Στο ραντεβού με τη ζωή, ο Αχιλλέας, μ’ έξυπνο τρόπο, απογύμνωνε το φαίνεσθαι. Έλεγε αλήθειες και επειδή ήταν αλήθειες πείραζαν, όσο το ρολόι σημάδευε τις ώρες και μίκραινε τη ζωή.
Οι στιγμές, στάλες χρυσές, σφραγίδες του φωτός κυλούσαν από τα δυνατά του δάκτυλα στον χείμαρρο του τέλους. Κι ο ήλιος όλο και ταξίδευε μέσα σε χρυσό κύπελλο επάνω από τα κύματα κι εύρισκε στην άλλη άκρη του ουρανού τις καινούριες ημέρες. Η θεά της αυγής στόλιζε τους ώμους του Αχιλλέα και το παλικάρι γινόταν περήφανος και ξεχωριστός. Η λέξη «παλικάρι» αντιστοιχεί με τη λέξη «ινφανς» που χρησιμοποιούσαν στη Δυτική Ευρώπη και σήμαινε «παιδί». Παιδί σημαίνει αθωότητα και ο Αχιλλέας πράγματι δεν ήταν πονηρός.
Η μάνα έδειξε στον Αχιλλέα τις πασχαλιές, που άνθιζαν και μοσχοβολούσαν κι ο Αχιλλέας όλο ζωγράφιζε τα όνειρα με την κιθάρα του και τραγουδούσε.
Πόσο όμορφα τραγουδούσε για το απέραντο μηλοβόλημα των φεγγαροακτίνων στα ανοιγμένα πανιά! Η μάνα έφερε τα χέρια σε σχήμα δέησης και ευχαρίστησε τον Θεό, που ο Αχιλλέας της τη λάτρευε. Ο αέρας χάιδευε τη φτέρη που ψιθύριζε λόγια αιωνιότητας, αφού όλοι νομίζουμε πως όλα διαρκούν.
Από τον ελεύθερο αέρα του παραθύρου ακούγονταν λόγια της Πυθίας, λόγια της Πρωθιέρειας του Θεού Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών. Ήταν λόγια αινιγματικά, δυσνόητα και ακούγονταν αχνά λες και οι ήχοι της φύσης ήθελαν να τα κάνουν ακατάληπτα για το ανθρώπινο αυτί.
Ο Αχιλλέας εξακολουθούσε να υπερασπίζεται μια ζωή, που θα κρατούσε λίγο. Ήταν έξυπνος με χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια και ίσως δεν είχε συνειδητοποιήσει ή δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει, πως όποιος δεν υποκρίνεται, κατακρίνεται.
Τώρα η μάνα κοιτά τον ουρανό και του φωνάζει «σ’ αγαπώ πολύ» και η μικρή του κόρη Εύα κοιτά κι εκείνη στον ουρανό και σηκώνει τα μικρά χεράκια της προς το απέραντο γαλάζιο και ρωτάει: «Μπαμπάς πού;»
Έφυγες Αχιλλέα γρήγορα. Παίζοντας στο παιχνίδι με το φως, κάπου μας κρύφθηκες. Η πυγολαμπίδα της ψυχής σου όμως είναι το αστεράκι, που ξαπλώνει μαζί με τη μικρή Εύα στο μαξιλαράκι της και της λέει για τη θάλασσα, όταν πατέρας και κόρη γελούσαν, όταν ταξίδευαν στο κύμα με τη σανίδα. Η μικρή Εύα τα βλέπει αυτά στον ύπνο της και χαμογελάει. Και ο μπαμπάς Αχιλλέας μέσα από ένα διάφανο πρίσμα κάτι της λέει και γελούν και οι δύο.
Τότε ο Αχιλλέας αλλάζει τους ήχους της φυγής του και τους κάνει ανάλαφρους. Τους στολίζει με ροδοπέταλα για να μην πονάει η μικρή Εύα και της τραγουδά ότι είναι κοντά της. «Ένα παραμύθι είναι η ζωή» της λέει για να μη στεναχωριέται. Και της ψιθυρίζει ότι πάντα ο μπαμπάς θα της τραγουδάει για τον φλοίσβο της καλοκαιρινής τους αμμουδιάς.