται ότι η προσαρμογή στην ΚΑ θα κοστίσει σημαντικά στην εθνική οικονομία και επομένως επιβάλλεται να δοθεί το ανάλογο βάρος από την Πολιτεία. Με βάση την προαναφερθείσα μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σενάριο Α2, το κόστος προσαρμογής στην ΚΑ μέχρι το 2100 εκτιμάται σε 123 δισεκατ. € (σε τιμές 2008). Ίσως το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να συμβάλει ουσιαστικά και στον τομέα αυτόν.
Ολοκληρώνοντας, είναι ευνόητο ότι προαναφερθέντα θα πρέπει να αποτελέσουν βασικά στοιχεία για τον σχεδιασμό των μέτρων πολιτικής για την προσαρμογή στην ΚΑ. Η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών που πολύ συχνά αναφέρεται με ευκολία ως θεραπεία των προβλημάτων της γεωργίας, θα πρέπει, όταν γίνει, να λάβει σοβαρά υπόψη της τα παραπάνω και να μη βασισθεί σε εύκολες και ανεύθυνες προτάσεις, που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπως π.χ. να αντικαταστήσουμε βασικές καλλιέργειες με σιτάρι, λόγω της συγκυρίας που δημιούργησε ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, ερευνητής, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ (e-mail: christotsadilas@gmail.com).