Το Κ.Κ.Ε. εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, στην πολιτική σκηνή της χώρας μας το 1918, έγραψε τη δική του ιστορία με σημείο αναφοράς τη Σοβιετική Ένωση, σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της Εθνικής Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής, σχηματίζοντας την κυβέρνηση του βουνού, ενώ μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου και την ήττα του το 1949 τέθηκε εκτός νόμου. Ύστερα απ’ την πτώση της Χούντας, όμως, και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή το νομιμοποίησε και πάλι, ενώ το 1989, που σχηματίστηκε ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, συμμετείχε σ’ αυτόν με την Ελληνική Αριστερά (Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού) και άλλες μικρότερες αριστερές οργανώσεις. Επί τρεις μήνες, τότε, συμμετείχε από κοινού με τη Ν.Δ. στην Κυβέρνηση Τζανετάκη με σκοπό την άρση της ασυλίας του Α. Παπανδρέου και την παραπομπή του σε δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά, ενώ επί άλλους 6 μήνες, κατόπιν, στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα (Ν.Δ.+ΠΑ.ΣΟ.Κ.+ Συνασπισμός). Αυτές οι συμμετοχές υπήρξαν και η αφορμή, που οδήγησε στη διάσπαση του Συνασπισμού και στην αυτόνομη πορεία του Κ.Κ.Ε. από τότε μέχρι σήμερα.
Τα υπενθυμίζω όλα αυτά, για να δείξω σ’ αυτούς, που ξέχασαν ή δεν το γνωρίζουν, ότι και το Κ.Κ.Ε., που υπόσχεται έναν δικαιότερο και καλύτερο κόσμο, αλλά που μιλά, συνεχώς, μόνο για τρόπους διανομής και όχι αύξησης της πίτας, έχει το δικό του πολιτικό παρελθόν και μάλιστα κυβερνητικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φυσιογνωμία του, αλλά και για το αν μπορεί ή όχι να κάνει αυτά, που λέει. Και επειδή γνωρίζουμε, ότι η πολιτική σε μια ανομοιογενή δημοκρατική κοινωνία είναι η τέχνη του εφικτού, θέλω να δείξω, ακόμη, ότι η συμμετοχή και η προσπάθεια παραμονής σε κυβερνητικό σχήμα προκαλεί φθορά, αφού ο συμμετέχων και ασκών εξουσία είναι καταδικασμένος να συμβιβάζει ασυμβίβαστα, ενώ απ’ τα έδρανα της αντιπολίτευσης μπορεί κανείς, ελεύθερα, να ελέγχει, να θεωρητικολογεί και να υπόσχεται, για να γίνει ελκυστικός. Το κάνω, τέλος, γιατί όντας απαλλαγμένο από εξαρτήσεις και πάτρωνες επιθυμώ το σημερινό Κ.Κ.Ε. να αρθρώνει, ξεκάθαρα, τον δικό του πολιτικό λόγο και να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα, αλλά χωρίς να είναι κολλημένο στο χθες και χωρίς να αγωνίζεται ως Δον Κιχώτης για χίμαιρες και για πουκάμισα αδειανά ακολουθώντας την τακτική του απομονωτισμού.
Πέραν τούτων εκτιμώ, ότι η παρουσία του Κ.Κ.Ε. στην κεντρική πολιτική σκηνή, ο συνεπής λόγος και η δράση του είναι επωφελείς στην κοινωνία μας, μια που εκτός των άλλων λειτουργεί ως αλογόμυγα, που αφυπνίζει εργαζόμενους στη διεκδίκηση και επίλυση των αιτημάτων τους. Παράλληλα, καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα και φέρνοντας στη φόρα τις αδυναμίες του συστήματος καθιστά πιο προσεκτικούς τους εκάστοτε κυβερνητικούς παράγοντες στην άσκηση των καθηκόντων τους. Απευθύνεται και αγωνίζεται, άλλωστε, για συγκεκριμένο κοινωνικό ακροατήριο, που είναι και το πιο αδικημένο, αφού ενδιαφέρεται, κυρίως, για τα λαϊκά συμφέροντα και τους αδύναμους. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι χάριν της ιδεολογικής του καθαρότητας είναι προς το συμφέρον το δικό του και της κοινωνίας να συνεχίζει την πολιτική του πορεία, αυτόνομα και χωρίς συνεργασίες, έστω κι αν το τίμημα μιας τέτοιας πορείας μπορεί να είναι η στέρηση κυβερνητικών πόστων, που αποτελούν βασική επιδίωξη των κομμάτων.
Και επειδή θα αναρωτιούνται, ίσως, ορισμένοι, προς τι το ενδιαφέρον μου για το Κ.Κ.Ε., αφού η πολιτική μου ματιά είναι αυτή του φιλελεύθερου κεντροδεξιού, ομολογώ, ότι έχω για οδηγό μου τη δημοκρατική μου ευαισθησία και ότι ορισμένες απ’ τις θέσεις του και, κυρίως, αυτές που έχουν να κάνουν με την κοινωνική δικαιοσύνη, δεν μ’ αφήνουν αδιάφορο, μια που είμαι και χριστιανός ορθόδοξος. Άλλωστε, η βιοθεωρία του Κουμμουνισμού κουβαλά, εξ αρχής, ορισμένα χριστιανικά δομικά στοιχεία, που τον κάνουν ελκυστικό, παρότι το Κ.Κ.Ε. δεν τα πάει καλά με την Εκκλησία. Γι’ αυτό και, αφού δεν το ψηφίζω, προτιμώ να ακούγεται, τουλάχιστον, καθαρός ο πολιτικός του λόγος και να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα, παρά να υιοθετεί πρακτικές, που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του και το ζημιώνουν.
Από τον Κώστα Γιαννούλα